Κάποτε, αν φορούσες Birkenstock, σε λυπόντουσαν ή σε κορόιδευαν για την κακογουστιά. Την τελευταία δεκαετία, όμως, το «πιο άσχημο παπούτσι του κόσμου», με τη χαρακτηριστική σόλα από φελλό και καστόρι, πέτυχε το αδιανόητο: έγινε η τελευταία λέξη της μόδας, μεταναστεύοντας από τις βιτρίνες των καταστημάτων με ανατομικά υποδήματα στις πασαρέλες και στα ντεφιλέ της υψηλής ραπτικής.
Τώρα, μάλιστα, η εμβληματική γερμανική μπράντα εισάγεται στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, με την εισαγωγή να πιθανολογείται ότι μπορεί να φθάσει τα 10 δισ. δολάρια, γράφει στην Telegraph η Μελίσα Τουίγκ: η εταιρεία, που ήταν αποκλειστικά οικογενειακή σε ολόκληρη σχεδόν την ιστορία της, πούλησε 32,3 εκατ. μετοχές στην τιμή των 40,20 δολαρίων τη μία, στις 11 Οκτωβρίου, και εισέπραξε 9,2 δισ. δολάρια…
Μη φανταστείτε, βέβαια, ότι οι αδελφοί Μπίρκενστοκ έχουν ανάγκη από χρήματα. Είναι βαθύπλουτοι και η ιστορία τους –αν εξαιρέσουμε τον φόνο– άνετα θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τον Οίκο Γκούτσι σε ίντριγκες, γρήγορα αυτοκίνητα, αγροκτήματα στη Μεσόγειο και ρετιρέ στο Μανχάταν, ακόμη και «σκληρά» διαζύγια…
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η οικογένεια άρχισε να κατασκευάζει παπούτσια το 1774, όταν ο Γιόχαν Ανταμ Μπίρκενστοκ καταχωρίστηκε ως «τσαγκάρης» με έδρα το Νόιστατ, στο κρατίδιο της Ρηνανίας Παλατινάτου. Το 1896, ο Κόνραντ Μπίρκεστοκ, ο οποίος είχε ήδη δύο καταστήματα υποδημάτων στη Φρανκφούρτη, άρχισε να κατασκευάζει και να πουλάει τους επαναστατικούς πάτους του με περίγραμμα ποδιού, ενώ το 1925 τα σανδάλια Birkenstock πωλούνταν ήδη σε όλη την Ευρώπη.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μάλιστα, έγιναν πολύ δημοφιλή ανάμεσα στους στρατιώτες που επέστρεφαν από το μέτωπο, επειδή ήταν ορθοπεδικά. Ο γιος του Κόνραντ, Καρλ Μπίρκενστοκ, άνοιξε εργοστάσια σε όλη τη Γερμανία και αργότερα ο εγγονός του, Καρλ επίσης, προχωρώντας τις ιδέες του πατέρα του και του παππού του έφτιαξε το πρωτότυπο σπορ μοντέλο που αργότερα θα μετονομαζόταν σε Madrid.
Το avant garde σανδάλι του Καρλ πρωτοπαρουσιάστηκε το 1963 στην έκθεση παπουτσιών του Ντίσελντορφ, αλλά δεν έγινε αποδεκτό, σε μια εποχή που η μόδα ήταν επηρεασμένη από το ιταλικό «στιλέτο». Ο Καρλ Μπίρκενστοκ, ωστόσο, έκανε τους γιατρούς συνεργάτες του και σύντομα κατακλύστηκε από παραγγελίες εργαζομένων στον τομέα της υγείας.
Αυτό ήταν μόνο η αρχή, καθώς η αλλαγή του τρόπου ζωής τον 20ό αιώνα, με την άνεση να γίνεται πιο σημαντική από το στιλ, εκτόξευσε τις πωλήσεις των σανδαλιών, τα οποία μέχρι σήμερα κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου από φυσικά υλικά και με τον ίδιο πάντα σχεδιασμό, έχοντας ταυτιστεί με μια αντισυμβατική διάθεση και με τον εναλλακτικό τρόπο ζωής.
