Ο Τζέιμς Μποντ και το στοίχημα των 100 λιρών Αγγλίας
Σύμφωνα με δημοσίευμα των βρετανικών Times στην εν λόγω βιογραφία αποκαλύπτεται ότι η σειρά μυθιστορημάτων για τον πιο διάσημο κατάσκοπο όλων των εποχών ξεκίνησε με ένα… στοίχημα! Οπως είναι ήδη γνωστό, ο μεγαλύτερος αδελφός του Ιαν Φλέμινγκ, ο Πίτερ ήταν καθιερωμένος συγγραφέας, όταν ο Ιαν ξεκίνησε να γράφει μυθιστορήματα. Είχε κουραστεί να ζει στη σκιά του αδελφού του, με αποτέλεσμα μία ημέρα να του πει, θέλοντας να τον πειράξει: «Ω, για όνομα του Θεού, γράψε επιτέλους ένα μπεστ σέλερ!» Τότε, ο μεγαλύτερος αδελφός του, τον προκάλεσε να το κάνει ο ίδιος, με τον πεισματάρη και επίμονο Ιαν, να απαντάει: «Σου βάζω στοίχημα εκατό λίρες ότι θα μπορούσα να το κάνω.» Τελικά, το στοίχημα έπιασε τόπο! Ο Ιαν πληρώθηκε τις 100 λίρες από τον αδελφό του. Αλλά αυτό το ταπεινό ποσό ήταν μόνο η αρχή! Οταν δημοσιογράφοι ρώτησαν τον εκδότη του Ιαν Φλέμινγκ στη Νέα Υόρκη γιατί ο διάσημος συγγραφέας έγραψε την ιστορία του Μποντ, ο Αλ Χαρτ απάντησε: «Επειδή βαρέθηκε να είναι ο μικρότερος αδερφός του Πίτερ Φλέμινγκ. Είχε αποφασίσει ότι ο Πίτερ Φλέμινγκ έπρεπε να μείνει στην ιστορία ως ο μεγαλύτερος αδελφός του Ιαν Φλέμινγκ. Και αυτό ήταν, τελικά, γραφτό να συμβεί».
Ολα ξεκίνησαν στις 17 Φεβρουαρίου 1952 ή γύρω στις 17 Φεβρουαρίου 1952, όταν ο Φλέμινγκ αποφάσισε να εγκαταλείψει τον κόσμο των μυστικών υπηρεσιών, να εγκατασταθεί στη Τζαμάικα και να καθίσει πίσω από το κόκκινο γραφείο του, στη βίλα που διατηρούσε εκεί, γράφοντας το Casino Royale, το πρώτο από τα μυθιστορήματα του Μποντ, το οποίο τελικά κυκλοφόρησε το 1953. Ετσι, από την πένα του άγγλου συγγραφέα γεννήθηκε ο πιο διάσημος πράκτορας όλων των εποχών. Εγραψε 12 μυθιστορήματα και δύο συλλογές διηγημάτων με ήρωα τον Μποντ έως το 1964, που έφυγε από τη ζωή. Τα έργα του αυτά κινούνται στο χώρο των μυστικών υπηρεσιών και της διεθνούς κατασκοπίας – χώρο που γνώριζε, άλλωστε, πολύ καλά – την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Μάλιστα, κάποιοι αναγνώστες ταυτίστηκαν τόσο πολύ με τον ήρωα του Φλέμινγκ, που φαντάζονταν ότι οι ίδιοι ήταν το πρότυπό του. Αυτό δεν ήταν διόλου τυχαίο, καθώς ο συγγραφέας είχε μία μαεστρική ικανότητα στο να υποκινεί τις εικασίες του κοινού.
Ποιος ήταν ο πραγματικός Μποντ;
Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε ότι ο πραγματικός Τζέιμς Μποντ δεν ήταν πράκτορας, αλλά ο αμερικανός ορνιθολόγος Τζέιμς Μποντ, ειδικός στα πουλιά της Καραϊβικής. Ο ιδιος ο Φλέμινγκ είχε πει ότι ο Τζέιμς Μποντ πήρε το όνομά του από αυτόν ακριβώς τον άνθρωπο. «Ηθελα ένα απλό και εύκολο όνομα για τον ήρωά μου», έλεγε. Ο συγγραφέας, ο οποίος, εκτός των άλλων, ήταν και δεινός παρατηρητής πουλιών και γνώριζε το έργο του, εντυπωσιάστηκε από την αρρενωπότητα του ονόματός του, το οποίο κέντρισε το ενδιαφέρον του. Ετσι, παραδέχθηκε ότι τελικά το επέλεξε.
