Στις 29 Αυγούστου 2005, ο τυφώνας Κατρίνα χτύπησε με απίστευτη σφοδρότητα μέρος του Αμερικανικού Νότου, ιδιαίτερα τη Νέα Ορλεάνη. Ήμουν εκεί ακριβώς ένα χρόνο πριν το συμβάν, για το ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ακαδημίας Διοίκησης. Είχα περιηγηθεί την πόλη και, ένα χρόνο αργότερα, δρόμοι, στάδια (όπως το περίφημο Superdome), και τοποθεσίες (όπως το όμορφο French Quarter), που αναφέρονταν στις ανταποκρίσεις των ΜΜΕ, μου ήταν οικεία. Η υπέροχη Νέα Ορλεάνη που θυμόμουν έμοιαζε με πόλη εμπόλεμης ζώνης.
Η αναλογία με πολεμική επιχείρηση δεν είναι απλό σχήμα λόγου. Για τους λήπτες αποφάσεων κατέστη οδηγός δράσης. Ο Ναύαρχος Άλεν, μέχρι τότε επικεφαλής του Αμερικανικού Λιμενικού Σώματος, διορίστηκε εκτάκτως από την κυβέρνηση Μπους επικεφαλής των επιχειρήσεων διάσωσης και ανάκαμψης στη Νέα Ορλεάνη. Όχι μόνο ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικός, αλλά η ηγεσία του κατέστη θρυλική. Σε συνέντευξή του στο Harvard Business Review (https://hbr.org/2010/11/you-have-to-lead-from-everywhere) περιέγραψε τις δυσκολίες που συνάντησε και πώς τις χειρίστηκε.
Ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ήταν τέτοια η καταστροφή που επέφερε ο τυφώνας ώστε «χάθηκε η κρατική συνέχεια»: δεν υπήρχε λειτουργική τοπική αυτοδιοίκηση, την οποία να συνδράμει το ομοσπονδιακό κράτος. Αρχικά αντιμετωπίσαμε το πρόβλημα, είπε, «ως να είναι πρόβλημα φυσικής καταστροφής». Συνειδητοποίησα, ομολόγησε, ότι δεν ήταν. Αρχίσαμε να γινόμαστε αποτελεσματικοί, ανέφερε, όταν άλλαξα οπτική γωνία: αντί για φυσική καταστροφή αντιμετωπίζαμε κάτι σαν το «αποτέλεσμα χρήσης όπλων μαζικής καταστροφής». Αυτή η αλλαγή «νοητικού μοντέλου» – οπτικής γωνίας – είπε ο Ναύαρχος Άλεν μας επέτρεψε να δράσουμε διαφορετικά, εμπλέκοντας πολύ πιο ενεργά τις ένοπλες δυνάμεις. Τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά.
Η κύρια άμεση αιτία της καταστροφής της Νέας Ορλεάνης ήταν η θραύση των φραγμάτων του Μισισιπή. Το 80% της έκτασής της πλημμύρισε. Το ύψος του νερού έφτανε, σε σημεία, μέχρι σχεδόν τα 5 μέτρα. Οι νεκροί ανήλθαν στους 1464. Τόσο ο πληθυσμός, όσο και η οικονομία της περιοχής, υπέστησαν κολοσσιαίο χτύπημα. Αν και μεγάλο μέρος του πληθυσμού, είχε εκκενώσει εγκαίρως την πόλη, μετά από προειδοποιήσεις των αρμοδίων, αρκετοί παρέμειναν. Τα προβλήματα διάσωσης ήταν τεράστια. Αρκετά πράγματα έγιναν λάθος. Ο αρμόδιος ομοσπονδιακός φορέας πολιτικής προστασίας (FEMA), το Υπουργείο Ασφάλειας της Πατρίδας (Department of Homeland Security -DHS), όπως και τοπικοί πολιτικοί παράγοντες, επικρίθηκαν για αργοπορία, έλλειψη συντονισμού, και κακή οργάνωση.
Όπως συνηθίζεται στην Αμερική, Ειδική Επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων, με διακομματική σύνθεση, μελέτησε τη διαχείριση της αντιμετώπισης του τυφώνα, τόσο μια εβδομάδα πριν, όσο και δύο εβδομάδες μετά το πλήγμα του τυφώνα. Το πόρισμά της είναι εντυπωσιακά εμπεριστατωμένο – σχεδόν ακαδημαϊκή διατριβή. Διέτρεξε έγγραφα 500.000 σελίδων, πήρε πλήθος συνεντεύξεων, και διοργάνωσε εννέα δημόσιες ακροάσεις. Το σημαντικότερο: το πόρισμα διαπερνάται από το σωστό πνεύμα. «Συμφωνήσαμε [ως επιτροπή]», γράφει, ότι «το καθήκον μας είναι πολύ σημαντικό για να γίνει αντικείμενο γκρίνιας. Δεν ήταν θέμα κομματικής πολιτικής. Ο Κατρίνα δεν έκανε διακρίσεις μεταξύ Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατών».
