3044
Η Σβετλάνα Μότσοφ δεν έχει λάβει την αναγνώριση που της αξίζει | CreativeProtagon

Ανοιξε δρόμους κατά της παχυσαρκίας αλλά… είναι γυναίκα

Protagon Team Protagon Team 25 Σεπτεμβρίου 2023, 15:36
Η Σβετλάνα Μότσοφ δεν έχει λάβει την αναγνώριση που της αξίζει
|CreativeProtagon

Ανοιξε δρόμους κατά της παχυσαρκίας αλλά… είναι γυναίκα

Protagon Team Protagon Team 25 Σεπτεμβρίου 2023, 15:36

Οταν η Σβετλάνα Μότσοφ, χημικός στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Ροκφέλερ, άκουσε την άνοιξη του 2021 την ανακοίνωση σχετικά με τους αποδέκτες του διεθνούς βραβείου Canada Gairdner International Award το οποίο είναι ένα από τα μεγαλύτερα βραβεία στο πεδίο της βιοϊατρικής έρευνας, έμεινε άναυδη. Και αυτό διότι η απονομή αφορούσε τρεις επιστήμονες των οποίων η έρευνα οδήγησε στην ανάπτυξη των πιο δημοφιλών σήμερα φαρμάκων ενάντια στον διαβήτη και την παχυσαρκία. Τρία (ανδρικά) ονόματα μεταξύ των οποίων έπρεπε να βρίσκεται και το δικό της. Μόνο που δεν βρισκόταν, όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο αφιερωμένο στην ιστορία της Μότσοφ που παρουσιάζεται στον δικτυακό τόπο του έγκριτου επιστημονικού περιοδικού «Science».

Το ανδρικό τρίο των βραβεύσεων

Το βραβείο Gairdner ήταν το τρίτο κατά σειρά σε διάστημα τεσσάρων ετών το οποίο έλαβε ένα τρίο επιστημόνων – ο Τζόελ Χάμπενερ του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης, ο Ντάνιελ Ντράκερ του Πανεπιστημίου του Τορόντο και ο Γιενς Γιουλ Χολστ από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Οι τρεις άνδρες τιμήθηκαν για ερευνητική δουλειά που ξεκίνησε τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 σχετικά με τα γλυκαγονόμορφα πεπτίδια (GLP). H ερευνητική αυτή δουλειά ταυτοποίησε το γλυκαγονόμορφο πεπτίδιο-1 (GLP-1) ως μια ορμόνη που εκκρίνεται από το έντερο και προκαλεί την παραγωγή ινσουλίνης από το πάγκρεας. Φάρμακα που μιμούνται το GLP-1 και ονομάζονται αγωνιστές του GLP-1 ήταν τα «τέκνα» της συγκεκριμένης έρευνας τα οποία σήμερα είναι άκρως δημοφιλή έχοντας αλλάξει ριζικά το τοπίο της αντιμετώπισης του διαβήτη και της παχυσαρκίας (με το αζημίωτο βέβαια…). Πρόκειται για τα πρώτα φάρμακα που έχει φανεί ότι μπορούν να προσφέρουν ασφαλή και συστηματική σημαντική απώλεια βάρους – μάλιστα πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι δρουν ακόμη και προληπτικά ενάντια στις καρδιοπάθειες που συνδέονται με την παχυσαρκία. Εκατομμύρια άτομα λαμβάνουν πλέον τέτοια φάρμακα παγκοσμίως ενώ συζητείται ολοένα και περισσότερο ότι δεν αποκλείεται κάποια ημέρα οι «γονείς» τους να φθάσουν ως τα βραβεία Νομπέλ.

Ωστόσο από όλο αυτό το όμορφο success story φαίνεται να λείπει ένα βασικό κομμάτι: η Μότσοφ. Και εκείνη ήταν από τους επιστήμονες που οδήγησαν με την έρευνά τους στη γέννηση των δημοφιλών φαρμάκων – εργαζόταν στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης τη δεκαετία του 1980 και έκανε σημαντικές επιστημονικές δημοσιεύσεις σχετικά με το GLP-1. Μάλιστα χρόνια μετά πάλεψε – και βγήκε νικήτρια – προκειμένου το όνομά της να προστεθεί σε σημαντικές πατέντες που αφορούσαν το GLP-1 από τις οποίες απουσίαζε ως συνεφευρέτρια.

