Συχνά μας παγιδεύει η γλώσσα. Μιλάμε λ.χ. για «κοινωνικά προβλήματα», υπονοώντας ότι, όπως στα κλασικά μαθηματικά προβλήματα, υπάρχει μια σωστή λύση. Συχνά δεν υπάρχει. Είναι ορθότερο να μιλάμε για διαχείριση προβλημάτων – καλύτερη ή χειρότερη, περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματική.
Δεν πρόκειται για ακαδημαϊκό σχολαστικισμό, αλλά για διαυγή πραγματισμό. Υπάρχει «λύση» στο πρόβλημα της κατάχρησης ουσιών, είτε πρόκειται για αλκοόλ είτε για ναρκωτικά; Υπάρχει «λύση» στο πρόβλημα της χουλιγκανικής βίας; «Λύνεται» το πρόβλημα της παράτυπης μετανάστευσης; Οχι, αν με τη λέξη «λύση» εννοούμε ότι το πρόβλημα εξαφανίζεται.
Τέτοια προβλήματα είναι «ατίθασα». Πρώτον, ο ορισμός και η λύση του προβλήματος αλληλοεπηρεάζονται. Αν λ.χ. ορίσεις το Μεταναστευτικό ως πρόβλημα εισβολής, τότε θα λάβεις στρατιωτικού τύπου μέτρα. Αν το ορίσεις ως ανθρωπιστικό, θα λάβεις άλλου είδους μέτρα.
Δεύτερον, κάθε απόπειρα λύσης παράγει απρόθετα αποτελέσματα. Τα ατίθασα προβλήματα είναι σαν τη Λερναία Υδρα: κόβεις ένα κεφάλι, δύο εμφανίζονται. Εντείνεις λ.χ. την προστασία των συνόρων αλλά δημιουργείς το πρόβλημα της πιθανής καταχρηστικής αστυνομικής βίας και του θανάτου ανθρώπων που θα αποπειραθούν να περάσουν τα σύνορα παράνομα.
Τρίτον, ατίθασα προβλήματα είναι επαναλαμβανόμενα, όχι μοναδικά (one-off). Σε επαναλαμβανόμενα προβλήματα, η όποια «λύση» ενδέχεται να δημιουργεί κίνητρα για τη διαιώνιση του προβλήματος. Η κατά καιρούς νομιμοποίηση παράτυπων μεταναστών λ.χ. παρέχει κίνητρα για παράταση των προσφυγικών ροών – αυτό είναι το κύριο επιχείρημα των «σκληρών» Ρεπουμπλικανών κατά των «μαλακών» Δημοκρατικών στις ΗΠΑ.
Το μεταναστευτικό-προσφυγικό είναι ένα κατεξοχήν ατίθασο πρόβλημα και, ως τέτοιο, είναι η τροφή των λαϊκιστών. Από τη μια μεριά υπάρχει η ανάγκη προστασίας των συνόρων, ενώ από την άλλη, είναι εμφανής η ανθρωπιστική πλευρά του. Επιπλέον, υπάρχει και η πραγματιστική διάσταση: ενώ η είσοδος παράτυπων μεταναστών στην οικονομία είναι ασχεδίαστη από το κράτος, εν τούτοις συχνά αντιμετωπίζει υπαρκτά προβλήματα στην αγορά εργασίας.
Αν υποθέσουμε λ.χ. ότι εξαφανίζονταν οι Αλβανοί μετανάστες από την Ελλάδα λίγα χρόνια μετά τη μαζική παράτυπη είσοδό τους τη δεκαετία του 1990, η ελληνική γεωργία, ο τουρισμός και η κατασκευαστική βιομηχανία θα αντιμετώπιζαν τεράστιο πρόβλημα. Παραδόξως, μερικά ατίθασα προβλήματα είναι και προβλήματα και «λύσεις» σε άλλα προβλήματα.
Οι ακρο- ή υπερ-δεξιοί λαϊκιστές, ως συνήθως, υπεραπλουστεύουν, αγγίζοντας συγχρόνως ευαίσθητες χορδές του πληθυσμού. Οι έντονες και μακρές συζητήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο αντανακλούν την πολυπλοκότητα του προβλήματος. Αντιμετωπίζουμε ένα ατίθασο πρόβλημα, το οποίο αναπόφευκτα επιφέρει πολιτικές συγκρούσεις. Ως συντεταγμένη δημοκρατική κοινότητα χρειαζόμαστε τόλμη, ορθολογισμό και αποφασιστικότητα.
Τα γεγονότα είναι αμείλικτα. Πρώτον, οι μεταναστευτικές ροές όχι μόνο δεν θα μειωθούν, αλλά θα ενταθούν. Εκτιμάται λ.χ. ότι εξαιτίας της κλιματικής κρίσης, μέχρι το 2050 οι περιβαλλοντικοί μετανάστες θα ανέλθουν στο 1 δισ. παγκοσμίως. Στις ΗΠΑ οι μεταναστευτικές ροές έχουν τετραπλασιαστεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Στην Ευρώπη, μόνο το 2022, οι μεταναστευτικές ροές υπερδιπλασιάστηκαν.
Δεύτερον, η Ευρώπη γερνάει επικίνδυνα. Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η μείωση της γονιμότητας παράγουν γερασμένους πληθυσμούς, με τεράστιες συνέπειες στην αγορά εργασίας και την οικονομία. Μέχρι το 2050 θα διπλασιαστεί η αναλογία συνταξιούχων προς εργαζομένους. Η Γερμανία χρειάζεται κάθε χρόνο 400.000 μετανάστες μέχρι το 2030 προκειμένου να διατηρήσει το ίδιο επίπεδο εργατικού δυναμικού.
