Ενας πρώην Πρωθυπουργός δεν χρειάζεται συστάσεις. Ως τον ηγέτη που κράτησε το τιμόνι της χώρας, τον αποτιμούμε διαρκώς. Κρίνουμε τις επιλογές του, τη συμπεριφορά του, και το ήθος του σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής του, όχι μόνον της πρωθυπουργικής. Οταν δε ο πολιτικός ηγέτης έχει αφηγηθεί ο ίδιος τη διαδρομή του, το έργο μας γίνεται ευκολότερο. Τα απομνημονεύματά του, ιδιαίτερα, στο μέτρο που συνδέουν αφηγηματικώς διαφορετικά κομμάτια της ζωής του – προσωπικά, επαγγελματικά, πολιτικά – μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε καλύτερα το πολιτικό του στίγμα.
Θεωρώ ότι η πολιτική διαδρομή του Κώστα Σημίτη διακρίνεται από τα εξής τέσσερα γνωρίσματα: (α) σαφές και λεπτοδουλεμένο, εκσυγχρονιστικό στίγμα, (β) έντονη διάθεση εμπλοκής στα κοινά με αντισυμβατική (για τα ελληνικά δεδομένα) πολιτική νοοτροπία, (γ) βαθιά αίσθηση πραγματισμού, και (δ) διάθεση ανάληψης ρίσκου, προκειμένου να υπηρετηθούν ιδεώδη και προτάγματα. Δεν θα μπορέσω να επεκταθώ σε όλα αυτά τα γνωρίσματα εδώ (εν μέρει το έχω κάνει αλλού), αλλά θα επιχειρήσω να τα πραγματευθώ έστω και ακροθιγώς.
Ο Κώστας Σημίτης συνέδεσε το πολιτικό του έργο με το πρόταγμα του εκσυγχρονισμού της Ελλάδας. Στα απομνημονεύματά του, με τίτλο «Δρόμοι Ζωής» (Πόλις, 2015, όλα τα παραθέματα είναι από το βιβλίο αυτό), εξηγεί, μεταξύ άλλων, γιατί έδωσε τόσο μεγάλη έμφαση στον εκσυγχρονισμό. Παρατηρεί εύστοχα ότι, σε αντίθεση με τις κοινωνίες της βόρειας Ευρώπης, στις οποίες δεσπόζουν οι ταξικές αντιπαραθέσεις, ο ισχυρός ρόλος της κοινωνίας των πολιτών, η λίγο-ως-πολύ ανεξάρτητη από το κράτος οικονομία, και μια βασική συναίνεση για τη λειτουργία των θεσμών, η εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας ήταν διαφορετική.
Ο εκσυγχρονισμός είναι ατέρμων διαδικασία: η ανάγκη της συνεχούς θεσμικής προσαρμογής σε συνθήκες που αλλάζουν. Η διαδικασία αυτή ελαύνεται από το όραμα της δικαιοσύνης και της ελευθερίας: την επέκταση της δημοκρατίας, την αυτοπραγμάτωση του ατόμου, «μια ζωή με λιγότερη αλλοτρίωση και καταπίεση» (σ. 455).
Στην Ελλάδα, το κράτος ήταν ιστορικά ο σημαντικότερος εργοδότης, και, ως φορέας της διανομής πόρων, ο κύριος ρυθμιστής της παραχώρησης προνομίων σε επαγγελματικές ομάδες και άτομα. Όποιος κυριαρχεί στο ελληνικό κράτος, κυριαρχεί στον βασικότερο μηχανισμό διανομής προνομίων. «Υπάρχει μια γενική και σιωπηρή συμφωνία: αναγκαίος όρος της κοινωνικής ισορροπίας είναι οι κρατικές παροχές. Η πολιτική επικεντρώνεται, έτσι, στη δημιουργία και τη διατήρηση δικτύων χορήγησης παροχών, τα οποία είναι ταυτόχρονα δίκτυα πολιτικής υποστήριξης» (σ. 428). Το αποτέλεσμα είναι αφενός μεν ένα πελατειακό πολιτικό σύστημα, αφετέρου η σύγκρουση των κομμάτων για την εξουσία, αφού μόνο η νομή της εξουσίας τους δίνει πρόσβαση στα πελατειακά δίκτυα, χάρη στα οποία αναπαράγουν την ισχύ τους. Στο ελληνικό σύστημα κυριαρχεί η κουλτούρα της πολωτικής σύγκρουσης, όχι μόνο μεταξύ των κομμάτων αλλά και μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. «Θύμα της είναι η θεσμική συνέχεια. [… Η νέα κυβέρνηση εμφανίζεται ως τιμωρός της προηγούμενης».