Επάγγελμα γυναίκα (επιστήμονας)

Παρά τον αγώνα της, η καριέρα της Μότσοφ ακολούθησε διαφορετική πορεία από εκείνη των τριών ανδρών που λαμβάνουν τα τελευταία χρόνια το ένα βραβείο μετά το άλλο (γιατί άραγε;). Η ερευνήτρια δεν απέκτησε ποτέ δικό της εργαστήριο ούτε κατάφερε να εξασφαλίσει κάποια μεγάλη χρηματοδότηση για το έργο της. Παράλληλα έχει πολύ λιγότερες δημοσιεύσεις. Παντρεμένη με έναν πολύ γνωστό ανοσολόγο προσπαθούσε πάντα να ισορροπεί την προσωπική και την επαγγελματική ζωή της «βοηθώντας μάλιστα συχνά νεότερους συναδέλφους της να προχωρήσουν την έρευνά τους ενώ η ίδια έμενε μακριά από τα φώτα της επιστημονικής δημοσιότητας. Αυτές οι επιλογές πιθανότατα είχαν κόστος» σημειώνεται στο δημοσίευμα-αφιέρωμα στη Μότσοφ.

Οι φίλοι της Μότσοφ την περιγράφουν ως ένα άτομο που ποτέ δεν προσπαθούσε να προωθήσει τον εαυτό του. Αυτό το άτομο όμως προσπαθεί τώρα να πάρει τη θέση που του αξίζει στην επιστημονική ιστορία – και έχει κάποιους οπαδούς στο πλευρό του. Ενας φίλος χημικός της Σβετλάνα υπέβαλε αίτημα για διόρθωση σε μακροσκελές άρθρο που δημοσιεύθηκε στους New York Times τον περασμένο μήνα σχετικά με την έρευνα στο GLP-1 και το οποίο δεν ανέφερε καθόλου το όνομά της. Η ίδια η Μότσοφ επικοινώνησε με το επιστημονικό περιοδικό Nature προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για την απουσία της από ένα άρθρο του περασμένου Ιανουαρίου και έλαβε διαβεβαίωση για το ότι θα γίνει διόρθωση. Μια άλλη αντίστοιχη διόρθωση έγινε και στο επιστημονικό περιοδικό Cell όταν η Μότσοφ αντέδρασε για μια εργασία σχετικά με το GLP-1 στην οποία είχε μείνει… εκτός.

Η ιστορία της Μότσοφ δεν αποτελεί όμως μεμονωμένο περιστατικό. Εγείρει ακανθώδη ερωτήματα σχετικά με το τι συμβαίνει στον επιστημονικό κόσμο, το πώς αποδίδονται τα εύσημα στους επιστήμονες αλλά και το πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις για το ποιος θα πάρει κάποιο βραβείο. Κάποιοι επιστήμονες από το πεδίο έρευνας του διαβήτη και της παχυσαρκίας – συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν λάβει τις τιμές για το GLP-1 – εκφράζουν δυσαρέσκεια σχετικά με τη σχεδόν πλήρη απουσία της Μότσοφ από την ιστορία της ανακάλυψης του πεπτιδίου και την επακόλουθη ανάπτυξη φαρμάκων με βάση το GLP-1. Ωστόσο, στο δια ταύτα, λίγοι είναι εκείνοι που βγήκαν μπροστά για να την υπερασπιστούν.

«Ζήτημα εντιμότητας»

«Πιστεύω ότι είναι ζήτημα εντιμότητας το να μιλήσουν» ανέφερε στο Science η Μότσοφ, που πλέον διάγει την όγδοη δεκαετία της ζωής της και προσέθεσε: «Ακόμη δεν καταλαβαίνω γιατί αποκλείστηκα».