Πέρα από το όνομα, ωστόσο τι γίνεται με τον χαρακτήρα και την εμφάνιση του διάσημου πράκτορα; Το νέο βιβλίο του Νίκολας Σαίξπηρ αποκαλύπτει ότι ο Μποντ ήταν, στην ουσία, μια φανταστική σύνθεση των πρακτόρων, των προσωπικοτήτων και κάποιων από τους κομάντο που ο Φλέμινγκ είχε γνωρίσει κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ηταν, όμως μόνο αυτό; Η απάντηση είναι πως όχι, καθώς ο Φλέμινγκ είχε συμπεριλάβει στο χαρακτήρα του Μποντ και κάτι από τον εαυτό του ή ό, τι τελικά πίστευαν οι άλλοι για εκείνον.
Παράλληλα, το νέο αυτό βιβλίο για τη ζωή του Ιαν Φλέμινγκ αποκαλύπτει ότι κατά τη διάρκεια συγγραφής των μυθιστορημάτων του, ο συγγραφέας ακολουθούσε ένα αυστηρό χρονοδιάγραμμα, τόσο σφιχτό όσο οι προπονητικές ασκήσεις του Μποντ. «Δουλεύω περίπου τρεις ώρες το πρωί και μία ώρα το βράδυ, και θεωρώ ότι αν δεν ακολουθήσω αυτή τη συγκεκριμένη ρουτίνα και εάν απλώς περιμένω να φτάσει στο χέρι μου η έμπνευση από τους ουρανούς, απλά δεν θα φθάσει ποτέ», είχε δηλώσει ο Φλέμινγκ. Η συγγραφή ξεκινούσε κάθε πρωί στις 9.30 ακριβώς και έως τις 12.30 βρισκόταν ανελλιπώς στη γραφομηχανή του, χωρίς καμία απόσπαση. Για να αποκτήσει την αφηγηματική του ταχύτητα, έγραφε γρήγορα, χωρίς να σταματάει για να επιλέξει τη σωστή λέξη, για να επαληθεύσει την ορθογραφία ή το γεγονός. «Συνήθιζα να γράφω σαν τυφλός», δήλωνε, «όταν τελείωνα μια σελίδα, την έκρυβα κάτω από τις άλλες».
Τελικά, ο Φλέμινγκ πήρε πολύ περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι θα περίμενε τελικά κανείς, μέχρι να «πετύχει το τζάκ-ποτ». Κανένα από τα πρώτα πέντε μυθιστορήματά του δεν πούλησε περισσότερα από 12.000 αντίτυπα. Ως εκ τούτου, ο συγγραφέας ήταν πολύ κοντά στο να παρατήσει τον Μποντ, όταν ο 007 τελικά “απογειώθηκε”, γνωρίζοντας την αναγνώριση που του άξιζε. Ηταν το 1957, πέντε χρόνια μετά την έναρξη της συγγραφής του πρώτου του μυθιστορήματος για τον διάσημο πράκτορα.
Η αληθινή ιστορία πίσω από το όνομα «Τζέιμς Μποντ»
Ο ήρωας του Φλέμινγκ, ο διαχρονικός Τζέιμς Μποντ είναι στέλεχος της μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών της Μεγάλης Βρετανίας Secret Intelligence Service (SIS), γνωστής και ως MI6. Φέρει τον βαθμό του πλωτάρχη και τον υπηρεσιακό, κωδικό αριθμό 007. Εκτός των άλλων, προσωπικών εμπειριών που είχε ο ίδιος ο Ιαν αποκτήσει από τον πόλεμο, είχε σίγουρα αντλήσει και άλλα στοιχεία από τον αδελφό του, Πίτερ, ο οποίος πολέμησε στη Νορβηγία και την Ελλάδα. Το 1941 – σχεδόν μία δεκαετία προτού ο Ιαν Φλέμινγκ εμπνευστεί το Casino Royale – ο αδελφός του, Πίτερ βρισκόταν στη Βόρεια Ελλάδα σε μια αποστολή που είχε αναλάβει.