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτά τα ιστορικά γνωρίσματα της ελληνικής πολιτικής ζωής εξασθένησαν με την πάροδο του χρόνου. Θα μπορούσε, επιπλέον, εύλογα να υποθέσει κανείς ότι στην περίοδο της χρεοκοπίας, ιδιαίτερα, οι ελληνικές παθογένειες θα διορθώνονταν. Δεν είναι βέβαιο ότι αυτό έχει συμβεί – όχι, τουλάχιστον, σε επαρκή βαθμό. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, όταν δεν επιτηρείται από τους ξένους (ΕΕ, δανειστές), αναπαράγει τον κακό του εαυτό – την οικογενειοκρατία, την πελατειακή λογική, την κομματικοποίηση των θεσμών, την άμετρη πόλωση. Ακόμα και μέχρι σήμερα, ο διορισμός διοικητών στα νοσοκομεία ή επικεφαλής κρατικών οργανισμών δεν είναι μια αμιγώς διοικητική αλλά πολιτικοποιημένη διαδικασία.
Αν σε όλα τα παραπάνω προσθέσουμε το μονοκομματικό κράτος, τον πολιτικό αυταρχισμό και τον βαθύ συντηρητισμό που χαρακτήριζαν την Ελλάδα μετά των Εμφύλιο, κατανοούμε γιατί ένας ανήσυχος νέος τη δεκαετία του 1960 να έλκεται από τους θεσμούς της βόρειας Ευρώπης, τόσο πολύ ώστε να θέλει με πάθος να δραστηριοποιηθεί πολιτικά στη χώρα του, προκειμένου αυτή να ξεκολλήσει από τη θεσμική υστέρηση και την πολιτική υπανάπτυξη. Όπως συνήθως συμβαίνει, τα πολιτικά προτάγματα δεν είναι άσχετα από προσωπικές εμπειρίες. Μετά τον Εμφύλιο, ο κ. Σημίτης περιγράφει, με βάση τις εμπειρίες πολιτικών διώξεων και ταλαιπωριών των γονιών του, την Ελλάδα της φακελωμένης πολιτικής δράσης, της συντηρητικής τυπολατρίας και στενομυαλιάς, του εθνικισμού και της προγονοπληξίας, των στενών διανοητικών οριζόντων, της πνιγηρής εσωστρέφειας. Στην οικογένειά του έμαθε ότι η πολιτική δεν αφορά κάποιους «άλλους», αλλά όλους: ως κοινωνικά όντα οφείλουμε να μετέχουμε ενεργά στους όρους που διαμορφώνουν τη ζωή μας. Οι γονείς του αποτέλεσαν τα πρότυπά του: «Οι αγώνες των γονέων μου, που διώχθηκαν για τις πεποιθήσεις και τη στάση τους, ήταν για μένα παρότρυνση για ανεξαρτησία από δόγματα, και για ελευθερία έκφρασης» (σ. 64).
Η αυτόφωτη πολιτική παρουσία και το θάρρος της γνώμης τον χαρακτήρισαν σε όλη του την πολιτική διαδρομή – από τη δεκαετία του 1960 μέχρι τις συγκρούσεις του με τον Ανδρέα Παπανδρέου και το κατεστημένο του κόμματός του.