Η Μότσοφ έφθασε στο Ροκφέλερ το 1972 από το Βελιγράδι – της τότε Γιουγκοσλαβίας – και πήρε το πρώτο πτυχίο της στη Χημεία. Στη συνέχεια άρχισε να εργάζεται στο εργαστήριο του Μπρους Μέριφιλντ, γνωστού χημικού που αργότερα έλαβε βραβείο Νομπέλ για τη μέθοδο που ανέπτυξε και αφορούσε τη σύνθεση πεπτιδίων. Στο εργαστήριο του Μέριφιλντ η νεαρή τότε ερευνήτρια επικέντρωσε τη μελέτη της στη γλυκαγόνη, μια ορμόνη που εκκρίνεται από το πάγκρεας και λειτουργεί ως «διακόπτης ελέγχου» της ινσουλίνης. Ενώ η ινσουλίνη μειώνει το σάκχαρο του αίματος, η γλυκαγόνη το αυξάνει – οι επιστήμονες εκτιμούσαν λοιπόν ότι η καταστολή της δράσης της γλυκαγόνης θα μπορούσε να βοηθήσει στη θεραπεία του διαβήτη τύπου 2. Για να δοκιμαστεί αυτή η θεωρία απαιτείτο σταθερή παροχή γλυκαγόνης και παρότι πολλοί ερευνητές πάλευαν μάταια να τη συνθέσουν με τη μέθοδο του Μέριφιλντ, μόνο μία τα κατάφερε. Και αυτή ήταν η Μότσοφ.

Οι άνθρωποι της ζωής της

 Στο εργαστήριο του Μέριφιλντ η Μότσοφ συνάντησε έναν φίλο ζωής, τον επίσης χημικό Τζορτζ Μπάρανι. Μια φιλία που διαρκεί ήδη μισό αιώνα. «Είναι τόσο καλή και ευγενική, τόσο ταπεινή και περίεργη σε ό,τι αφορά τη γνώση» σημείωσε ο Μπάρανι στο Science. Ηταν εκείνος που τη βοήθησε όταν πρωτοέφθασε στο Ροκφέλερ με τα αγγλικά της, έγινε ο συνεργάτης της στο εργαστήριο. Μοιράζονταν επίσης την αγάπη τους για την όπερα και το μπαλέτο.

Στα χρόνια του πρώτου πτυχίου της η Μότσοφ συνάντησε και τον μετέπειτα σύζυγό της, τον ανοσολόγο Μισέλ Νασεντζγουάιγκ, ο οποίος τότε σπούδαζε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και στη συνέχεια εκπόνησε τη διδακτορική διατριβή του στο Ροκφέλερ. Ενόσω εκείνος συνέχιζε τις σπουδές του εκείνη έγινε εξπέρ στη σύνθεση γλυκαγόνης στο εργαστήριο του Μέριφιλντ όπου εργαζόταν πλέον ως μεταδιδακτορική ερευνήτρια.

Η μελέτη του «μυστήριου» GLP-1

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στον Νασεντζγουάιγκ προσφέρθηκε θέση στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης. Η Μότσοφ τον ακολούθησε παίρνοντας μια θέση στο Τμήμα Ενδοκρινολογίας όπου συνέθετε πεπτίδια για χρήση από άλλους επιστήμονες ενώ παράλληλα συνέχιζε και τη δική της έρευνα. Της παρείχαν μόνο έναν πάγκο εργαστηρίου και έναν τεχνικό, αλλά εκείνη με πείσμα άρχισε να μελετά αυτό που είχε το τελευταίο διάστημα στο μυαλό της: ένα μυστηριώδες πεπτίδιο, το GLP-1.

