Τον γνωρίσαμε ως «Αγιο» τη δεκαετία του 1960,τον αγαπήσαμε ως πράκτορα 007, που κέρδισε τις εντυπώσεις από την πρώτη κιόλας ταινία, «Ζήσε και Ασε τους Αλλους να Πεθάνουν» (1973), και τον απολαύσαμε σε άλλες έξι ταινίες Μποντ που ακολούθησαν.
Ο αείμνηστος Ρότζερ Μουρ, που πέθανε το 2017 σε ηλικία 89 ετών μετά από σύντομη μάχη με τον καρκίνο, αποδείχτηκε επίσης από την πρώτη στιγμή ότι ήταν αυτό που θα λέγαμε σήμερα φασιονίστα· ένας σταρ που έδινε μεγάλη σημασία στην εμφάνισή του και ξεχώριζε φορώντας πάντα τα πιο κομψά ρούχα και αξεσουάρ (συνήθως ακριβά και επώνυμα).
«Μου άρεσε ο Χάμιλτον» λέει σε μια από τις πρώτες σκηνές του «Ζήσε και Ασε τους Αλλους να Πεθάνουν», μαθαίνοντας για τον θάνατο ενός συναδέλφου του κατασκόπου, «προμηθευόμαστε τις μπότες μας από τον ίδιο κατασκευαστή». Μετά διπλώνει τακτικά στη βαλίτσα του τα υπέρκομψα κοστούμια του από τη Σάβιλ Ρόου, φυσικά, έτοιμος για μια νέα αποστολή.
Αυτά τα εντυπωσιακά κοστούμια και πολλά άλλα προσωπικά αντικείμενα του βρετανού σταρ βγήκαν στο σφυρί την Τετάρτη 4 Οκτωβρίου στο Λονδίνο. Οπως ανακοίνωσε ο οίκος δημοπρασιών Bonhams, η προσωπική συλλογή του σερ Ρότζερ Μουρ προσφέρθηκε απευθείας από την οικογένειά του και περιελάμβανε σημαντικά αναμνηστικά από τις ταινίες του Μποντ, συλλεκτικά αντικείμενα και προσωπικά είδη του ηθοποιού.
Η κορυφαία παρτίδα ήταν μια συλλογή από 20 ρολόγια Swatch 007 σε θήκη παρουσίασης αφιερωμένη στον Ρότζερ Μουρ για τον εορτασμό της 4οής επετείου του Τζέιμς Μποντ, η οποία πωλήθηκε για 76.000 λίρες (88.045 ευρώ), έναντι εκτίμησης 10.000-20.000 λιρών (11.586 – 23.173 ευρώ).
Συνολικά στη δημοπρασία, που πραγματοποιήθηκε ζωντανά στο Λονδίνο με προσφορές από όλον τον κόσμο, πωλήθηκαν και τα 224 αντικείμενα της συλλογής αποφέροντας 1.117.300 λίρες (1.294.698 ευρώ), έναντι μεγίστης εκτίμησης ύψους 415.300 λιρών (481.481 ευρώ).
Ανάμεσα στα πιο σημαντικά αντικείμενα ήταν η λευκή στολή σκι του Ρότζερ Μουρ από την ταινία «Τζέιμς Μποντ Πράκτωρ 007: Επιχείρηση Κινούμενος Στόχος», που πωλήθηκε για 28.200 λίρες (32.683 ευρώ), με αρχική εκτίμηση 15.000-25.000 λίρες (17.383 – 28.977 ευρώ), και ένα ρολόι ειδικής έκδοσης Omega 50 Years of 007 Seamaster, στην τιμή των 57.600 λιρών (66.767 ευρώ), έχοντας αρχικά εκτιμηθεί 20.000-30.000 λίρες (23.173 – 34.767 ευρώ).
«Ολα αυτά τα πράγματα παρέμεναν σε κουτιά μετά τον θάνατο του πατέρα μου» λέει στην Telegraph ο Τζέφρι Μουρ, μεγαλύτερος γιος του σερ Ρότζερ και της τρίτης συζύγου του, Λουίζα Ματιόλι, ο οποίος εμφανίστηκε μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, Κρίστιαν, σε μια εκδήλωση με μαρτίνι για την έναρξη της δημοπρασίας.
Φωτογραφημένος στο πλευρό της θρυλικής παραγωγού του Μποντ Μπάρμπαρα Μπρόκολι, ο Μουρ τζούνιορ, με το κομψό κοστούμι του, απηχούσε την αίσθηση του στυλ του πατέρα του, γράφει στην Telegraph ο Στίβεν Ντόιγκ για τον Τζέφρι Μουρ, ο οποίος ζει στην Ελβετία και διατηρεί το βαθύ του μαύρισμα όλον τον χρόνο.
