Πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Scientific Reports δείχνει ότι τα πράγματα είναι καλύτερα από ό,τι φαντάζεται ίσως κανείς για τις μούμιες… Οι ερευνητές δημιούργησαν εκ νέου ένα άρωμα που χρησιμοποιήθηκε γύρω στο 1450 π.Χ. στη μουμιοποίηση της Σενετνέι μιας γυναίκας, μέλους της αρχαίας αιγυπτιακής ελίτ, αποκαλώντας το «άρωμα της αιωνιότητας».
Η μουμιοποίηση ασκήθηκε στην αρχαία Αίγυπτο για σχεδόν 4000 χρόνια ως βασικό χαρακτηριστικό μερικών από τις πιο περίπλοκες ταφικές πρακτικές που τεκμηριώνονται στα αρχαιολογικά αρχεία.
Η αρχαία αιγυπτιακή κοινωνία είναι διάσημη για τις περίπλοκες τελετουργίες και τον εξαιρετικό υλικό πολιτισμό που προσέδιδε στον θάνατο, ιδιαίτερα μεταξύ των ηγεμόνων και των μελών της άρχουσας τάξης. Ηδη από την Υστερη Νεολιθική εποχή, τα ταφικά μνημεία ήταν κεντρικά σημεία του τοπίου στην πλημμυρική πεδιάδα του Νείλου. Αργότερα, οι μνημειακές κατασκευές, από τους αρχαιότερους μασταμπάς (πυραμιδοειδείς τάφοι της αρχαίας Αιγύπτου και ειδικότερα οι βαθμιδωτοί) που χρονολογούνται περίπου 3000 π.Χ. μέχρι τις φημισμένες πυραμίδες της Γκίζας, περίπου2600 π.Χ., έγιναν βασικά στοιχεία της αιγυπτιακής θρησκείας, οικονομίας, κοινωνίας και πολιτικής. Μάλιστα, ήταν τόσο σημαντική η επεξεργασία της ταφικής σφαίρας στον αρχαίο αιγυπτιακό πολιτισμό, ώστε οι νεκροπόλεις της έχουν χαρακτηριστεί «πόλεις των νεκρών».
Η ζωή ήταν μόνο ένα μέρος του αιώνιου ταξιδιού, ο θάνατος αντιμετωπιζόταν ως μετάβαση από μια φάση σε μια άλλη και η πρέπουσα ταφή ήταν υψίστης σημασίας για τους αρχαίους Αιγύπτιους. Στο επίκεντρο αυτής της πλούσιας ταφικής κουλτούρας ήταν τα ίδια τα θαμμένα άτομα, τα οποία υποβάλλονταν σε ένα εξαιρετικά περίπλοκο σύνολο μεταθανάτιων διαδικασιών μουμιοποίησης που, με εξαίρεση ορισμένα παραδείγματα στη Χιλή και την Κίνα, είναι μοναδικές στα αρχαιολογικά αρχεία.
Το σώμα του νεκρού πλενόταν, τυλιγόταν σε επιδέσμους και θαβόταν μαζί με αντικείμενα που θα ήθελε ή θα χρειαζόταν στη μετά θάνατον ζωή. Σε αντίθεση με τη φυσική μουμιοποίηση, που μπορεί να συμβεί σε άνυδρες συνθήκες, όπως αυτές στην αιγυπτιακή έρημο, η τεχνητή μουμιοποίηση συνεπαγόταν εκσπλαχνισμό και σκόπιμη αποξήρανση και διατήρηση του σώματος μέσω της εφαρμογής διαφόρων ουσιών (ταρίχευση). Η διαδικασία περιλάμβανε τη σχολαστική αφαίρεση των ζωτικών οργάνων –πνεύμονες, συκώτι, στομάχι και έντερα–, τα οποία συχνά αλλά όχι πάντα, μουμιοποιούνταν και αποθηκεύονταν σε χωριστά βάζα. Αυτή η πρακτική διευκόλυνε την αποξήρανση του σώματος, αναστέλλοντας την ανάπτυξη βακτηρίων και μυκήτων με στόχο την μακροπρόθεσμη διατήρηση του σώματος του νεκρού για τη μετά θάνατον ζωή, παρέχοντας ένα δοχείο για την επιστροφή των «ψυχών» του ατόμου.
Οι πληροφορίες για τις ακριβείς συνταγές που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι κατά τη διάρκεια των μουμιοποιήσεων είναι ελάχιστες, αναφέρει η Εριν Μπλέικμορ στην Washington Post· γι’ αυτό οι ερευνητές στράφηκαν σε υπολείμματα στα –πλέον– άδεια δοχεία που περιείχαν τα διατηρημένα όργανα της Σενετνέι, μιας ευγενούς, η οποία ήταν τροφός του μελλοντικού φαραώ Αμένοφι Β΄(Αμενχοτέπ II) και έφερε τον τίτλο «Στολίδι του Βασιλιά».
Μετά τον θάνατό της, τα μουμιοποιημένα όργανα της Σενετνέι αποθηκεύτηκαν σε τέσσερα βάζα σε έναν βασιλικό τάφο στην Κοιλάδα των Βασιλέων στη Θήβα. Τα βάζα ανασκάφηκαν το 1900 από τον βρετανό αρχαιολόγο Χάουαρντ Κάρτερ, ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός για τη μεταγενέστερη ανακάλυψη του τάφου του Τουταγχαμών.