Τα αρχικά στοιχεία σχετικά με αυτό το πεπτίδιο είχαν προκύψει από το εργαστήριο ενός αναδυόμενου αστέρα της Ενδοκρινολογίας, του Χάμπενερ. Ο Χάμπενερ και η ομάδα του μελετούσαν ορμόνες-κλειδιά, συμπεριλαμβανομένης της γλυκαγόνης, στο πάγκρεας ψαριών. Κατέψυχαν τα κύτταρα των νησιδίων του παγκρέατος των ψαριών σε αναζήτηση «αχαρτογράφητου» DNA εντός τους και έτσι κάποια στιγμή ανακάλυψαν ένα γονίδιο που κωδικοποιεί την παραγωγή μιας πρόδρομης πρωτεΐνης της γλυκαγόνης η οποία ονομάζεται προγλυκαγόνη. Ενσωματωμένη μέσα στην προγλυκαγόνη οι ερευνητές εντόπισαν και μια αλληλουχία αμινοξέων που προσομοίαζαν στη γλυκαγόνη και τα οποία ονομάστηκαν GLP-1. Περαιτέρω μελέτη σε αυτή την αλληλουχία αμινοξέων σε θηλαστικά – συμπεριλαμβανομένων χάμστερ αλλά και ανθρώπων – από τον Γκριμ Μπελ της εταιρείας Chiron, αποκάλυψε και ένα δεύτερο γλυκαγονόμορφο πεπτίδιο, το GLP-2.

Η αλληλουχία αμινοξέων του GLP-1 διέθετε κάποια κοινά χαρακτηριστικά με το γαστρικό ανασταλτικό πεπτίδιο (GIP), το οποίο μέχρι τότε ήταν το μόνο γνωστό μέλος μιας κατηγορίας ορμονών που ονομάζονται ινκρετίνες. Οι ινκρετίνες παράγονται από το έντερο και ωθούν το πάγκρεας να εκλύσει ινσουλίνη – αυτός ο λειτουργικός ρόλος τους έκανε τους επιστήμονες να πιστεύουν ότι αυτές οι ορμόνες θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες για τη μελέτη αλλά πιθανώς και τη θεραπεία του διαβήτη τύπου 2. Ωστόσο το GIP είχε αποδειχθεί… παταγώδης αποτυχία. Η χορήγησή του σε διαβητικά άτομα είχε ελάχιστη επίδραση στα επίπεδα ινσουλίνης τους.

Οι θέσεις-κλειδιά 7-37

 Τόσο ο Χάμπενερ όσο και η Μότσοφ αναρωτήθηκαν αν το GLP-1 θα αποδεικνυόταν καλύτερο. Ενα σημαντικό βήμα για να υπάρξει απάντηση σε αυτό το ερώτημα ήταν να προσδιοριστεί πού ακριβώς στο σώμα δημιουργείτο η ενεργή μορφή του πεπτιδίου. Στο μικρό γραφείο της η Μότσοφ ανέλυσε τα 37 αμινοξέα τα οποία συνθέτουν την αλληλουχία του GLP-1 στα θηλαστικά και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι 31 αμινοξέα μεταξύ των θέσεων 7 και 37 του πεπτιδίου GLP-1 πιθανώς ήταν μια ινκρετίνη. Σε ένα κομμάτι χαρτί όπου ήταν γραμμένη η αλληλουχία των αμινοξέων της προγλυκαγόνης (το οποίο μάλιστα έχει κρατήσει ως σήμερα) η ερευνήτρια έγραψε το λειτουργικό κομμάτι του GLP-1 και χρόνια αργότερα το δημοσίευσε.

Προκειμένου να αποδειχθεί αν η περιοχή 7-37 ήταν παρούσα στο έντερο – όπως πρέπει να συμβαίνει με τις ινκρετίνες – η Μότσοφ συνέθεσε αντισώματα τα οποία θα αποδείκνυαν την παρουσία του πεπτιδίου. Το έργο της σύνθεσης αντισωμάτων ήταν δύσκολο αλλά το έφερε εις πέρας. Στη συνέχεια ενέχυσε σε κουνέλια το πεπτίδιο που είχε φτιάξει στο εργαστήριο και περίμενε δύο μήνες προκειμένου να αυξηθεί ο αριθμός των αντισωμάτων στο αίμα τους. Συνέλεξε αίμα από τα πειραματόζωα και απομόνωσε τα αντισώματα.