Το 1966 τα γερμανικά σανδάλια διέσχισαν τον Ατλαντικό χάρη στη Μάργκοτ Φρέιζερ, μια Αμερικανίδα γερμανικής καταγωγής, η οποία σε ένα ταξίδι της στη Γερμανία ενθουσιάστηκε όταν ανακάλυψε πόσο άνετα ήταν. Και τότε γεννήθηκε ένα mega-brand.
Με έναν ηγέτη σε κάθε γενιά
Σε αντίθεση με τις περισσότερες άλλες δυναστείες της μόδας, όλον τον 20ό αιώνα η οικογένεια Μπίρκενστοκ ακολούθησε την προσέγγιση ενός άγγλου αριστοκράτη, αφήνοντας τον πλήρη έλεγχο της εταιρείας σε έναν γιο ανά γενιά, γράφει στην Telegraph η Μελίσα Τουίγκ. «Είναι μια έξυπνη κίνηση» αναφέρει στη βρετανική εφημερίδα ο σχολιαστής μόδας Μάριο Ορτέλι. «Εχεις ένα μοναδικό όραμα και συνήθως όταν μια επιχείρηση είναι οικογενειακή για μεγάλο χρονικό διάστημα υπάρχει μεγαλύτερη συνέπεια στην τοποθέτηση της επωνυμίας· οι επενδυτικές ιδέες λαμβάνονται με μακροπρόθεσμη άποψη και όχι μόνο για βραχυπρόθεσμο κέρδος. Το βλέπεις με την Hermès και το βλέπεις με την Birkenstock: και οι δύο είναι εταιρείες μόδας που έχουν πλέον πολύ ισχυρές ταυτότητες επωνυμίας».
Το 2002, ωστόσο, ο Καρλ, ο οποίος είδε τεράστια αύξηση στα έσοδα της εταιρείας κατά τη διάρκεια της θητείας του, έσπασε την παράδοση, όταν αποσύρθηκε αφήνοντας τον έλεγχο στους γιους του, Στέφαν, Κρίστιαν και Αλεξ. Τα τρία αδέρφια, που είχαν μεγαλώσει σε μια από τις πλουσιότερες οικογένειες της Γερμανίας, έγιναν ισότιμοι εταίροι· και για κάθε σκηνοθέτη που θα ήθελε να γυρίσει τον «Οίκο Μπίρκενστοκ», πιθανότατα η ιστορία θα ξεκινούσε από αυτό ακριβώς το σημείο.
Εκείνη την εποχή και οι τρεις άνδρες ήταν στα 30 τους· οι φήμες λένε ότι είχαν τρία πολύ διαφορετικά οράματα για τη μάρκα και ότι σχεδόν αμέσως άρχισε η μεταξύ τους διαμάχη για το ποιος θα αναλάμβανε τις διάφορες θυγατρικές που δημιούργησε ο πατέρας τους και ποιος θα ήταν υπεύθυνος για τη δημιουργική κατεύθυνση στο μέλλον. Ξαφνικά, λοιπόν, ύστερα από δεκαετίες υπό τον έλεγχο μόνον ενός προέδρου με σαφές σχέδιο, η Birkenstock βρέθηκε ακυβέρνητη.
Το πρόβλημα χειροτέρεψε έναν χρόνο αργότερα, με το σκληρό διαζύγιο του Κρίστιαν· μάλιστα, πριν καλά καλά στεγνώσει το μελάνι, η πρώην σύζυγός του, Σουζάνε, δυσκόλεψε περισσότερο τα πράγματα, ιδρύοντας μια δική της εταιρεία σανδαλιών.
Ενας εφηβικός έρωτας που κατέληξε στα δικαστήρια
Η Σουζάνε και ο Κρίστιαν ήταν έφηβοι όταν γνωρίστηκαν στην τοπική πισίνα του Μπαντ Χόνεφ –μια ειδυλλιακή λουτρόπολη νότια της Βόννης, όπου ζούσε η οικογένεια του Καρλ Μπίρκενστοκ– και παντρεύτηκαν όταν ήταν 18 ετών. Η Σουζάνε, με τα μακριά πόδια και την κομψή γκαρνταρόμπα της, συνήθιζε να φοράει Birkenstock σε λαμπερές εκδηλώσεις· της πιστώθηκε, λοιπόν, ο εκσυγχρονισμός της μάρκας. Ωστόσο, η αξιοπιστία της χάθηκε όταν χρησιμοποίησε το επίθετο που απέκτησε από τον γάμο της στο μάρκετινγκ της δικής της εταιρείας, Beautystep. Οι αδελφοί Μπίρκενστοκ την απείλησαν με νομικές ενέργειες, την κατηγόρησαν για λογοκλοπή και ισχυρίστηκαν ότι τους εκμεταλλευόταν.