Η διδακτορική ερευνήτρια Μπάρμπαρα Χούμπερ και η Νικόλ Μπουαβέν καθηγήτρια του Ινστιτούτου Γεωανθρωπολογίας Max Planck στη Γερμανία, μαζί με συναδέλφους τους, ανέλυσαν τις οργανικές ουσίες που βρέθηκαν σε έξι δείγματα βάλσαμου από δύο βάζα όπου ήταν αποθηκευμένοι οι πνεύμονες και το ήπαρ της Σενετνέι. Τα όργανα χάθηκαν μετά την ανασκαφή, ωστόσο υπολείμματα βάλσαμου επιβίωσαν στις εσωτερικές επιφάνειες των κενών αγγείων, τα οποία τώρα φυλάσσονται στην αιγυπτιακή συλλογή του Μουσείου Αουγκούστ Κέστνερ στο Ανόβερο.
Χρησιμοποιώντας φασματομετρία μάζας, μελέτησαν τα εναπομείναντα ίχνη του βάλσαμου που διατηρούσε —και αρωμάτιζε— τα όργανα κατά τη διαδικασία μουμιοποίησης.
Τα αρωματικά υγρά (βάλσαμο) που χρησιμοποιούσαν ήταν πολύπλοκα, λέει η μελέτη, και περιείχαν ρητίνες φυτού που σχετίζεται με το πεύκο· οι ερευνητές πιστεύουν ότι ήταν ρητίνες λάρικας (κωνοφόρο της οικογένειας των πευκοειδών), μαστιχόδενδρου ή κόμμι ντάμαρ και προϊόντα αποδόμησης, που πιστεύουν ότι ήταν ζωικά λίπη και φυτικά έλαια. Χρησιμοποιούσαν επίσης κερί μέλισσας και πίσσα.
Τα δύο δοχεία που μελετήθηκαν δεν περιείχαν ακριβώς το ίδιο μείγμα ενώσεων· αν και οι ενώσεις ήταν παρόμοιες, το δοχείο που κάποτε περιείχε τους πνεύμονες της Σενετνέι διατηρούσε μια αρωματική ρητίνη, η οποία δεν βρέθηκε σε εκείνο που φιλοξενούσε το συκώτι της. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν διαφορετικές συνταγές για τη μουμιοποίηση διαφορετικών οργάνων.
«Τα συστατικά του βάλσαμου καθιστούν σαφές ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι προμηθεύονταν υλικά πέρα από το βασίλειό τους από νωρίς», ανέφερε σε δελτίο Τύπου η καθηγήτρια Νικόλ Μπουαβέν, επικεφαλής του project, «Ο αριθμός των εισαγόμενων συστατικών στο βάλσαμο της Σενετνέι υπογραμμίζει επίσης τη σπουδαιότητά της· ήταν βασικό μέλος του στενού κύκλου του Φαραώ», πρόσθεσε. Η λάρικα (από τα κυρίαρχα φυτά στα βόρεια δάση της Σιβηρίας και του Καναδά) και το δαμάρ (δένδρο της οικογένειας των διπτερόκαρπων που συναντάται σε Ινδία, Νεπάλ, Ινδονησία, Μαλαισία), που πιθανότατα χρησιμοποιούσαν, προέρχονταν από μακρινά μέρη, υποδηλώνοντας ότι το εμπόριο της αρχαίας Αιγύπτου ήταν πιο διαδεδομένο από ό,τι πιστεύαμε παλιότερα.
Η έρευνα ήταν δυνατή μόνο επειδή τα δοχεία διατηρήθηκαν πολύ καλά καθώς εξελίσσεται η τεχνολογία, ένα επιχείρημα, γράφουν οι ερευνητές, για «τη σημασία της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς υπό βέλτιστες συνθήκες μακροπρόθεσμα». Οι ερευνητές συνεργάστηκαν επίσης με έναν αρωματοποιό και έναν μουσειολόγο αισθήσεων για να δημιουργήσουν εκ νέου το άρωμα του βάλσαμου, που θυμίζει πεύκο, για μια έκθεση στο Μουσείο Moesgaard, που είναι αφιερωμένο στην αρχαιολογία και την εθνογραφία και βρίσκεται στο Μπέντερ, ένα προάστιο του Ααρχους, στη Δανία.
Η έκθεση με τίτλο «Ancient Egypt – Obsessed with Life» («Αρχαία Αίγυπτος – Εμμονή με τη Ζωή») θα εγκαινιαστεί τον Οκτώβριο· επικεντρώνεται στη φαραωνική περίοδο, την Εποχή του Χαλκού και την Εποχή του Σιδήρου, περίπου 2600-700 π.Χ., και ιδιαίτερα στη μετά θάνατον ζωή και στην αλληλεπίδραση μεταξύ των ζωντανών και των ζωντανών νεκρών που ενταφιάζονταν στους λαξευμένους τάφους κατά μήκος του Νείλου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News