1207
Γέρνει, γέρνει, αλλά δεν τουμπάρει... |

Πώς να τρελαθείς με το θρυλικό αρχαίο 2CV

Γέρνει, γέρνει, αλλά δεν τουμπάρει...
|

Πώς να τρελαθείς με το θρυλικό αρχαίο 2CV

Κυριολεκτικά, ο κωδικό του 2CV σήμαινε ’’Deux Chevaux’’ – “Ντεσεβό”,  δύο (φορολογήσιμους) ίππους. Πρακτικά, ήταν το αυτοκίνητο το οποίο έπρεπε να μπορεί να μεταφέρει μερικά καλάθια γεμάτα αβγά από τον αχυρώνα και το χωράφι. Τόσο μαλακό και ενδοτικό στις ανωμαλίες όφειλε να είναι ως ένα φτηνό, απλό στη συντήρησή του, οικονομικό σε κατανάλωση, βασικό αυτοκίνητο για τις μάζες ή τον αγρότη. Το βέβαιο είναι ότι αν βγείτε σήμερα από το σούπερ μάρκετ και έχετε μόλις αγοράσει τα αβγά σας, μέσα στο Citroën 2CV δεν πρόκειται να σας γίνουν ομελέτα, όποια βάρβαρη ελληνική λακούβα κι αν χρειαστεί να περάσετε. Και, ως γνωστόν, έχουμε πολλές από δαύτες.

Αλλά κιι αν το δείτε να στρίβει με φόρα, όπως στην κεντρική φωτό, δεν χρειάζεται να ανησυχείτε για τις «ιστιοπλοϊκές» του κλίσεις. Το 2CV παραμένει ακόμη και σήμερα ένα θαύμα μηχανικής και σχεδιασμού. Όσοι νεότεροι δεν γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται, αντικρίζοντάς το να γέρνει σχεδόν μέχρι να ακουμπήσει το μασπιέ στην άσφαλτο, ίσως υποθέσουν πως γέρνει σαν ιστιοφόρο σε καταιγίδα. Οι περισσότεροι ίσως φαντάζονται ότι η μαλακή του ανάρτηση είναι πρόξενος ασταθούς και άκρως απρόβλεπτης οδικής συμπεριφοράς. Κι όμως, τίποτα δεν είναι πιο ψευδές από αυτό. Το 2CV είναι σχεδόν αδύνατον να τουμπάρει.

Απόλυτα λιτό το εσωτερικό του αυτοκινήτου. Στο ταμπλό (ας το πούμε έτσι…) δεσπόζει ο μοχλός ταχυτήτων-«σούβλα» και ένα μεγάλο ράφι για μικροπράγματα. Ο πίνακας οργάνων αποτελείται από ένα μεγάλο ταχύμετρο με ένα δείκτη βενζίνης κι ένα βολτόμετρο

Από την αρχή της παραγωγής του, το εκπληκτικό κράτημα του μικρού Citroën είχε αναγνωριστεί σαν απαράμιλλο, κάτι που ισχύει ακόμη και σήμερα, που η άνεση και η οδική συμπεριφορά του 2CV θεωρούνται καλύτερα από πολλά σύγχρονα μικρά αυτοκίνητα. Το μυστικό αυτού του συνδυασμού, δηλαδή της άνεσης και της ασφάλειας του 2CV, αναμφίβολα έγκειται στην μοναδική του ανεξάρτητη ανάρτηση η οποία αποτελείται από υστερούντες βραχίονες πίσω και οδηγούντες βραχίονες μπροστά. Οι βραχίονες είναι διασυνδεδεμένοι κατά τον διαμήκη άξονα (ο εμπρός αριστερός με τον αντίστοιχο πίσω και ο πίσω δεξιός με τον αντίστοιχο μπροστά) με διαμήκεις ράβδους που καταλήγουν σ’ ένα οριζόντιο ελατήριο. Στα άκρα των βραχιόνων είναι τοποθετημένοι οι τροχοί, ενώ οι βάσεις τους εδράζονται σε μεγάλα ρουλεμάν, σε εγκάρσια κυλινδρικά τμήματα, τα οποία βρίσκονται στο εμπρός και στο πίσω άκρο του πλαισίου. Η διάταξη αυτή επιτρέπει στους βραχίονες να περιστρέφονται διατρέχοντας μεγάλα τόξα κι έτσι η διαδρομή των τροχών είναι ασυνήθιστα μεγάλη.