«Στην πραγματικότητα, ο Μάικλ και η Σακίρα Κέιν συνέστησαν να βγουν τα πράγματά του σε δημοπρασία, γιατί έτσι μπορεί να έβγαινε κάτι καλό από τον θάνατό του» λέει ο Τζέφρι, ο οποίος με το λευκό του πουκάμισο με τον κολλαρισμένο γιακά, το σκούρο μπλέιζερ με το μεταξωτό μαντήλι στο τσεπάκι και τα γυαλιά με τους κίτρινους φακούς παρέπεμπε στην αισθητική της δεκαετίας του 1970, εποχή που εδραιώθηκε ο πατέρας του στο πάνθεον του Μποντ.
Μέρος των χρημάτων που συγκεντρώθηκαν από την πώληση θα πάει στη Unicef, την οποία στήριζε ο Ρότζερ Μουρ. Ο γιος του είπε ακόμη ότι στην απόφαση για τη δημοπρασία οδήγησε κυρίως η επιθυμία να δώσουν κάτι στους φαν του ηθοποιού: «Θέλουμε αυτά τα πράγματα να τα χρησιμοποιούν και να τα απολαμβάνουν».
Λάτρεις, λοιπόν, ενός από τους πιο κομψούς Μποντ (που διαθέτουν γερό πορτοφόλι επίσης) έχουν αποκτήσει διάφορα αντικείμενα τα οποία ανήκαν στον Ρότζερ Μουρ, από ένα περίτεχνα σκαλισμένο πλαίσιο κρεβατιού ελβετικού σαλέ μέχρι σημειωματάρια, διαβατήρια («ευρέως χρησιμοποιηθέντα»), βραβεία, παιχνίδια-αυτοκίνητα και τραπουλόχαρτα.
Αλλά αυτά που ξεχωρίζουν είναι τα εμβληματικά ρούχα, τα αξεσουάρ και οι μικρές πινελιές που βοήθησαν στη δημιουργία του κομψού μύθου του Ρότζερ Μουρ και του Τζέιμς Μποντ, γράφει ο Ντόιγκ στην Telegraph.
Η λευκή στολή του σκι Bognor, για παράδειγμα, που φορούσε ο 007 στην «Επιχείρηση Κινούμενος Στόχος» καθώς κάνει σλάλομ μέσα από ξέφωτα πευκοδάσους καταδιωκόμενος· ένα άψογο βραδινό σακάκι που φορούσε στην ίδια ταινία σκαρφαλώνοντας στον Πύργο του Αϊφελ· και αψεγάδιαστα κοστούμια από την «Κατάσκοπο που με αγάπησε» (1977) και την «Επιχείρηση Οκτόπουσι» (1983).
Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι μια συλλογή από σκι –σίγουρα το απόλυτο status symbol για κάποιον που μπαίνει σε ένα exclusive εστιατόριο στο βουνό για φαγητό το μεσημέρι–, η οποία δείχνει την αγάπη του Μουρ για τις αλπικές εξορμήσεις· να σημειωθεί ότι ο ηθοποιός είχε σπίτι στο Κραν Μοντανά, τη χειμερινή «παιδική χαρά» των υπερπλουσίων στην Ελβετία.
«Τα σκι έχουν μια ενδιαφέρουσα ιστορία» εξηγεί στην Telegraph ο Τζέφρι. «Το συμβόλαιο του πατέρα μου για τον Μποντ τού απαγόρευε να κάνει σκι για να μην τραυματιστεί. Ηταν ένα σπορ που αγαπούσε απόλυτα, οπότε μόλις μετακόμισε στην Ελβετία μπόρεσε πραγματικά να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο. Επιπλέον, αποκλείεται να τα μπερδέψετε με τα σκι κάποιου άλλου· είναι του Ρότζερ Μουρ» λέει.
Για πολλούς ο Μουρ ήταν ο απόλυτος Μποντ, και σίγουρα μια από τις πιο κομψές εκδοχές του. Και τα ρούχα που πωλήθηκαν στη δημοπρασία είναι υπέροχα δείγματα της εποχής τους – καμία σχέση με το ανεπίσημο και σπορ ντύσιμο του μετέπειτα Μποντ του Ντάνιελ Κρεγκ. Ο διάσημος ράφτης Ντάγκλας Χέιγουορντ, ένα δυναμικό νέο όνομα στη Σάβιλ Ρόου της εποχής εκείνης, δημιούργησε πολλά από τα σύνολα της δεκαετίας του 1970.
