Τρεις ημέρες μετά τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου, το USS Gerald Ford, το πιο σύγχρονο αεροπλανοφόρο των ΗΠΑ, έφθασε στην Ανατολική Μεσόγειο συνοδευόμενο από τον πολεμικό του στόλο. Μια δεύτερη ομάδα κρούσης με επικεφαλής το αεροπλανοφόρο USS Eisenhower πλέει επίσης στη Μέση Ανατολή, πιθανώς για να πλησιάσει το Ιράν. Αεροσκάφη και συστήματα αεράμυνας αποστέλλονται στην περιοχή και στρατεύματα κινητοποιούνται επίσης.
Μέσω αυτής της εντυπωσιακής, ομολογουμένως, επίδειξης ισχύος, η Ουάσινγκτον θέλει να προειδοποιήσει το Ιράν και τους όποιους συμμάχους του να μην εμπλακούν στη σύρραξη, αλλά και να υπενθυμίσει στο Ισραήλ ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται στο πλευρό του.
Ομως το ενδεχόμενο επέκτασης του πολέμου, δυστυχώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Αυτό σημαίνει πως οι αμερικανικές δυνάμεις θα μπορούσαν να λάβουν εντολή να αναλάβουν δράση. Οι Ισραηλινοί έχουν ζώσει τη Γάζα, όντας πανέτοιμοι να εξαπολύσουν τη χερσαία επίθεσή τους, η βία στη Δυτική Οχθη εντείνεται και οι εχθροπραξίες στα βόρεια σύνορα μεταξύ του Ισραήλ και της Χεζμπολάχ προμηνύουν ένα δεύτερο μέτωπο.
Την περασμένη Κυριακή, ο Λόιντ Οστιν, υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ, προειδοποίησε για το «ενδεχόμενο σημαντικής κλιμάκωσης» κατά των αμερικανικών δυνάμεων. Τρεις ημέρες νωρίτερα, ένα αμερικανικό πολεμικό πλοίο στην Ερυθρά Θάλασσα κατέρριψε πυραύλους κρουζ και μη επανδρωμένα αεροσκάφη που εξαπέλυσαν κατά του Ισραήλ οι (προσκείμενοι στο Ιράν) αντάρτες Χούτι της Υεμένης. Αμερικανικές βάσεις στο Ιράκ και στη Συρία έγιναν στόχος επιθέσεων με ρουκέτες και μη επανδρωμένα αεροσκάφη, που πιθανώς εκτοξεύθηκαν από άλλους πληρεξουσίους του Ιράν.
Εάν επιλέξουν να εμπλακούν, τελικά, στον πόλεμο η Τεχεράνη και η Χεζμπολάχ, οι ΗΠΑ ενδεχομένως να υποχρεωθούν να απαντήσουν. Κατά πόσο, όμως, είναι σε θέση οι Αμερικανοί να χειριστούν δύο πολέμους; Το ερώτημα θέτει σε εκτενές δημοσίευμά του ο Economist, σημειώνοντας, μάλιστα, ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να ξεσπάσει και ένας τρίτος πόλεμος.
«Αυτή είναι η πιο επικίνδυνη στιγμή μετά τον Ψυχρό Πόλεμο» ανέφερε σχετικά ο Μάθιου Κρένιγκ, συνεργάτης της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Atlantic Council, γιατί εάν οι ΗΠΑ εμπλέκονταν σε μια σύρραξη στη Μέση Ανατολή, η Κίνα θα μπορούσε να διακρίνει μια ευκαιρία «να δοκιμάσει κάτι εναντίον της Ταϊβάν».
«Οταν οι ΗΠΑ ενήργησαν για να συνδράμουν την Ουκρανία να αντισταθεί στη ρωσική εισβολή, πέρυσι, πολλοί διερωτήθηκαν αν διέθεταν τα μέσα για να αποτρέψουν μια διαφαινόμενη κινεζική επίθεση κατά της Ταϊβάν. Το ερώτημα είναι ακόμη πιο κρίσιμο τώρα, που οι ΗΠΑ επιδιώκουν να υπερασπιστούν και το Ισραήλ» συνοψίζει ο Economist.