Οταν η Αθήνα καταλήφθηκε από τον εχθρό, ο Πίτερ επιχείρησε να δραπετεύσει με ένα ατμόπλοιο, μαζί με τους οικογενειακούς του φίλους, Νάνσι και Χάρολντ, τα δυο παιδιά τους και ακόμη 70 άτομα από τη βρετανική πρεσβεία. Δέχθηκαν όμως βομβαρδισμό από αέρος. Ακολούθησαν τρεις εκρήξεις. «Οταν εμφανίστηκε ο Πίτερ, ήταν μαύρος από τον καπνό και έτρεχε από παντού αίμα, αλλά συνέχιζε να δίνει εντολές. Ηταν, όμως, κοκαλωμένος και έτρεμε», θυμάται η Νάνσι στο βιβλιο του Νίκολας Σαίξπηρ. «Είχε έντονη αιμορραγία στο πόδι και τον ώμο του και ένα μεγάλο τραύμα στο μέτωπό του. «Μας μετέφερε ένας ψαράς από την Κίμωλο που ήρθε να δει τι είχε συμβεί μετά τον βομβαρδισμό», διηγείται η Κλαρίσα, κόρη της Νάνσι και του Χάρολντ που βρίσκονταν μαζί τους στο ατμόπλοιο. «Ο Πίτερ και ο πατέρας μου, από εκεί έστειλαν σήματα Μορς στην Κρήτη για να δουν αν κάποιος μπορούσε να μεταβεί στην περιοχή για βοήθεια».
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του συγραφέα στη βιογραφία του Νίκολας Σαίξπηρ, «το μήνυμα έλαβε ένας συνάδελφος, της Μυστικής Υπηρεσίας Πληροφοριών από τη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα. Το όνομά του ήταν Ρόντεϊ Κλάρενς Mόρτιμερ Μποντ.» Ο άγνωστος αυτός άνδρας – ο οποίος έμελλε να γίνει ο σωτήρας τους – είχε καταφέρει να δραπετεύσει από την Αθήνα με ένα μικρό και αργό καΐκι, «δεχόμενος επίθεση από εχθρικά αεροσκάφη καθ’ οδόν», σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές. Μόλις είχε φτάσει στην Κρήτη, όταν έλαβε το SOS του Πίτερ και των υπολοίπων. Ο Μποντ έσπευσε αμέσως να τους βοηθήσει. Αδιαφορώντας για τη γερμανική απειλή από αέρος, απέπλευσε με το πρώτο φως της ημέρας, παίρνοντας μαζί του δύο ακόμα αξιωματικούς των μυστικών υπηρεσιών, έναν γιατρό, πολλά τρόφιμα και πολλές κουβέρτες. Στις 10.30 το πρωί του Σαββάτου, 26 Απριλίου, ο Μποντ βγήκε στη στεριά, στην Κίμωλο.
«Ξέρεις, αγάπη μου, επιβιώσαμε χάρη σε ένα παιδί που λέγεται Ρόντνεϊ Μποντ», εξομολογήθηκε ο Χάρολντ στην κόρη του, Κλαρίσα, λίγο πριν πεθάνει, πολλά χρόνια αργότερα. Στην ίδια συνομιλία, ο Χάρολντ αποκάλυψε στην κόρη του, ότι ο ίδιος άνθρωπος ήταν εκείνος που είχε εμπνεύσει τον Πίτερ Φλέμινγκ, έτσι ώστε να προτείνει στον αδελφό του, Ιαν να δώσει το όνομά του, στον ήρωα του μυθιστορήματός του. «Πίτερ, έγραψα ένα πολύ καλό θρίλερ, αλλά δεν μπορώ να βρω όνομα για τον ήρωά μου», φέρεται να είχε πει ο συγγραφέας στον αδερφό του, ένα πρωί, καθώς διάβαζε τα νέα και έπαιρνε το πρωινό του. Χωρίς να κατεβάσει την εφημερίδα του, ο Πίτερ του απάντησε: «Δοκίμασε το Μποντ».