Για παράδειγμα, όταν ο μπροστινός αριστερός τροχός του 2CV συναντήσει μια ανωμαλία του δρόμου, η διαμήκης ράβδος του βραχίονα, συμπιέζει το οριζόντιο ελατήριο της αριστερής πλευράς, απορροφώντας τον κραδασμό. Αυτό με τη σειρά του, επειδή είναι συνδεδεμένο μέ αντίστοιχη ράβδο με τον πίσω αριστερό τροχό, τον πιέζει προς τα κάτω, ώστε να είναι κι αυτός έτοιμος να απρροφήσει όσο το δυνατόν καλύτερα την επερχόμενη ανωμαλία του οδοστρώματος. Με αυτό τον τρόπο, οι κραδασμοί απορροφούνται εντελώς και οι επιβάτες απολαμβάνουν ένα εξαιρετικά άνετο ταξίδι.

Το  φυσικό αιρ-κοντίσιον του 2CV ήταν αυτό το «κλαπέτο», το οποίο άνοιγε από έναν χειροκίνητο κοχλία στο εσωτερικό του αυτοκινήτου. Πάντως, το αυτοκίνητο διαθέτει και ικανοποιητικό καλοριφέρ, καθώς δύο φαρδείς χάρτινοι σωλήνες, φέρνουν ζεστό αέρα μέσα στην καμπίνα, κατ’ ευθείαν από τις ζεστές εξαγωγές του κινητήρα

Αξίζει να σημειώσουμε πως η συγκεκριμένη διάταξη της ανάρτησης παρουσιάζει ένα ακόμα πλεονέκτημα. Όταν το αυτοκίνητο φέρει πλήρες φορτίο (με τέσσερις επιβάτες) το μεταξόνιό του αυξάνεται κατά 50 mm. περίπου, ενώ η γωνία κάστερ των μπροστινών τροχών αυξάνεται κατά 8 μοίρες, βελτιώνοντας περαιτέρω την ευστάθεια του αμαξώματος στις στροφές.

Για τη δε ελαχιστοποίηση της μη αναρτώμενης μάζας, τα μπροστινά φρένα του 2CV είναι τοποθετημένα στις εξόδους του διαφορικού και όχι στις πλήμνες των τροχών. Οι τροχοί του αυτοκινήτου είναι πολύ ελαφρείς και φέρουν πολύ λεπτά ελαστικά, τα οποία προσδίδουν εξαιρετική πρόσφυση στο βρεγμένο οδόστρωμα. Παράλληλα με τη μέιωση της τριβής κύλησης οι λεπτοί τροχοί του 2CV,  μειώνουν και τις γυροσκοπικές δυνάμεις που αναπτύσσονται όταν τερματίζει η ανάρτηση, οι οποίες σε αντίθετη περίπτωση θα προκαλούσαν προβλήματα στον έλεγχο του αυτοκινήτου. Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε και τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η ελαφριά, ευαίσθητη και πολύ ακριβής κρεμαγιέρα του συστήματος διεύθυνσης. Είτε άδειο είτε φορτωμένο το 2CV στρίβει με τον ίδιο ασφαλή και προβλέψιμο τρόπο, ενώ ταξιδεύει με αξιοσημείωτη ευστάθεια σαν να κινείται πάνω σε σιδηροτροχιές.

Είναι γνωστό ότι οι Γάλλοι παραδοσιακά «το έχουν» με το κεφάλαιο «ανάρτηση». Η άνεση, η απόσβεση και το λεγόμενο «μαγικό χαλί» έχουν εκεί την ιστορική τους παράδοση. Ωστόσο, το μικρό Citroën 2CV δεν διαπρέπει μόνο στους διθυράμβους της εμπνευσμένης κινηματικής του που αναλύθηκε στις παραπάνω παραγράφους. Ήταν και ο σχεδιασμός του αερόψυκτου, επίπεδου κινητήρα του που δικαιούται μηχανολογικές δάφνες. Το μοτέρ του 2CV ήταν δημιούργημα ενός προικισμένου Ιταλού μηχανικού, του Βάλτερ Μπέκια, ο οποίος εργαζόταν στην εταιρεία απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ’30. Το δημιούργημα του Μπέκια χαρακτηριζόταν από τον εξαιρετικά απλό και λογικό σχεδιασμό του. Ο ελαφρύς αερόψυκτος κινητήρας, δεν υπέφερε απ’ τα γνωστά ηλεκτρικά προβλήματα αλλά και από τα προβλήματα υπερθέρμανσης που επηρέαζαν αρνητικά την αξιοπιστία των συμβατικών κινητήρων της εποχής.