Η ζωή του στη Γερμανία και ιδιαίτερα στο Λονδίνο του έδωσαν καθοριστικές εμπειρίες για τη διαμόρφωση της κοσμοαντίληψής του. «Ήμουν πεπεισμένος», γράφει για την εμπειρία του στο Λονδίνο, «ότι η ελληνική εσωστρέφεια, η κομμουνιστοφοβία, ο μικρόκοσμος της ελληνικής πελατειακής πολιτικής αποτελούν βαρίδια για τη χώρα, την εμποδίζουν να προσαρμοστεί, να αποκτήσει δύναμη, να αντεπεξέλθει στις νέα συνθήκες που διαμορφώνοντας» (σ.51). Στη Βρετανία είδε μια κοινωνία που, παρά τα προβλήματά της, διαθέτει «θεσμούς που λειτουργούν, κοινωνία που συμμετέχει και κρίνει, κοινωνικές οργανώσεις που δεν αντιδρούν μόνο συντεχνιακά, συστήματα κοινωνικής αλληλεγγύης, […] και εγρήγορση των πολιτών για τη σωστή λειτουργία της Πολιτείας» (σ. 52).
Η πολιτική για τον Σημίτη δεν ήταν βιοπορισμός ή επαγγελματική σταδιοδρομία. «Απεχθανόταν», όπως γράφει, την πολιτική που αποσκοπεί στην «κατάληψη θέσεων, την εξυπηρέτηση των φίλων και του κόμματος» (σ.65) γιατί, αυτού του είδους η πολιτική, προϋποθέτει ως «κεντρικό στοιχείο του χαρακτήρα [του πολιτικού] την απουσία κοινωνικής συνείδησης» (σ.65).
Από τα νιάτα του είχε αναπτύξει ένα συγκεκριμένο πολιτικό στίγμα (σοσιαλδημοκρατικό) κι ένα πάθος προσφοράς στα κοινά. Το 1964 συν-ιδρύει τον Όμιλο Προβληματισμού «Αλέξανδρος Παπαναστασίου»· στην εποχή της δικτατορίας συμμετέχει ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα (για τη δράση του καταδικάστηκε ερήμην)· το 1970 προσχωρεί στο ΠΑΚ, ενώ, από το 1974 και μετά, συμμετέχει ως ιδρυτικό στέλεχος στο ΠΑΣΟΚ. Την εποχή εκείνη η ενασχόληση με τα κοινά έχει μόνο κόστος. Η εύκολη επιλογή, ιδιαίτερα για έναν μορφωμένο, ευκατάστατο νέο, ήταν να κάτσει ήσυχος, να ασχοληθεί με το επάγγελμά του και την οικογένειά του. Δεν ήταν αυτή η επιλογή του Κ. Σημίτη. Ενώ αρνείται να ιδιωτεύσει, αρνείται, ταυτοχρόνως να προσχωρήσει στην τότε κυρίαρχη αντίληψη για την πολιτική. «Οι παραδοσιακοί πολιτικοί ήταν επαγγελματίες. […] Καλλιεργούσαν με πάθος τις πελατειακές σχέσεις, ώστε να εξασφαλίζουν την εκλογή τους ως βουλευτών. Ο τακτισμός κυριαρχούσε»(σ. 63).
Ένα στοιχείο που διαφοροποιεί τον Κ. Σημίτη από τους ομολόγους του είναι ο συγκερασμός οράματος και ρεαλισμού. Όπως το όραμα που παραμένει ασύνδετο με την πραγματικότητα εκπίπτει σε ανούσια κενολογία, ο ρεαλισμός δίχως όραμα είναι τυφλός. Ο Σημίτης πασχίζει να συγκεράσει και τα δύο. Το έργο του είναι ακόμα πιο δύσκολο γιατί τα αριστερά του Κέντρου κόμματα, ιδιαίτερα, είναι επιρρεπή σε ιδεοληψίες – ο προγραμματικός ιδεαλισμός τους τα οδηγεί συχνά σε δογματισμό και εξωπραγματικές θέσεις, εκλαμβάνοντας ενίοτε τις επιθυμίες τους για πραγματικότητα.