Η ιστορία προκάλεσε αίσθηση στη Γερμανία, κυρίως επειδή ο πατριάρχης Καρλ ήταν ακόμα ζωντανός και προφανώς εξοργίστηκε, εν μέρει επειδή μετά το διαζύγιο παραχωρήθηκε στη Σουζάνε η art nouveau βίλα του ζευγαριού στο Μπαντ Χόνεφ, που ήταν ακριβώς δίπλα στη δική του. Μια συνάντηση των δύο πλευρών τα Χριστούγεννα του 2003 απέτυχε να επιλύσει τη διαφορά και έτσι οι Μπίρκενστοκ προσέφυγαν στα δικαστήρια.
«Απλώς προσπαθεί να εκμεταλλευθεί το καλό όνομα που έχει δημιουργήσει η Birkenstock σε 17 διαφορετικές χώρες σε όλον τον κόσμο» δήλωσε ένας εκπρόσωπος της νομικής ομάδας της εταιρείας. «Είναι απαράδεκτο. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στη Γερμανία που ονομάζονται Μπίρκενστοκ· αλλά δεν μπορούν όλοι να βγάζουν σανδάλια στην αγορά» τόνισε.
Ακολούθησε μια άσχημη διαμάχη. Τελικά το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Σουζάνε μπορούσε να πουλάει τα παπούτσια της, αρκεί να μην εμφανιζόταν ευδιάκριτα το επίθετό της. Η Beautystep δεν υπάρχει πια, αλλά ούτε τα αδέλφια κατάφεραν να συμφωνήσουν σε έναν τρόπο ομαλής διαχείρισης της εταιρείας τους από κοινού.
Μετά το διαζύγιό του ο Κρίστιαν αγόρασε και ανακαίνισε ένα κάστρο του 11ου αιώνα στο Λιντς που θυμίζει παραμύθι των αδελφών Γκριμ. Αυτό του πήρε πολύ καιρό, όπως και η διαχείριση της τεράστιας περιουσίας του στην Ισπανία, όπου φέρεται να ζει για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Εν τω μεταξύ, ο Αλεξ βρισκόταν συχνά στις ΗΠΑ, καθώς διατηρούσε ένα τριώροφο penthouse στο Μαϊάμι Μπιτς αξίας 25 εκατ. δολαρίων και ένα art deco penthouse στο Μανχάταν, το οποίο αργότερα έβγαλε προς πώληση για 12 εκατ. δολάρια.
Ο Στέφεν, ο μεγαλύτερος και ο πιο χαμηλών τόνων από τους τρεις, ο οποίος σπάνια ακουγόταν στις ειδήσεις, το 2013 αποφάσισε να πουλήσει το μερίδιό του στα δύο αδέλφια του. Το περιοδικό Forbes έγραψε ότι πιθανότατα έβαλε στην τσέπη αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, οπότε είναι δύσκολο να τον λυπηθείς πολύ. Πιθανότατα, όμως, θα είχε βγάλει πολύ περισσότερα χρήματα αν περίμενε άλλη μια δεκαετία.
Νέος αέρας και αλλαγή πλεύσης
Σε αυτό το σημείο, ο Αλεξ και ο Κρίστιαν αποφάσισαν να φέρουν έναν εξωτερικό διευθύνοντα σύμβουλο, πράγμα πρωτοφανές στην ιστορία της Birkenstock, γράφει στην Telegraph η Μελίσα Τουίγκ. Ο Ολιβερ Ράιχερτ εμφανίστηκε σχεδόν τυχαία· ο Κρίστιαν τον γνώρισε όταν ο έμπορος έργων τέχνης, με τον οποίο συναλλασσόταν, τον έφερε μαζί του πηγαίνοντας να του παραδώσει μερικούς πίνακες και στη συνέχεια οι τρεις άνδρες ήπιαν μαζί μια μπίρα. Ο Ράιχερτ είχε περάσει την προηγούμενη δεκαετία σε ένα γερμανικό τηλεοπτικό κανάλι και δεν ήξερε τίποτα για τα Birkenstock (εκτός ίσως από ότι τα φορούσε στα 13 του), αλλά η πρόκληση ήταν μεγάλη.