Ο Χέιγουορντ δημιούργησε επίσης τα κοστούμια του Μάικλ Κέιν στον «Αλφι» (1966), με αναλογίες και κοψίματα που συνδυάζονται με την αίσθηση χαλαρότητας της δεκαετίας του 1970: κοστούμια με παντελόνι ελαφρώς καμπάνα, τονισμένους ώμους, τσιμπημένη μέση. «Αυτό που βρίσκω αξιοσημείωτο είναι το πόσο καλοδιατηρημένα είναι. Αυτή είναι η καλύτερη βρετανική ραπτική, προορισμένη να διαρκεί» λέει ο Τζέφρι.
«Ο πατέρας μου ήταν πολύ συγκεκριμένος στο πώς ντυνόταν και δεν υπήρχε ποτέ καμία αίσθηση “εκτός υπηρεσίας”, ακόμη και στο σπίτι», αποκαλύπτει ο Τζέφρι. «Ακόμα και όταν έπαιζε τένις σκεφτόταν το ντύσιμό του. Θα έπρεπε να είναι ακριβώς όπως το ήθελε. Ακόμα κι αν ντυνόταν casual, με τζιν Giorgio Armani, θα ήταν ραμμένο έτσι ώστε να εφαρμόζει σωστά. Του άρεσε πολύ να ντύνεται και ήταν πάντα άψογος. Φορούσε πολλά κοστούμια από τον Ντάγκι [Ντάγκλας Χέιγουορντ]· και αυτός και ο Μάικλ [Κέιν] τα έφτιαχναν συχνά κατά παραγγελία. Ημουν αρκετά τυχερός που έφτιαξα και εγώ μερικά· ο πατέρας μου εκτιμούσε πραγματικά τη βρετανική προσέγγιση στο κοστούμι» λέει.
Αυτό ήταν εμφανές στη δημοπρασία, γράφει ο Ντόιγκ. Η γκάμα των αντικειμένων που πωλήθηκαν παραπέμπει σε μια πιο αριστοκρατική εποχή, τότε που οι καλοί τρόποι επέβαλαν σε έναν κύριο να ντύνεται σωστά: χαρτοφύλακες Louis Vuitton, μανικετόκουμπα Tiffany & Co, Asprey και Piaget, μια ξεχωριστή συλλογή από μεταξωτές γραβάτεςμ αλλά και μια γραβάτα μέλους του Garrick Club· και φυσικά, ρολόγια που κάνουν την καρδιά των φαν του είδους να χτυπάει δυνατά: μια περιορισμένη έκδοση Omega Seamaster και ένα γοητευτικό ταξιδιωτικό Montblanc.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπήρξαν και κομμάτια αμφισβητούμενου στυλ, όπως για παράδειγμα το κοστούμι του κλόουν στο «Οκτοπούσι», οι διαστημικές φόρμες σε απόχρωση νυχιών από το «Moonraker» και τα ντεμοντέ πλεκτά για το «Για τα Μάτια σου Μόνο» (1981). Αλλά η φυσική παρουσία του Ρότζερ Μουρ και το ύψος του (1,86) σήμαιναν επίσης ότι ορισμένες από τις εμφανίσεις του στον ρόλο του Μποντ παραμένουν εμβληματικές και κομψές, παραδείγματα ενός εντυπωσιακού βρετανικού στυλ.
Είναι επίσης υπενθύμιση μιας εποχής κατά την οποία οι ηθοποιοί απολάμβαναν την απόλυτη φαντασμαγορία της παλιάς σχολής σόουμπιζ. Ο Ρότζερ Μουρ αγαπούσε τα φίνα αντικείμενα, όπως φαίνεται από τα σπίτια του στο Μονακό και στο Κραν (όπως αποκαλούν το Κραν Μοντανά οι ντόπιοι τζετσέτερ) αλλά και από την αφθονία των στυλό Cartier, των σετ αλληλογραφίας/χαρτικών Gucci και των σχεδίων του Εντγκαρ Ντεγκά που βγήκαν προς πώληση από τους Bonhams.
Στην «Κατάσκοπο που Με Αγάπησε», όταν ο σερ Φρέντερικ Γκρέι (υπουργός Αμυνας) ρωτάει τον Μποντ «Τι νομίζεις ότι κάνεις;» (σε σχέση με τις ερωτικές του επιδόσεις…), ο Μουρ απαντάει ειρωνικά: «Απλώς κρατάω τη σημαία των Βρετανών ψηλά, κύριε». Και το έκανε πράγματι πάρα πολύ καλά, σημειώνει ο Ντόιγκ στην Telegraph.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News