Δύο ορόφους πιο κάτω στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης ο Χάμπενερ και οι συνεργάτες του είχαν αρχίσει να αποκωδικοποιούν τη βιολογία του GLP-1. Το 1984 το εργαστήριο υποδέχθηκε έναν νέο μεταδιδακτορικό ερευνητή, τον Ντράκερ, ο οποίος βάλθηκε να εντοπίσει ποιοι τύποι κυττάρων μπορούν να παράγουν το πεπτίδιο. Η Μότσοφ δεν ανήκε ποτέ στο εργαστήριο του Χάμπενερ. Ωστόσο το καλοκαίρι του 1984 ο Ντράκερ την προσέγγισε μετά από υπόδειξη του Χάμπενερ προκειμένου να συνεργαστούν. Εκείνη αποδέχθηκε τη συνεργασία και μαζί με ερευνητές του εργαστηρίου του Χάμπενερ χρησιμοποίησαν μεθόδους εντοπισμού του πεπτιδίου τις οποίες είχε κατά κύριο λόγο αναπτύξει η ίδια προκειμένου να εντοπίσουν το GLP-1 σε διαφορετικούς ιστούς αρουραίων. Εργαζόμενη κατά κύριο λόγο μόνη της η Μότσοφ ανέφερε στο Science ότι εντόπισε την περιοχή 7-37 του GLP-1 – η οποία υπέθεσε ότι είναι και η ενεργή μορφή του πεπτιδίου – στο έντερο αρουραίων.

Η μελέτη-ορόσημο

Το 1986 η Μότσοφ και ο Χάμπενερ δημοσίευσαν από κοινού μελέτη στην οποία γινόταν περιγραφή της ανακάλυψης της περιοχής 7-37 του GLP-1 στο έντερο. Η μελέτη αυτή η οποία θεωρείται πλέον ευρέως ως ορόσημο στο πεδίο είχε ως πρώτο όνομα τη Μότσοφ και ως τελευταίο όνομα (θέση όπου μπαίνει το όνομα του κύριου συγγραφέα) εκείνο του Χάμπενερ.

Το επόμενο μεγάλο ερώτημα που έπρεπε να απαντηθεί ήταν αν η περιοχή 7-37 του GLP-1 στο έντερο μπορούσε να οδηγήσει στην έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας. Χρησιμοποιώντας το πεπτίδιο GLP-1 που είχε συντεθεί από τη Μότσοφ στο εργαστήριο, ο Ντράκερ ηγήθηκε μελέτης η οποία έδειξε ότι πράγματι το GLP-1 οδηγεί σε έκκριση ινσουλίνης σε μια σειρά κυττάρων των νησιδίων του παγκρέατος αρουραίων. Το 1987 δημοσιεύθηκε στο The Journal of Clinical Investigation μελέτη που περιέγραφε αυτά τα ευρήματα στην οποία η Μότσοφ ήταν το πρώτο όνομα και ο Χάμπενερ το τελευταίο.

Τώρα πλέον που ο Χάμπενερ πλησιάζει τα 90 έτη, θυμάται τη Μότσοφ ως σημαντική συνεργάτιδα. «Συμμετείχε στα αρχικά πρωτοπόρα πειράματα» είπε στο Science και συμπλήρωσε ότι «βρήκε ποιο είναι το πραγματικό ενεργό πεπτίδιο GLP-1. Παράλληλα η ικανότητά της να συνθέτει με ακρίβεια και ταχύτητα μεγάλες ποσότητες του πεπτιδίου μας έδωσε προβάδισμα απέναντι στον ανταγωνισμό». Στην Κοπεγχάγη ο Χολστ και οι συνεργάτες του έπαιρναν και αυτοί μέρος στην κούρσα δημοσιεύοντας σχεδόν ταυτόχρονα με τη Μότσοφ και τον Χάμπενερ αποτελέσματα σχετικά με την ενεργή μορφή του GLP-1 και την ικανότητά της να οδηγεί σε έκκριση ινσουλίνης.