Στην Ελλάδα, κάθε χρόνο από το 2010, οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τους θανάτους, ενώ το 2022 ήταν διπλάσιοι . Το 1990 αντιστοιχούσαν 23 συνταξιούχοι σε 100 εργαζόμενους, το 2020 η αναλογία ήταν 38 προς 100, και το 2050 εκτιμάται ότι θα είναι 75 προς 100.
Ολες οι ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα: πώς θα ρυθμίσουν το μεταναστευτικό γενικά και πώς θα ενσωματώσουν ήδη υπάρχοντες παράτυπους μετανάστες ειδικά. Οι δύο ισχυρότερες χώρες της ΕΕ, η Γαλλία και η Γερμανία, αναζητούν τρόπους νομιμοποίησης των παράτυπων μεταναστών. Η Γερμανία το κάνει πιο τολμηρά. Παρέχοντας το νομικό καθεστώς «ανεκτής παραμονής», η γερμανική κυβέρνηση θέλει να ενσωματώσει πάνω από 130.000 παράτυπους μετανάστες.
Κάτι παρόμοιο σχεδιάζει και η ελληνική κυβέρνηση. Οι λόγοι είναι πραγματιστικοί. Στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι ζουν γύρω στις 300.000 παράτυποι μετανάστες. Οι ανάγκες σε συγκεκριμένες αγορές εργασίας (τουρισμός, γεωργία κλπ.) είναι πιεστικές – δεν υπάρχουν επαρκή εργατικά χέρια. Το να δοθεί η δυνατότητα να καλυφθούν αυτές οι ανάγκες από έτσι κι αλλιώς υπαρκτούς, πλην επισήμως αόρατους παράτυπους μετανάστες, είναι λογικό.
Πέραν της οικονομικής λογικής, όμως, η ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία θα είναι πολλαπλώς ευεργετική: μειώνει την παραβατικότητα, προστατεύει τη δημόσια υγεία, δίνει δυνατότητες εκπαίδευσης (συνεπώς και πολιτισμικής ενσωμάτωσης) στα παιδιά τους, προάγει την αρμονική συμβίωση. Οτιδήποτε έρχεται στο φως κάνει καλό.
Βεβαίως, υπάρχει ο κίνδυνος της διαιώνισης του προβλήματος: η νομιμοποίηση σήμερα κινητροδοτεί την παράτυπη μετανάστευση αύριο. Οντως. Τα ατίθασα προβλήματα, όμως, δεν επιδέχονται οριστικές λύσεις, αλλά πραγματιστικές διευθετήσεις. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε συνετούς πολιτικούς με διαχειριστική ικανότητα, που βλέπουν τη μεγάλη εικόνα. Δεν θα «λύσουν» το πρόβλημα, αλλά θα το χειριστούν, ελπίζουμε, καλύτερα. Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα δεν θα εξαφανιστεί αν δεν το κοιτάμε. Χρειάζεται διαρκής, ενεργός και τολμηρή διαχείριση.
Αρκεί η διαχείριση; Οχι. Τα ατίθασα προβλήματα του δημόσιου βίου δεν είναι αμιγώς τεχνοκρατικά, αλλά ουσιωδώς πολιτικά. Η πολιτική νομιμοποίησης και ενσωμάτωσης μεταναστών προκαλεί αντιδράσεις σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Αρκετοί πολίτες εκδηλώνουν συντηρητική αποστροφή – δεν θέλουν να νομιμοποιηθεί η παραβίαση συνόρων. Κατανοητό. Η ακρο- και υπερ-Δεξιά τροφοδοτεί και διαπλάθει προς ξενοφοβική κατεύθυνση αυτή τη συντηρητική προδιάθεση.
Στη Γερμανία, ήδη, το ακροδεξιό AfD είναι το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα. Στην Ελλάδα τα ακροδεξιά κόμματα έχουν εδώ και καιρό αποκτήσει υπολογίσιμη κοινοβουλευτική παρουσία. Είναι βέβαιο ότι ο Μητσοτάκης θα συναντήσει αντιδράσεις στο εσωτερικό του κόμματός του από εκείνες τις υπερδεξιές φωνές που διακηρύσσουν ότι «πρέπει να τους κάνουμε τη ζωή δύσκολη [στους μετανάστες] για να καταλάβουν ότι είναι ανεπιθύμητοι στη χώρα και να φύγουν» (Αδ. Γεωργιάδης).
Στη λαϊκιστική ακρο- και υπερ-Δεξιά πρέπει να υπάρξει πολιτικό ανάχωμα. Οχι με κραυγές, αλλά με την πρόταξη του πραγματιστικού ορθολογισμού. Δεν επιλέγουμε τα προβλήματά μας, αλλά τον τρόπο με τον οποίο αποκρινόμαστε σε αυτά. Η κυβέρνηση πρέπει να τολμήσει, αγνοώντας τις αντιδράσεις. Αν η δημοκρατική αντιπολίτευση είναι άξια του τίτλου της, οφείλει να τη συνδράμει. Μπορεί να ασκήσει στιβαρή αντιπολίτευση σε πλείστα άλλα θέματα – οι ευκαιρίες όχι μόνον δεν λείπουν, αλλά πολλαπλασιάζονται.
* Ο Χαρίδημος Κ. Τσούκας είναι καθηγητής Στρατηγικής Διοίκησης στην Εδρα Columbia Ship Management στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής Οργανωσιακής Συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Warwick (www.htsoukas.com)
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News