Τα προεκλογικά ντιμπέιτ των τελευταίων ετών στην ελληνική τηλεόραση έχουν μια ενοχλητική ιδιομορφία. Οι όροι της διεξαγωγής τους είναι τόσο σφιχτοί και άκαμπτοι, που τελικά απορεί όποιος τα παρακολουθεί, για ποιον ακριβώς λόγο διεξάγονται.
Επειδή οι συμμετέχοντες είναι συνήθως προβαρισμένοι –κυρίως στο να μην κάνουν κάποια χοντρή γκάφα– τα συμπεράσματα καταλήγουν στο τι ρώτησαν οι δημοσιογράφοι, πόσο «χάιδεψαν» ή πόσο πίεσαν, πόσο «αβάνταραν» ή αν έπαιξαν «σκληρά».
Κάτι εντελώς διαφορετικό παρακολούθησαν οι τηλεθεατές στην αναμέτρηση των δύο υποψηφίων δημάρχων της Αθήνας το βράδυ της Τετάρτης στην ΕΡΤ.
Ηταν μια συζήτηση με απολύτως ευνοϊκούς τηλεοπτικούς όρους και συνθήκες, δηλαδή δύο πολιτικά πρόσωπα αντιμέτωπα με δύο δημοσιογράφους συν έναν συντονιστή, που όμως αξιοποιήθηκαν στο έπακρο. Με συμφωνημένους όρους απευθείας διαλόγου, ερωτήσεων και παρεμβάσεων, που στην πορεία μάλιστα, με ευελιξία των υποψηφίων, χαλάρωσαν ακόμη περισσότερο.
Οι υπεύθυνοι της ΕΡΤ, με συμφωνία των συμμετεχόντων και των επιτελείων τους, πόνταραν σε κάτι που κατά λοιπά θα έπρεπε να είναι αυτονόητο σε ό,τι αφορά τέτοιου τύπου συζητήσεις: Στον απευθείας και αδιαμεσολάβητο διάλογο μεταξύ των πολιτικών προσώπων.
Οι παράλληλοι και στεγνοί μονόλογοι δεν αφορούν πλέον κανέναν, πέραν των επιτελείων των εκάστοτε πολιτικών προσώπων. Και καταλήγουν στο να αναδεικνύονται πρωταγωνιστές των ντιμπέιτ οι δημοσιογράφοι και όχι εκείνοι που ζητούν την ψήφο των πολιτών.
Στην αντιπαράθεση μεταξύ Μπακογιάννη και Δούκα, η τηλεοπτική συνθήκη λειτούργησε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να έχει κανείς την αίσθηση ότι παρακολουθεί κάτι πρωτόγνωρο. Δηλαδή μία κατά μείζονα λόγο συζήτηση εντός θέματος, συγκεκριμένη και σε αντιστοίχιση με το ζητούμενο, δηλαδή τι προτείνει και γιατί ο κάθε υποψήφιος δήμαρχος. Από εκεί κι έπειτα ο καθένας μπορούσε να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Μέχρι σήμερα έχει αποδειχθεί ότι αυτό το προφανές δεν ήταν αυτονόητο.
Στο μικροσκόπιο μιας εκλογικής αναμέτρησης βρίσκονται τα πολιτικά πρόσωπα και οι δημοσιογράφοι οφείλουν να στρέψουν το βλέμμα σε αυτούς, ώστε να δοθούν απαντήσεις. Το πώς το κάνει ο καθένας, είναι και το ζητούμενο ενός ντιμπέιτ και με βάση αυτό κάνει ο καθένας την αξιολόγησή του.
Το αν αυτό το μοντέλο μπορεί να εφαρμοστεί και στη συνθήκη μιας άλλης αναμέτρησης, με περισσότερους υποψηφίους και περισσότερους δημοσιογράφους, είναι προς εξέταση. Και θα πρέπει πράγματι να εξεταστεί σοβαρά. Γιατί άραγε θα πρέπει να δυσκολεύεται η «εξίσωση» με συμμετοχή τόσο πολλών ερωτούντων, απλώς και μόνο για λόγους τηλε-επιχειρηματικών συμβάσεων; Και γιατί εν τέλει να μη διαμορφωθεί ένα μοντέλο ντιμπέιτ, στο οποίο κατά βάση θα συζητούν μεταξύ τους οι πολιτικοί, προφανώς με όρους και κανόνες;
Οσον αφορά τις διαπιστώσεις για το ποιος κερδίζει σε μια τέτοια συζήτηση ή ποιος κέρδισε στη χθεσινή, ο καθένας μπορεί να επιχειρηματολογήσει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Αυτός άλλωστε είναι και ο σκοπός της συζήτησης, να κρίνει ο καθένας με βάση αυτά που βλέπει και ακούει.
Το μόνο σίγουρο εν προκειμένω είναι ότι κερδισμένη είναι η ΕΡΤ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News