Τον καιρό που σχεδιάστηκε το 2CV, το 1/3 των βλαβών που παρουσιάζονταν στους κινητήρες αφορούσαν στο σύστημα ψύξης. Έτσι, αφού το ζητούμενο ήταν πάνω απ’ όλα η αξιοπιστία, η επιλογή ενός αερόψυκτου κινητήρα ήταν μονόδρομος

Η ακρίβεια της κατασκευής του ήταν παροιμιώδης για τα δεδομένα της εποχής. Οι ανοχές ανάμεσα στα επιμέρους εξαρτήματα του ήταν της τάξης του 1 μικρού(0,000001m.) και η εφαρμογή ανάμεσά τους ήταν τόσο ακριβής που θα μπορούσε να λειτουργήσει και χωρίς φλάντζες. Όμως, το πιο  ενδιαφέρον και παράξενο χαρακτηριστικό του είναι ο σχεδιασμός και η κατασκευή του στροφαλοφόρου άξονα και των διωστήρων. Για μέγιστη δύναμη και ισορροπία, οι διωστήρες δεν έχουν διαιρούμενα άκρα, όπως συνηθίζεται, αλλά μονοκόμματα. Αυτά «φοριούνται» επάνω στα κομβία του στροφάλου, χρησιμοποιώντας κυλινδρικά κουζινέτα. Το συγκρότημα του στροφαλοφόρου άξονα που αποτελείτο από πέντε κομμάτια (αντίβαρα και κομβία), τα σχετικά ρουλεμάν και τους διωστήρες, συναρμολογούνταν με υδραυλική πρέσσα στο εργοστάσιο, αφού πρώτα ο στρόφαλος είχε υποστεί επεξεργασία μερικής συρρίκνωσης, βυθιζόμενος σε υγρό άζωτο. Στο ξεκίνημα της παραγωγής του, ο κινητήρας πέρασε από δοκιμή στο εργοστάσιο, κατά την οποία άντεξε χωρίς ζημιές σε συνεχή λειτουργία 100 ωρών στις 5000 σ.α.λ. Αξίζει δε να σημειωθεί πως από τους κινητήρες της εποχής του, μόνον ο εξακύλινδρος κινητήρας της Jaguar ΧΚ 120 είχε μεγάλη διάρκεια ζωής, καθώς έμεινε στην παραγωγή για 38 χρόνια (1948 – 1986).

Το Citroën 2CV είχε αυτό το τόσο σπάνιο χάρισμα της σοφιστικέ απλότητας. Όταν πρωτοπαρουσιάστηκε σε κοινή θέα, στο Διεθνές Σαλόνι του Παρισιού, το 1948, τα αρχικά δημοσιεύματα των δημοσιογράφων της εποχής ήταν μάλλον δυσμενή. Ωστόσο, ο κόσμος τους έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του για να το δει από κοντά στο περίπτερο της Citroën. Εκτιμάται ότι περίπου 1.200.000 επισκέπτες το κατέκλυσαν για να πάρουν μια πρώτη, οπτική επαφή με το λιλιπούτειο 2CV. Η συνέχεια τους δικαίωσε. Το Citroën 2CV συνέχισε να παράγεται μέχρι και το 1990 ενώ συνολικά κατασκευάστηκαν περισσότερα από 3,8 εκατομμύρια αντίτυπα. Το λατρεύουμε. Και όπως είπαμε, αν το δείτε να γέρνει ιστιοπλοϊκά στις στροφές, no fear.

* Ευχαριστούμε τον ιδιοκτήτη του πανέμορφου 2CV και έμπειρο διοργανωτή περιηγήσεων (hellenicexplorer.com), κ. Κώστα Δημητρέλη, για τη συνεργασία και το φωτογραφικό υλικό

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...