Η πρώτη δοκιμή σε ανθρώπους

 Η ομάδα του Χάμπενερ ήταν η πρώτη που ανακοίνωσε δοκιμή του GLP-1 σε ανθρώπους. Ο Χάμπενερ συνεργάστηκε με έναν νεαρό ειδικό στον διαβήτη του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσετης, τον Ντέιβιντ Νέιθαν ο οποίος και ενέχυσε το πεπτίδιο τόσο σε υγιή άτομα όσο και σε άτομα με διαβήτη. Οπως φάνηκε, το GLP-1 οδηγούσε σε έκκριση ινσουλίνης όταν τα επίπεδα γλυκόζης ανέβαιναν στον οργανισμό – για παράδειγμα μετά την κατανάλωση τροφής. Μιλώντας στο Science o Νέιθαν σημείωσε ότι τόσο ο ίδιος όσο και η Μότσοφ έπαιξαν επικουρικό ρόλο στην έρευνα αυτή ενώ ο Χάμπενερ ήταν εκείνος που έφερε στο φως την τεράστια σημασία του GLP-1.

Οταν δημοσιεύθηκε η μελέτη του Νέιθαν στο Diabetes Care το 1992 η Μότσοφ είχε ήδη επιστρέψει στη Νέα Υόρκη – για την ακρίβεια δύο χρόνια νωρίτερα καθώς ο σύζυγός της αποδέχθηκε μία πολύ καλή θέση στο Ροκφέλερ. Επιστρέφοντας και εκείνη στο πανεπιστήμιο όπου είχε αρχίσει τις σπουδές της, μπήκε στο εργαστήριο του ανοσολόγου και μετέπειτα κατόχου Νομπέλ Ραλφ Στάινμαν, αρχικώς ως επίκουρη καθηγήτρια. Εκείνη την εποχή είχε ένα μικρό παιδί και ένα βρέφος, γεγονός που καθιστούσε δύσκολο το να ισορροπήσει τη μητρότητα με τη δουλειά της. Αρχισε να μελετά τη βιολογία του GLP-1 σε ψάρια ενώ παράλληλα βοηθούσε και νεαρά μέλη του εργαστηρίου με τη βιολογία των πεπτιδίων. Σύμφωνα με την ίδια, το να συνεργάζεται με νέες γυναίκες επιστήμονες της έδινε τεράστια χαρά. Τελικώς έκανε το εργαστήριο του Στάινμαν επαγγελματικό «σπίτι» της επί πολλά έτη – περισσότερα από 20, έως τον θάνατο του το 2011.

Στο μεταξύ οι έρευνες σχετικά με την επίδραση του GLP-1 στους ανθρώπους προχωρούσαν με ταχύτητα φωτός με άλλους επιστήμονες να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Μελέτες που έδειχναν ότι το πεπτίδιο μπορεί να επαναφέρει στο φυσιολογικό τα επίπεδα του σακχάρου του αίματος σε διαβητικά άτομα και άλλες που διεξήχθησαν σε αρουραίους και από τις οποίες προέκυπτε ότι το GLP-1 προκαλεί απώλεια της όρεξης – σημάδι ότι θα μπορούσε να στοχεύσει και την παχυσαρκία. Φαρμακευτικές εταιρείες έδειχναν τεράστιο ενδιαφέρον για το πεπτίδιο πασχίζοντας στα εργαστήριά τους να υπερπηδήσουν τον σκόπελο της πολύ μικρής διάρκειας ζωής του αναζητώντας παράγοντες που θα μιμούνται τη δράση του και θα είναι πιο πρακτικοί ως φάρμακα.