Ο Κ. Σημίτης δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία πολιτικών. Η πολιτική που δεν μεταφράζεται σε πράξη, που δεν αλλάζει προς το καλύτερο τη ζωή των ανθρώπων, δεν τον ενδιαφέρει. Η σοσιαλδημοκρατική του ιδεολογία είναι πραγματιστική. Παθιάζεται με την ορθολογική σκέψη, τη στρατηγική, το σχέδιο, την τεκμηρίωση, τη μεθοδικότητα, τις πρακτικές λύσεις. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στο «Εκτελεστικό Γραφείο [του ΠΑΣΟΚ] οι συζητήσεις διεξάγονταν σ’ ένα γενικό ιδεολογικό επίπεδο. Δυσκολευόμουν να παρακολουθήσω αυτή την αέναη επίκληση αρχών και αξιών, χωρίς συσχετισμό με συγκεκριμένες λύσεις και αποτίμηση επιπτώσεων» (σ. 423).
Αν ένα βασικό στοιχείο του πολιτικού ηγέτη είναι «η αίσθηση της πραγματικότητας» (Η. Μπερλίν), ο Κ. Σημίτης το διέθετε και με το παραπάνω. Φαίνεται, άλλωστε, και από τον χρόνο και τον τρόπο που επέλεγε να συγκρουσθεί για τις ιδέες του στο εσωτερικό του κόμματός του· φαίνεται, επίσης, και από τον τρόπο που εργάσθηκε ως υπουργός και Πρωθυπουργός.
Τα λαϊκιστικά ΜΜΕ τον χλεύασαν ως τον Πρωθυπουργό με το «μπλοκάκι», ως έναν άνευρο «λογιστή», ως τον «απόμακρο» πολιτικό που δεν θα σε χτυπήσει στην πλάτη εκφωνώντας «τι κάνεις ρε μεγάλε;», δεν θα χορέψει ζεϊμπέκικο στην ταβέρνα, δεν θα σου αφηγηθεί σόκιν ανέκδοτα, ούτε θα μιλήσει τη γλώσσα των γηπέδων. Ο ίδιος, όμως, σίγουρος για τον εαυτό του, ξέρει πολύ καλά ποιος είναι και τι υπηρετεί: καλός πολιτικός είναι αυτός που είναι ο εαυτός του, αποτελεσματικός πολιτικός είναι αυτός που θέλει να είναι χρήσιμος και όχι αρεστός. Γράφει σχετικά (σ. 424): «Δυσφορούσα, όταν με πίεζαν να ακολουθήσω τον κανόνα της επίδειξης. Και πολλές φορές φαινόμουν απόμακρος. Μ’ ενδιέφερε κυρίως να προσέχει ο κόσμος τις πολιτικές μου αναλύσεις και προτάσεις· να πείθω με επιχειρήματα. Δεν επιδίωξα να «πουλήσω» την εικόνα ενός ηγέτη που οδηγεί σταθερά τις μάζες προς ένα καλύτερο αύριο» (σ. 424).
Εχοντας κατά νου τα παραπάνω μη τυπικά γνωρίσματα ενός έλληνα πολιτικού, το πραγματικά ενδιαφέρον είναι πώς ο Σημίτης αναδείχθηκε στο ισχυρότερο πολιτικό αξίωμα της χώρας. Η σύντομη απάντηση είναι ότι το κόμμα του τον εξέλεξε γιατί, μετά τη σήψη που αναδείκνυαν τα σαιξπηρικής φύσεως γεγονότα του Ωνασείου το 1995, με τη νοσηλεία του Ανδρέα Παπανδρέου (ο διαγκωνισμός της νυν και πρώην συζύγου, η κλειστοφοβική προστατευτικότατα του αυλικού περιβάλλοντος, οι μνηστήρες της εξουσίας), το σοβαρό, τεχνοκρατικό, και ευρωπαϊκό προφίλ του Σημίτη ήταν αυτό που χρειαζόταν το κόμμα του για να κρατηθεί στην εξουσία.