Σύμφωνα με τον Τζο Μπάιντεν, η συνδρομή των συμμάχων των ΗΠΑ είναι όχι μόνο δυνατή, αλλά και απαραίτητη. «Η αμερικανική ηγεσία είναι αυτό που κρατάει τον κόσμο ενωμένο» δήλωσε ο αμερικανός πρόεδρος. «Οι αμερικανικές συμμαχίες είναι αυτές που κρατούν εμάς, τις ΗΠΑ, ασφαλείς» πρόσθεσε. Υπάρχουν όμως αμφιβολίες για το αν ισχύει αυτό.
Οι ακαδημαϊκοί εξακολουθούν να διερωτώνται και να συζητούν αν και πότε ο «μονοπολικός» κόσμος (που προέκυψε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την επικράτηση των ΗΠΑ) κατέστη εκ νέου «διπολικός», με την Κίνα να αντικαθιστά την ΕΣΣΔ, ή αν ήδη ζούμε σε έναν «πολυπολικό» κόσμο με πολλά κέντρα εξουσίας.
Ποια είναι, όμως, η ισχύς των ΗΠΑ σήμερα; O Economist επικαλείται τον διακεκριμένο καθηγητή του Χάρβαρντ και πρώην υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ (επί Κλίντον) Τζόζεφ Νάι, ο οποίος είχε ορίσει την εθνική ισχύ ως συνισταμένη της στρατιωτικής, της οικονομικής και της αποκαλούμενης ήπιας ισχύος, δηλαδή της ικανότητας ενός κράτους να «σαγηνεύει» και να επηρεάζει άλλα κράτη μέσω του πολιτισμού, της ιδεολογίας και της ισχυρής διπλωματίας.
Από στρατιωτική άποψη, «η Αμερική παραμένει ένας κολοσσός» γράφει ο Economist, αναφέροντας ενδεικτικά ότι της αντιστοιχεί το 39% των παγκόσμιων αμυντικών δαπανών, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Έρευνας για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI). Από οικονομική άποψη «ο κόσμος είναι διπολικός με τρόπο που δεν ήταν ποτέ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου», με την Κίνα να ανταγωνίζεται σκληρά τις ΗΠΑ. Οσον αφορά την ήπια ισχύ, παρότι είναι πιο δύσκολο να υπολογιστεί, ο κόσμος είναι πλέον περισσότερο πολυπολικός.
Ωστόσο, στη Μέση Ανατολή οι ΗΠΑ «εξακολουθούν να είναι το “απαραίτητο κράτος” […], η μόνη χώρα που είναι πρόθυμη και ικανή να μεσολαβήσει μεταξύ των περιφερειακών ηγετών και να καθορίσει τις εξελίξεις» γράφει ο Economist. «Το τηλέφωνο στο Πεκίνο δεν χτύπησε. Το τηλέφωνο στη Μόσχα δεν χτύπησε. Oμως το τηλέφωνο στην Ουάσινγκτον δεν σταμάτησε να χτυπάει» σημειώνει ο Ιβο Ντάντλερ, πρώην μόνιμος αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ.
Αποτελεί όμως επίσης γεγονός ότι τρεις άραβες ηγέτες, ο βασιλιάς Αμπντάλα της Ιορδανίας, ο πρόεδρος Αμπντέλ-Φατάχ αλ-Σίσι της Αιγύπτου και ο πρόεδρος της Εθνικής Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς, όχι μόνο δεν απάντησαν σε κλήσεις του Τζο Μπάιντεν, αλλά αρνήθηκαν και να τον συναντήσουν, όπως ήταν προγραμματισμένο. Επρόκειτο να συναντηθούν στις 18 Οκτωβρίου στο Αμμάν, μετά την επίσκεψη του αμερικανού προέδρου στο Ισραήλ, ωστόσο τη συνάντησή τους τίναξε στον αέρα το αιματηρό πλήγμα σε νοσοκομείο της Γάζας την προηγούμενη ημέρα.
Στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής του στα πρώτα χρόνια της προεδρίας του, ο Τζο Μπάιντεν αρχικά επιδίωξε να αναζωογονήσει τις συμμαχίες που είχε παραμελήσει ή απειλήσει να διαλύσει ο προκάτοχός του. Ανανέωσε επίσης τη συνθήκη New Start με τη Ρωσία (για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων μεγάλου βεληνεκούς) στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να αναπτύξει μια «σταθερή, προβλέψιμη σχέση» με τον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Οσον αφορά ειδικά τη Μέση Ανατολή, στόχος του ήταν να περιορίσει σημαντικά την εμπλοκή των ΗΠΑ στην περιοχή, καταρχάς τερματίζοντας τους «ατέρμονους πολέμους» στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Δεσμεύθηκε επίσης να αποκαταστήσει τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ούτως ώστε να πάψει η Τεχεράνη να αποτελεί εν δυνάμει πυρηνική απειλή, ενώ ως προς το Παλαιστινιακό, επανέφερε στο τραπέζι τη «λύση των δύο κρατών», αν και δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το ζήτημα. Ο αμερικανός πρόεδρος είχε πει επίσης πως η Σαουδική Αραβία θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως «παρίας».
Αλλά «τίποτε από αυτά δεν πέτυχε» γράφει ο Economist. Ο ρώσος πρόεδρος αποδείχτηκε κάθε άλλο παρά «σταθερός και προβλέψιμος», εισβάλλοντας στην Ουκρανία, ενώ η χαοτική αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν επέτρεψε στους Ταλιμπάν να επιστρέψουν αμέσως στην εξουσία. Και στον Περσικό Κόλπο, η Κίνα πήρε τα εύσημα για την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, δείχνοντας πρόθυμη και έτοιμη να καλύψει το κενό που άφησε η αποστασιοποίηση των ΗΠΑ.
Πέρυσι τον Ιούλιο, ο Τζο Μπάιντεν αναγκάστηκε να μεταβεί στη Σαουδική Αραβία για να αποκαταστήσει της σχέσεις του με τον Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, τον ντε φάκτο ηγέτη της χώρας. Δεν κατάφερε, όμως, να τον πείσει να συνδράμει στη συγκράτηση των τιμών του πετρελαίου. Αντιθέτως, η Σαουδική Αραβία κατέληξε σε συμφωνία με τη Ρωσία για τη διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα.
Επιπλέον, ο σαουδάραβας ηγέτης έθεσε ψηλά τον πήχυ για ενδεχόμενη εξομάλυνση των σχέσεων του Ριάντ με το Τελ Αβίβ, ζητώντας παραχωρήσεις όσον αφορά το Παλαιστινιακό, μια διμερή αμυντική συμφωνία με ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής και τη δυνατότητα εμπλουτισμού ουρανίου στη Σαουδική Αραβία (ως αντίβαρο στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν).
Μιλώντας στον Economist, η Κόρι Σάκε, ερευνήτρια στην επίσης αμερικανική δεξαμενή σκέψης American Enterprise Institute, εξήγησε ότι στην παρούσα φάση οι σύμμαχοι των ΗΠΑ σε όλον τον κόσμο θέτουν δύο ερωτήματα: α) Θα κατευθύνει η Ουάσινγκτον την προσοχή της, μαζί με τους απαραίτητους πόρους, στη Μέση Ανατολή; β) Θα μπορούσε το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τη μία ή την άλλη κρίση να εκλείψει κάποια στιγμή;
«Αν επιτρέψουμε να αποσταθεροποιηθεί η ασφάλεια στην Ευρώπη από τη ρωσική επιθετικότητα ή αν επιτρέψουμε στο Ισραήλ να υποστεί μια τρομερή τρομοκρατική επίθεση, θα πιστέψουν ότι δεν ενδιαφερόμαστε για κανένα άλλο πρόβλημα», είπε η αμερικανίδα ειδικός.