Η σοκαριστική ανακάλυψη για τις πατέντες

Μέσα σε αυτόν τον αγώνα ταχύτητας για το GLP-1 η Μότσοφ αναρωτήθηκε αν είχαν γίνει ποτέ αιτήσεις για πατέντες που να το αφορούν. Οπως η ίδια υποστήριξε προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον Χάμπενερ για να τον ρωτήσει, ωστόσο δεν έλαβε ποτέ απάντηση (ο Χάμπενερ ισχυρίστηκε στο Science ότι δεν θυμάται κάτι τέτοιο). Τελικώς κατάφερε το 1996, μέσω ενός υπαλλήλου εταιρείας βιοτεχνολογίας, να μάθει ότι πατέντες που αφορούσαν τη δουλειά της είχαν κατοχυρωθεί χρόνια πριν. Ψάχνοντας ανακάλυψε δύο πατέντες που κατοχυρώθηκαν το 1992 και αφορούσαν τμήμα του GLP-1 και ‘παράγωγά’ του που είχαν την ικανότητα να οδηγούν σε έκκριση ινσουλίνης. Μια τρίτη πατέντα κατοχυρώθηκε το 1997. Ολες ανέφεραν μόνο τον Χάμπενερ ως εφευρέτη. «Σοκαρίστηκα», είπε η Μότσοφ στο Science. Προσέλαβε μια γνωστή νομική εταιρεία για να τη βοηθήσει ώστε να αποδείξει ότι ήταν συνεφευρέτρια.

Ο αγώνας αυτός διήρκεσε επί έτη – τελείωσε αφότου η φαρμακευτική εταιρεία Novo Nordisk πήρε στα χέρια της αυτές τις πατέντες. Τελικά μεταξύ 2004 και 2006, το Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης συμφώνησε να συμπεριληφθεί το όνομα της Μότσοφ σε πέντε συνολικά πατέντες.

Η Μότσοφ ανέφερε ότι το Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης συμφώνησε να της αποδώσει το ένα τρίτο των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης των φαρμάκων που προέκυψαν από την έρευνα στο GLP-1 – τα δύο τρίτα πήγαν στον Χάμπενερ. Το 2010, ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων ενέκρινε το πρώτο φάρμακο αγωνιστή του GLP-1 (της Novo Nordisk), τη λιραγλουτίδη, ενάντια στον διαβήτη. Τότε η Μότσοφ έλαβε χρήματα από τα δικαιώματα του φαρμάκου – η ροή των χρημάτων σταμάτησε όμως μετά από περίπου ένα έτος καθώς έληξε η σχετική πρώτη πατέντα. Να σημειωθεί ότι ο Χολστ και ο Ντράκερ τόνισαν ότι δεν είχαν ποτέ κανένα οικονομικό όφελος από τους αγωνιστές του GLP-1.

Οσο για τον Χάμπενερ, δήλωσε στο Science ότι μετανιώνει που δεν συμπεριέλαβε όλους τους ανθρώπους που συνέβαλαν στις πατέντες. Δήλωσε επίσης ότι θυμάται πως συμφώνησε να συμπεριλάβει τη Μότσοφ στις πατέντες όταν εκείνη το πρωτοζήτησε αλλά δεν θυμάται την πολύχρονη μάχη για τις πατέντες που ακολούθησε…

Εκρηξη στα φάρμακα για το GLP-1

Για τη Μότσοφ αυτή η διαμάχη για τις πατέντες ήταν εξοντωτική. Κάποιες φορές η έρευνά της καθυστέρησε σημαντικά. Μετά την κυκλοφορία του πρώτου φαρμάκου που βασιζόταν στο GLP-1 είπε στον εαυτό της ότι θα τα αφήσει όλα πίσω της.

Αλλά η σάγκα του GLP-1 συνεχιζόταν. Η Μότσοφ συνέχισε τη δουλειά της στο Ροκφέλερ, ως αναπληρώτρια καθηγήτρια πλέον. Δεν ήταν επικεφαλής δικού της εργαστηρίου αλλά συνεργαζόταν με πολλούς επιστήμονες. Και έβλεπε τα φάρμακα για το GLP-1 να… καλπάζουν. Νέες εκδοχές τους εγκρίθηκαν για τον διαβήτη ενώ το ενδιαφέρον για χρήση τους ενάντια στην παχυσαρκία εμφάνισε έκρηξη. Και το 2017 ξεκίνησαν τα βραβεία για τους Χάμπενερ, Ντράκερ και Χολστ, όχι όμως και για την ίδια.