Δεν αρνούμαι τη βασιμότητα αυτής της απάντησης, αλλά προτείνω και μια άλλη, λιγότερη αιτιοκρατική. Το πολιτικό κεφάλαιο του Σημίτη συσσωρευόταν με την πάροδο του χρόνου, όχι μόνο γιατί ήταν εμφανώς καλύτερος από άλλους, αλλά, κυρίως, γιατί είχε την ικανότητα να διακινδυνεύει (σπάνια αρετή για τους κομφορμιστές της πολιτικής): να παίρνει πολιτικά ρίσκα, τα οποία έδειχναν αυτό ακριβώς που ετοίμασε τον εαυτό του μια ολόκληρη ζωή να είναι: ο statesman που υπηρετεί ιδέες και προτάγματα, ο μεθοδικός πολιτικός που προετοιμάζει τις εξελίξεις, αλλά και ο πολιτικός ηγέτης που, κατά τη σοφή έκφραση του τότε υπαρχηγού του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας, αείμνηστου Ντένις Χίλι, έχοντας «πνευματική ενδοχώρα», δεν σαγηνεύεται από τις Σειρήνες της εξουσίας για να επιδιώκει την εξουσία με κάθε τρόπο. Η εξουσία συνάντησε τον Κ. Σημίτη ακριβώς γιατί δεν της παραδόθηκε!
«Όλες οι πολιτικές σταδιοδρομίες καταλήγουν σε συντρίμμια» είχε πει ο βρετανός συντηρητικός βουλευτής, με κλασική παιδεία, Ινοκ Πάουελ. Μέσα από τα συντρίμμια, όμως, της καριέρας ενός πολιτικού μπορεί προωθηθεί ένα ευγενής συλλογικός σκοπός. Στην περίπτωση του Κ. Σημίτη, αυτός ήταν ο εκσυγχρονισμός της χώρας, με κύριο μοχλό την πίεση των ευρωπαϊκών θεσμών, και ιδιαίτερα την υιοθέτηση του ευρώ.
Αναρωτιέμαι συχνά τι πιστεύει ο ίδιος για το πρόταγμα του εκσυγχρονισμού, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά την κυβερνητική άρθρωσή του. Κουβαλούμε τον βράχο του εκσυγχρονισμού μέχρι κάποιο σημείο και μετά ο βράχος κατρακυλά και πάλι; Ή, μήπως, υπάρχει, παρά τις παλινδρομήσεις, συσσωρευθείσα, αναγνωρίσιμη πρόοδος;
Ισως ισχύουν και τα δύο. Σε επιμέρους πεδία συναντούμε σισύφεια εξέλιξη (π.χ. περισσότερο ή λιγότερο ωμές, απόπειρες χειραγώγησης της Δικαιοσύνης και των Ανεξάρτητων Αρχών από τις κυβερνήσεις), σε άλλα πρόοδο (π.χ. Συνήγορος του Πολίτη, ΑΣΕΠ, Διαύγεια, συλλογή φόρων), αλλού η εικόνα είναι ανάμικτη (π.χ. πανεπιστήμια). Σε κάθε περίπτωση, το εκσυγχρονιστικό πρόταγμα του Κώστα Σημίτη ήταν ένας ακόμα σταθμός του αφετηριακού προτάγματος της χώρας από την ίδρυσή της: να γίνει μέρος του Ευρωπαϊκού mainstream. Ο Σημίτης έβαλε το λιθαράκι του σε μια ευγενή, δύσκολη και αβέβαιη πορεία. Ο Ιωάννης Καποδίστριας θα επικροτούσε. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα χαιρόταν. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θα χαμογελούσε με ικανοποίηση. Στο μέτρο που παραμένουμε σε αυτή την πορεία, μόνο ευγνώμονες μπορούμε να του είμαστε. Ας ευχηθούμε να υπάρξουν κι άλλοι σαν κι αυτόν.
Ο Χαρίδημος Κ. Τσούκας είναι καθηγητής Στρατηγικής Διοίκησης στην Έδρα Columbia Ship Management στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής Οργανωσιακής Συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Warwick (www.htsoukas.com).
Ελαφρώς τροποποιημένη εκδοχή του κειμένου αυτού ήταν η προσφώνηση στον Κώστα Σημίτη, σε τιμητική εκδήλωση, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, 1/2/2016.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News