Λίγα, εώς ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τον 44χρονο – τότε- ήρωα πολέμου, Ρόντεϊ Μποντ. Ενα από τα σημαντικά που αποκαλύπτεται στη νέα βιογραφία του Φλέμινγκ είναι ότι το 1944, ο Ρότνεϊ Μποντ ενεργώντας έξω από την Κωνσταντινούπολη με την κωδική ονομασία «Χατζής», κανόνισε τη διαφυγή του μελλοντικού πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου: Τον υποδέχτηκε σε μια παραλία κοντά στη Σμύρνη και τον φυγάδευσε από αέρος, στο Κάιρο. Κατόπιν, έγινε αντισυνταγματάρχης, ώσπου τελικά πέθανε το 1953 στη Νέα Υόρκη, τη χρονιά που – από τραγική σύμπτωση – κυκλοφόρησε το Casino Royale. Κατά διαβολική σύμπτωση, μάλιστα, το μεγαλύτερο παιδί του, ονομαζόταν Τζέιμς.
Μποντ, ο σταρ του κινηματογράφου
Σύμφωνα με τη νέα βιογραφία του δημιουργού του Μποντ, πρωταρχικό μέλημα του Φλέμινγκ, ήταν ποιος θα ενσάρκωνε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του 007, στη μεγάλη οθόνη. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο ίδιος είχε προσεγγίσει πολλούς, γνωστούς ηθοποιούς, από τον Ρίτσαρντ Μπάρτον μέχρι τον Τζέιμς Στιούαρτ και τον Τζέιμς Μέισον. Ο βιογράφος του Σον Κόνερι, Κρίστοφερ Μπρέι, υποστηρίζει πως «ο Κόνερι ήταν, τελικά, αυτός που έδωσε σάρκα και οστά στο Μποντ. Οπως ήταν και ο Μποντ που έκανε τον Κόνερι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν δεν είχαν δώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του «Δόκτωρ Νο», στον Κόνερι, δεν θα υπήρχαν μεταγενέστεροι Μποντ», ισχυριζόταν. «Ο Σον Κόνερι ήταν ο κατάλληλος τύπος για το φιλμ, την καταλληλότερη στιγμή. Αν δεν ήταν ο Σον, ποιος ξέρει; Θα είχε προσελκύσει ο Μποντ το ενδιαφέρον όλου του κόσμου;», λέει ο παραγωγός ταινιών του 007, Μάικλ Τζι Γουίλσον.
«Αλλά ο Ιαν είχε βάλει όρο πρώτα εκείνος να συναντήσει τον ηθοποιό που θα υποδυόταν τον Τζέιμς Μποντ», είχε δηλώσει ο τότε ατζέντης του Φλέμινγκ, Ρόμπερτ Φεν, «και φυσικά σοκαρίστηκε επειδή, όταν τον συνάντησε, ανακάλυψε ότι δεν του άρεσε η προφορά του Σον Κόνερι. Ο Φλέμινγκ μου είπε ότι, όταν έγραφε τα μυθιστορήματά του, δεν φανταζόταν έτσι τον Μποντ.» «Θέλω για πρωταγωνιστή έναν κομψό άντρα και όχι έναν μάτσο τύπο, έναν ηθοποιό λίγο καλύτερο από κασκαντέρ», έλεγε ο Ιαν Φλέμινγκ. Σύμφωνα με το βιβλίο, ο Σον Κόνερι έμαθε τα πάντα, για τις αμφιβολίες του δημιουργού του Μποντ, στην πορεία. «Μα, πώς ο Φλέμινγκ πίστευε ότι ένας Σκωτσέζος της εργατικής τάξης δεν θα μπορούσε να απογειώσει τον πράκτορά του;», αναρωτήθηκε κάποτε ο βιογράφος του ηθοποιού, ο οποίος βάλθηκε να κάνει τα πάντα, προκειμένου να του αποδείξει ότι η εντύπωσή του για τις υποκριτικές του ικανότητες, ήταν τελείως εσφαλμένη. Και είχε δίκιο, τελικά.
Η πρώτη ταινία της σειράς – ο «Δόκτωρ Νο» προβλήθηκε, εν τέλει το 1962, με πρωταγωνιστές τον Σον Κόνερι και την Ουρσουλα Αντρες. Ο κινηματογραφικός Μποντ, από το πρώτο φιλμ, μέχρι όλα τα υπόλοιπα που ακολούθησαν, παραμένει η επιτομή του κομψού και τζέντλεμαν κατασκόπου. Γνωρίζει, σε όλες τις περιστάσεις, πώς να ντυθεί, τι να πιει, τι να πει και πότε να «σπάσει» τους κανόνες. Ακόμη και αυτόν που λέει ότι «ένας Σκωτσέζος της εργατικής τάξης δεν μπορεί να υποδυθεί τον κομψό υπερκατάσκοπο 007».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News