Προς το παρόν οι ΗΠΑ δηλώνουν πως είναι και πρόθυμες και σε θέση να συνδράμουν τόσο τους Ουκρανούς όσο και τους Ισραηλινούς, με τον αμερικανό πρόεδρο να συνδέει τις δύο συρράξεις, λέγοντας, μεταξύ άλλων, πως «η Χαμάς και ο Πούτιν αντιπροσωπεύουν διαφορετικές απειλές, αλλά έχουν ένα κοινό στοιχείο: και οι δύο θέλουν να αφανίσουν πλήρως μια γειτονική δημοκρατία».
Ωστόσο, «ο πόλεμος του Ισραήλ είναι διαφορετικός από τον πόλεμο της Ουκρανίας από πολλές απόψεις» υπογραμμίζει ο Economist, και το γεγονός αυτό ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα στις ΗΠΑ. «Η Αμερική συνδράμει την Ουκρανία στο όνομα του Χάρτη του ΟΗΕ, του απαραβίαστου των συνόρων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Υπερασπίζοντας το Ισραήλ, η Αμερική υποστηρίζει μια χώρα που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο (χτίζοντας εβραϊκούς οικισμούς σε κατεχόμενα εδάφη), απορρίπτει το δικαίωμα των Παλαιστίνιων σε ένα κράτος και κατηγορείται ότι επιβάλλει συλλογικές τιμωρίες στους Παλαιστίνιους – αν δεν διαπράττει εγκλήματα πολέμου, βομβαρδίζοντας και πολιορκώντας τη Γάζα. Ενώ οι Δυτικοί σύμμαχοι είναι σχεδόν ενωμένοι όσον αφορά την υπεράσπιση της Ουκρανίας, διχάζονται ως προς το ζήτημα της Παλαιστίνης» συνοψίζεται στο δημοσίευμα του βρετανικού εντύπου.
Σε αυτό το πλαίσιο, ζήτημα αποτελεί και ο συγκεκριμένος ρόλος που διαδραματίζουν οι ΗΠΑ στις δύο συρράξεις. Στην Ευρώπη εμπλέκονται από απόσταση ασφαλείας, αποστέλλοντας όπλα, πληροφορίες και χρήματα στην Ουκρανία, αλλά όχι στρατεύματα. Αντιθέτως, στη Μέση Ανατολή αναπτύσσουν δικές τους δυνάμεις για να προστατεύσουν το Ισραήλ από ενδεχόμενη επίθεση του Ιράν και των συμμάχων του.
«Ο εναγκαλισμός του Μπάιντεν με το Ισραήλ γίνεται αντιληπτός ως ειλικρινής –ο Μπάιντεν αυτοαποκαλείται σιωνιστής–, αλλά είναι επίσης μια προσπάθεια να επηρεάσει και να περιορίσει το Ισραήλ» αναφέρει σχετικά ο Economist. Πρόκειται, όμως, για μια ριψοκίνδυνη στρατηγική, γιατί στην περίπτωση που ο εν λόγω εναγκαλισμός δεν αποτρέψει το Ισραήλ να αντιδράσει με υπέρμετρη βία, όπως δηλώνει έτοιμο να κάνει, οι ΗΠΑ θα θεωρηθούν τρόπον τινά συνένοχοι.