Ωστόσο, αποδείχτηκε πολύ έξυπνη επιλογή, καθώς με την καθοδήγηση του ξανθού σαν Βίκινγκ νέου CEO, η επιτυχία της εταιρείας ξεπέρασε και τα πιο τρελά τους όνειρα.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή η μάρκα ήταν αποφασιστικά, συνειδητά, προκλητικά άγνωστη. Με το που εμφανίστηκε ο Ράιχερτ ρώτησε γιατί. «Η κανονική αντίδραση της παλιάς εταιρείας Birkenstock [στο να είναι στη μόδα] ήταν πάντα “ω, μας ενοχλεί λιγάκι όλο αυτό που έρχεται”. Ηταν επικεντρωμένη στην δουλειά της και στο να βοηθάει τους ανθρώπους να έχουν καλή υγεία στα πόδια τους. Είναι πραγματικά πολύ στενόμυαλο», είπε, σε συνέντευξή του στην Telegraph το 2019.
Αντ’ αυτού, ξεκινώντας από μια επίδειξη της Φίμπι Φίλο για τη Céline, που ερμήνευσε εκ νέου τα σανδάλια Birkenstock Arizona, ο Ράιχερτ έφερε συνεργασίες με μεγάλα ονόματα όπως ο Valentino και ο Rick Owens. Και ξαφνικά τα αγαπημένα σανδάλια του ποδίατρου ήταν πιο επιθυμητά από ένα ζευγάρι Manolo Blahnik…
«Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έπαιξαν επίσης τεράστιο ρόλο», λέει στην Telegraph η ιστορικός μόδας Χάνα Ροσέλ, «βλέποντας αυτούς τους πολύ νέους, πολύ cool ανθρώπους να τα φορούν στο Instagram, άλλαξε ο τρόπος με τον οποίο τα αντιλαμβάνεται κανείς. Στη συνέχεια ήρθε το lockdown και η άνεση έγινε το κλειδί και το παπούτσι έφτασε σε μια εντελώς νέα κατάσταση».
Τώρα πια, η δημοτικότητα των Birkenstock είναι καθολική και δεν υπάρχει σχεδόν κανένα άλλο επώνυμο είδος μόδας που να φοριέται από 18 μέχρι 80 χρονών. Ακόμη και η κουλτούρα συμφωνεί: το 2002, η Κάρι Μπράντσο δήλωνε στο «Sex and the City» ότι τα Birkenstock ήταν «παπούτσια για λεσβίες», ενώ στη φετινή «Barbie», η Μάργκοτ Ρόμπι βγάζει τα ροζ τακούνια της και βάζει τα φλατ σανδάλια Arizona σηματοδοτώντας τη μετακίνησή της στην «πραγματική» γυναικεία φύση…
Ο Αλεξ και ο Κρίστιαν, φυσικά, δεν μπορούσαν να κρύψουν τη χαρά τους. Τον Φεβρουάριο του 2021, συμφώνησαν να πουλήσουν το πλειοψηφικό μερίδιο στην L Catterton, την επενδυτική εταιρεία του Μπερνάρ Αρνό, με μια συμφωνία 4,7 δισ. δολαρίων. Και τώρα, με τη δημόσια κυκλοφορία των μετοχών τους, πρόκειται να κερδίσουν ακόμη περισσότερα χρήματα.
Στο μεταξύ, τα τελευταία χρόνια παραμένουν εντυπωσιακά διακριτικοί χωρίς να έχουν απασχολήσει τα σκανδαλοθηρικά έντυπα· θα πρέπει, όμως, γράφει η Μελίσα Τουίγκ στην Telegraph, να υπάρχει τουλάχιστον ένας παραγωγός ταινιών που ζει με την ελπίδα ότι θα ξοδέψουν το τεράστιο χρηματικό ποσό το οποίο πρόκειται να εισπράξουν με τον πιο υπερβολικό τρόπο…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News