Στο war room (αίθουσα επιχειρήσεων) με τους τεράστιους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) και τις πολύχρωμες οθόνες που παρακολουθούν σε πραγματικό χρόνο τις συναλλαγές που γίνονται ηλεκτρονικά στην οικονομία (τα χρήματα που έρχονται ή θα έρθουν στο κράτος μέσω των δηλώσεων για τις φορολογικές υποχρεώσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών) χτυπάει ο συναγερμός κάθε φορά που τρέχουν τα προγράμματα για τον εντοπισμό της φοροδιαφυγής.
Ο τελευταίος συναγερμός σήμανε όταν η ΑΑΔΕ προχώρησε στην αντιπαραβολή των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ από την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών με τις φορολογικές δηλώσεις των ίδιων νοικοκυριών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της στατιστικής αρχής, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές κατά το έτος 2022 ανήλθε σε 19.204 ευρώ, ή διαφορετικά σε 1.600 ευρώ τον μήνα.
Το κόκκινο άναψε, καθώς η δαπάνη αυτή δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από τα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων. Στην εφορία τα νοικοκυριά είχαν δηλώσει μέσο εισόδημα για την προηγούμενη χρονιά κάτω από 14.000 ευρώ ή 1.200 ευρώ τον μήνα.
Ακόμη χειρότερα, η διασταύρωση των στοιχείων με τις φορολογικές δηλώσεις αποκάλυψε τα εξής:
♦ Εξι στα δέκα νοικοκυριά δήλωσαν στην εφορία ετήσιο εισόδημα κάτω από 10.000 ευρώ, ενώ 659.258 φορολογούμενοι δήλωσαν μηδενικό εισόδημα, χωρίς αυτό να δικαιολογείται. Εξαίρεση σε αυτό το δείγμα αποτελούν οι φοιτητές, οι οποίοι υποχρεώθηκαν να υποβάλουν φορολογική δήλωση προκειμένου να πάρουν την επιδότηση του ενοικίου.
Τα νούμερα για το ύψος της κατανάλωσης δεν δικαιολογούνται παρά μόνο από την κυκλοφορία μαύρου χρήματος, που υπολογίζεται από την ΑΑΔΕ και την Τράπεζα της Ελλάδος ότι ξεπερνά τα 30 δισ. ευρώ ετησίως.
Από αυτή την ελληνική πραγματικότητα του κύματος της φοροδιαφυγής, το οποίο τώρα καταγράφεται, εξαιρούνται ένα εκατομμύριο νοικοκυριά που δήλωσαν εισοδήματα από 20.000 έως 50.000 ευρώ, καθώς οι φορολογούμενοι αυτής της κατηγορίας είναι ως επί το πλείστον μισθωτοί.
Μια ακραία εικόνα του μεγέθους της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα είναι ότι «πλούσιοι» με εισοδήματα άνω των 900.000 ευρώ τον χρόνο δηλώνουν μόνο 1.004 άτομα, όταν οι περιουσίες που υπάρχουν στην Ελλάδα, τα αυτοκίνητα, τα ακίνητα, τα έργα τέχνης (δηλαδή το πλέγμα των τεκμηρίων) αποκαλύπτει ότι ο αριθμός των εχόντων και κατεχόντων είναι πολλαπλάσιος.
«Πώς ζουν;»
Ο δεύτερος συναγερμός ήχησε στην ΑΑΔΕ από τις σύνθετες διασταυρώσεις στις φορολογικές δηλώσεις για τα εισοδήματα του 2022 όλων όσοι έχουν δηλώσει εισοδήματα κάτω των 10.000 ευρώ.
Οι αυτοαπασχολούμενοι ελεύθεροι επαγγελματίες ανέρχονται σε 618.000.
Τα γενικά στοιχεία από την επεξεργασία των δηλώσεων για την τελευταία διετία, 2021 και 2022, έδειξαν ότι ενώ κάνουν τζίρο από τις δραστηριότητες τους περίπου 40 δισ. ευρώ ετησίως, το δηλωθέν κέρδος τους (δηλαδή το μέσο εισόδημά τους) φθάνει μετά βίας τα 3,5 δισ. ευρώ.
Με άλλα λόγια, το μέσο δηλωθέν εισόδημα από αυτή την κατηγορία είναι χαμηλότερο από 5.600 ευρώ τον χρόνο. Και το ερώτημα που θέτει το υπουργείο Οικονομικών είναι «πώς ζούν με αυτά τα χρήματα;».
Ακραία παραδείγματα
Στην ανάλυση περιπτώσεων που προχώρησε η ΑΑΔΕ προκειμένου να θέσει στο στόχαστρο των επόμενων ελέγχων διάφορες κατηγορίες, προέκυψαν τα εξής:
Από τους 30.111 ιδιοκτήτες μπαρ που δραστηριοποιούνται στον κλάδο, το 65% αυτών δήλωσε ζημίες, το 13% είχε μηδενικά αποτελέσματα, ενώ το υπόλοιπο 22% εμφάνισε κέρδη στην εφορία. Συγκεκριμένα, οι 6.582 που εμφάνισαν κέρδη είχαν μέσο καθαρό εισόδημα 6.860 ευρώ, ενώ το 2019 δεν ξεπέρασαν τα 4.200 ευρώ.