Η κατάσταση περιπλέκεται περαιτέρω και από τη διφορούμενη στάση των αραβικών κρατών. Πολλά από αυτά απεχθάνονται τη Χαμάς, ως παρακλάδι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, η οποία αμφισβητεί την κυριαρχία τους, και έχουν συνάψει ειρήνη με το Ισραήλ ή έχουν σιωπηρές σχέσεις μαζί του. Ωστόσο, όταν οι Παλαιστίνιοι βρίσκονται σε πόλεμο, αυτές οι χώρες δεν μπορούν να μην τους υπερασπιστούν.
Συγχρόνως, όμως, έχοντας δεχθεί διαδοχικά κύματα παλαιστινίων προσφύγων, εμφανίζονται απρόθυμα να δεχτούν νέους πρόσφυγες από τη Λωρίδα της Γάζας, ενώ φοβούνται επίσης ότι το Ισραήλ επιδιώκει να διευθετήσει οριστικά το ζήτημα της Γάζας, εκδιώκοντας τους περισσότερους Παλαιστίνιους από εκεί.
Επιπλέον, την ώρα που οι Ισραηλινοί δηλώνουν ότι η Χαμάς δεν πρέπει να κυβερνήσει τη Γάζα ξανά, οι ΗΠΑ επισημαίνουν πως θα ήταν λάθος μια νέα ισραηλινή κατοχή – ωστόσο κάποια στρατηγική για την επόμενη ημέρα δεν υπάρχει. Τα προηγούμενα χρόνια οι ΗΠΑ επιδίωξαν είτε να αγνοήσουν το Παλαιστινιακό είτε να το επιλύσουν «από έξω προς τα μέσα», αρχικά μέσω της εξομάλυνσης των σχέσεων του Ισραήλ με αραβικά κράτη, και στη συνέχεια να διαπραγματευτούν με τους Παλαιστίνιους.
Τα δεδομένα, όμως, έχουν αλλάξει άρδην, και στην παρούσα φάση η λύση των δύο κρατών αποτελεί περισσότερο «προτίμηση παρά πολιτική» σημειώνει η Εμιλ Χοκάγεμ, ερευνήτρια στη βρετανική δεξαμενή σκέψης International Institute for Strategic Studies. «Είναι πιο δύσκολο για τις ΗΠΑ να επιστρέψουν στο παιχνίδι έχοντας μείνει εκτός για μεγάλο χρονικό διάστημα» πρόσθεσε.
Η Κίνα και η Ρωσία, παρότι δεν μπορούν να αντικαταστήσουν διπλωματικά τις ΗΠΑ, σίγουρα δεν θα δυσαρεστηθούν να τις δουν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες, ενώ θα εκμεταλλευθούν τα γεγονότα για να κατηγορήσουν την Ουάσινγκτον για δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Ο Economist αναφέρει ενδεικτικά ότι πριν από την επίσκεψή του στην αμερικανική πρωτεύουσα αυτή την εβδομάδα, ο Γουάνγκ Γι, υπουργός Εξωτερικών της Κίνας, υποστήριξε πως οι ενέργειες του Ισραήλ ξεπερνούν «το εύρος της αυτοάμυνας», ενώ δεν ανέφερε τίποτα για τη Χαμάς.
Προβλήματα μπορούν επίσης να δημιουργήσουν τα κράτη που αμφιταλαντεύονται (όχι μόνο στο πλαίσιο της κρίσης στη Γάζα, αλλά γενικότερα όσον αφορά τις εξελίξεις στη διεθνή σκηνή) και για την εύνοια των οποίων ανταγωνίζονται οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα.
Η Σαουδική Αραβία, για παράδειγμα, θα μπορούσε να απαιτήσει υψηλότερες τιμές για το πετρέλαιό της ως προϋπόθεση για την εξομάλυνση των σχέσεων ανάμεσα στο Ριάντ και στο Τελ Αβίβ, ενώ η Τουρκία, «ένας αμφίσημος σύμμαχος της Δύσης στην κρίση της Ουκρανίας», όπως αναφέρει ο Economist, θα μπορούσε να καταστεί ακόμη πιο εχθρική.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News