 Πώς επιλέγονται οι βραβευθέντες

Ειδικοί αναφέρουν ότι οι επιτροπές που δίνουν τα βραβεία συνήθως επικεντρώνονται σε επιστήμονες που προτείνονται για διάκριση από ακαδημαϊκά ιδρύματα ή συναδέλφους τους. Ισως το γεγονός ότι η Μότσοφ δεν είχε ποτέ μια πολύ μεγάλη θέση σε κάποιο ινστιτούτο ή μακροπρόθεσμη ηχηρή παρουσία σε ό,τι αφορούσε την έρευνα στο GLP-1, την έθεσε εξαρχής σε μειονεκτική θέση. Ο Ντράκερ συμφώνησε σε αυτό μιλώντας στο Science. «Η άποψή μου είναι ότι η Σβετλάνα έκανε πολύ σημαντική δουλειά στο πεδίο, κανένας δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό» ανέφερε και προσέθεσε ότι πάντα στις ομιλίες του αναφέρεται στα άρθρα της και στο όνομά της προκειμένου να αναδείξει τα μέλη της επιστημονικής κοινότητας που έβαλαν τα θεμέλια σε αυτή την ιστορία. «Παράλληλα είναι εύκολο να αναγνωριστεί η δουλειά σου αν είσαι από αυτούς που έχτισαν το πεδίο επί δεκαετίες. Είσαι περισσότερο ‘ορατός’ έτσι» προσέθεσε.

Η Μότσοφ, ένα πολύ εσωστρεφές άτομο, δεν μοιράστηκε σχεδόν με κανένα τη σάγκα του GLP-1 μέχρι πρόσφατα. Αρνήθηκε ακόμη και να εμπλέξει σε όλη αυτή την ιστορία τον σύζυγό της, μια ισχυρή επιστημονική προσωπικότητα. «Εχουμε ξεχωριστές καριέρες, ξεχωριστές ταυτότητες» τόνισε η ίδια. «Ενιωθα πάντα ότι ήταν εντελώς ανάρμοστο για εκείνον να προσπαθήσει να κάνει διαφήμιση δική μου σε ένα πεδίο που δεν ήταν δικό του».

 Η ιστορία επαναλαμβάνεται (και στην επιστήμη)

Τώρα κάποιοι φίλοι της Μότσοφ και ορισμένοι συνάδελφοί της από το Ροκφέλερ τη στηρίζουν ώστε να ακουστεί η φωνή της καθώς βλέπουν ότι η ιστορία της είναι από εκείνες που συμβαίνουν ξανά και ξανά στην επιστήμη. Οπως λένε, δεν υπάρχουν κακοί στη συγκεκριμένη ιστορία, υπάρχουν όμως αδικημένοι. Και στην περίπτωσή μας η αδικημένη είναι η Σβετλάνα που δεν έχει λάβει την αναγνώριση που της αξίζει.

Και πράγματι οι άλλοι τρεις πρωταγωνιστές – Χάμπενερ, Ντράκερ και Χολστ – παραδέχονται τη ζωτικής σημασίας συνεισφορά της Μότσοφ. «Είμαι με το μέρος της Σβετλάνα, πραγματικά τη συμπονώ. Εύχομαι να υπήρχε κάτι που θα μπορούσα να κάνω» είπε ο Χάμπενερ.

Τα σχόλια αυτά δείχνουν πάντως να καταφέρνουν να «τσαλακώσουν» την τυπικά… ατσαλάκωτη στη συμπεριφορά Μότσοφ. «Και βέβαια θα πουν ότι αξίζω περισσότερη αναγνώριση, μετά όμως παίρνουν εκείνοι την αναγνώριση που μου ανήκει. Τη μοιράζονται μεταξύ τους»…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...