Επίσης, οι ιδιοκτήτες ταξί δηλώνουν καθαρά κέρδη 3.726 ευρώ ή, διαφορετικά, 310 ευρώ τον μήνα. Σε αυτή την κατηγορία διαπιστώνεται ότι οι ιδιοκτήτες ταξί δηλώνουν λιγότερα ακόμη και από τους οδηγούς που νοικιάζουν τη «βάρδια», καταβάλλοντας τουλάχιστον 1.500 ευρώ τον μήνα.
«Φτωχά» αφεντικά
Στις ατομικές επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι 10 εργαζομένους διαπιστώθηκε ότι τα αφεντικά δηλώνουν χαμηλότερο εισόδημα ακόμη και από τους υπαλλήλους που έχουν ασφαλισμένους –συνήθως– με τον κατώτατο μισθό.
Οταν, δε, πρόκειται για οικογενειακές επιχειρήσεις, η εικόνα για τους εταίρους που καταγράφεται στα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων είναι ίδια η ακόμη χειρότερη.
Σύμφωνα με τις διασταυρώσεις της ΑΑΔΕ, από το σύνολο των 101.437 ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταιρειών, οι οποίες κατά κανόνα είναι μικρομεσαίες οικογενειακές επιχειρήσεις, οι 47.222 είναι ζημιογόνες. Αναρωτιέται κανείς πώς επιβιώνουν όταν δηλώνουν επί σειρά ετών ζημιές…
Και για τις υπόλοιπες που έχουν κέρδη, ενώ ο συνολικός τους τζίρος ανέρχεται σε 28,7 δισ. ευρώ, το καθαρό αποτέλεσμα μετά βίας ανέρχεται σε 2 δισ. ευρώ.
100.000 καθ’ ομολογίαν φοροφυγάδες
Η μεγάλη αποκάλυψη της έκτασης της φοροδιαφυγής ήρθε όταν η ΑΑΔΕ έτρεχε τα προγράμματα για την καταβολή της επιστρεπτέας προκαταβολής στις ατομικές επιχειρήσεις, και κορυφώθηκε το 2020, όταν η οικονομία μπήκε σε καραντίνα λόγω της πανδημίας του κορονοϊού.
Η βάση υπολογισμού των ισχυρών αυτών επιδοτήσεων μέσω των επτά διαδοχικών αποφάσεων για την καταβολή επιστρεπτέων προκαταβολών σε όσα καταστήματα και επιχειρήσεις έκλειναν λόγω καραντίνας (κύκλος εργασιών αναφοράς, όπως λέγεται) ήταν οι δηλώσεις των επαγγελματιών και των επιχειρήσεων του 2019 (α΄τρίμηνο, β΄τρίμηνο, περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ κλπ).
Τότε, μέχρι τον Ιούνιο του 2020, καταγράφηκε από την ΑΑΔΕ το εξής φαινόμενο:
Περισσότερες από 100.000 επιχειρήσεις κάθε μεγέθους (από ατομικές με έναν εργαζόμενο μέχρι μεγάλες, που απασχολούν έως 1.000 εργαζομένους) άρχισαν να υποβάλουν συμπληρωματικές, τροποιητικές δηλώσεις, εμφανίζοντας υψηλότερο τζίρο για το προηγούμενο έτος και καταβάλλοντας τον αντίστοιχο ΦΠΑ για περιόδους του 2019, με σκοπό να αυξήσουν τα ποσά που αρχικώς δήλωναν και ήταν εμφανώς μικρότερα.
Ο λόγος είναι προφανής: Με την αποκάλυψη των πραγματικών τζίρων (καθώς αυτό απαιτούσε να έχουν ή να βρούν και τα ανάλογα παραστατικά που έκρυβαν) τα ποσά της επιδότησης θα ήταν αισθητά υψηλότερα!
Το φαινόμενο εντάθηκε όταν έγινε γνωστό ότι μέρος των χρημάτων αυτών θα χαριζόταν, όπως και έγινε. Για την ακρίβεια, όλοι όσοι δικαιούνταν επιστρεπτέα προκαταβολή, με τη βοήθεια και των λογιστικών γραφείων, εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία που τους έδινε η πρώτη απόφαση του Ιουνίου του 2020, η οποία ανέφερε τα εξής:
«Εφόσον για τα οικονομικά δεδομένα που δηλώθηκαν στην αίτηση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την καταβολή της επιστρεπτέας προκαταβολής, η επιχείρηση έχει υποβάλει τις οικείες φορολογικές δηλώσεις μέχρι την έναρξη ισχύος της παρούσας (σ.σ.: δηλαδή και τις τροποποιητικές-διορθωτικές, που αύξαναν τα ποσά), λαμβάνονται τα δεδομένα των δηλώσεων αυτών. Ως προς τα λοιπά δεδομένα εισοδήματος και ΦΠΑ, λαμβάνονται αυτά που έχουν δηλωθεί από τις επιχειρήσεις μέχρι και την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News