Το πόρισμα αναγνωρίζει το τεράστιο μέγεθος του τυφώνα, τις αναπόφευκτες καταστροφές που θα επέφερε, και την κακή τύχη να εκδηλωθεί Σαββατοκύριακο. Ωστόσο, το ζητούμενο δεν ήταν απλώς να αποτιμήσει την καταστροφή, αλλά να «συνάγει μαθήματα, χωρίς να δακτυλοδεικτεί». Ομολογεί ότι η κρατική απόκριση σε όλα τα επίπεδα (ομοσπονδιακό, πολιτειακό, τοπικό) ήταν, εκ των πραγμάτων, ανεπαρκής και προσπαθεί να κατανοήσει πώς θα μπορούσε να είναι καλύτερη.
Η κύρια μέθοδος της Επιτροπής ήταν να αντιπαραβάλλει τις ενέργειες που έπρεπε να είχαν αναληφθεί με βάση ομοσπονδιακά, πολιτειακά και τοπικά σχέδια με τις ενέργειες που όντως αναλήφθηκαν. Τα ερωτήματά της προς τους αξιωματούχους ήταν απλά και ευθύβολα: «Τι χρειαζόσασταν και τι πήρατε; Πού ήσασταν τις μέρες και ώρες πριν τον τυφώνα, και στη διάρκειά του; Με ποιους μιλήσατε; Τι κάνατε; Ανταποκρίνεται αυτά που κάνατε σε όσα υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνετε; Αν όχι, γιατί;». Δεν χρειάζεται να λέμε, αναφέρει το πόρισμα, ότι «αν δεν έσπαζαν τα φράγματα, δεν θα είχαμε τα προβλήματα αυτά». «Τα φράγματα έσπασαν και το κράτος και άλλοι οργανισμοί απέτυχαν με πολλούς τρόπους». Γιατί η κρατική απόκριση ήταν τόσο ανεπαρκής απέναντι σε μια καταστροφή που είχε προβλεφθεί; Τι δεν λειτούργησε καλά;
Το συμπέρασμα της Επιτροπής συνοψίζεται στον τίτλο του πορίσματος: «Α failure of initiative». Κρίσιμοι αξιωματούχοι και φορείς δεν πήραν τις πρωτοβουλίες που έπρεπε, τότε που έπρεπε. Οι λήπτες αποφάσεων σπατάλησαν χρόνο σε δευτερεύοντα θέματα, όπως να ρίχνουν μεταξύ τους το μπαλάκι των ευθυνών (blame game) και να επιδίδονται σε δημόσιες σχέσεις, αντί να επικεντρωθούν στα μείζονα. «Αξιωματούχοι σε όλα τα επίπεδα φαίνεται ότι περίμεναν μια καταστροφή που θα ταιριάζει τα σχέδιά τους, αντί να προγραμματίζουν και να χτίζουν κλιμακούμενες ικανότητες (scalable capacities) για να αντιμετωπίσουν οτιδήποτε τους έριχνε η Μητέρα Φύση». Συνεχίζει το πόρισμα: «συναντήσαμε ξανά την κουλτούρα αποφυγής ανάληψης ρίσκου (risk-averse culture), που χαρακτηρίζει το μεγάλο κράτος και ξανά αναγνωρίσαμε την ανάγκη για οργανισμούς τόσο ευέλικτους (agile) και αποκριτικούς (responsive) όσο απαιτείται στον 21ο αιώνα».
Επισημαίνει ότι τα «πληροφοριακά κενά» ήταν πολλά και η έλλειψη συντονισμού έντονη. Κρίσιμες αποφάσεις δεν ελήφθησαν εγκαίρως (π.χ. παρά τις προβλέψεις για τη σφοδρότητά του, ο τυφώνας δεν χαρακτηρίστηκε έγκαιρα Επεισόδιο Εθνικής Σημασίας από τον αρμόδιο υπουργό), ομοσπονδιακοί φορείς ήταν υποστελεχωμένοι και τα στελέχη τους υποεκπαιδευμένα. Υπήρξε ανικανότητα μάθησης από προηγούμενους τυφώνες. Τα φράγματα δεν είχαν ενισχυθεί επαρκώς. Η παραπληροφόρηση ήταν έντονη, και οι Αρχές στηρίζονταν συχνά σε εσφαλμένη ενημέρωση των ΜΜΕ, όχι σε πρωτογενείς πληροφορίες. Πολλά από τα προβλήματα αυτά ήταν προβλέψιμα, αλλά το κράτος ολιγώρησε. Εν ολίγοις, ο τυφώνας Κατρίνα «έδειξε ότι είμαστε ένα αναλογικό κράτος σε μια ψηφιακή εποχή».
Από το μέχρι σήμερα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ αναγνωρίζουμε αρκετά από τα παραπάνω στις δικές μας καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία, εξαιτίας της καταιγίδας «Ντάνιελ» (βλ. «Καθημερινή», 8, 9 & 10/9/2023): πληροφοριακά κενά και έλλειψη συντονισμού μεταξύ Στρατού και Πολιτικής Προστασίας για τη διοργάνωση επιχειρήσεων διάσωσης· blame game μεταξύ κεντρικής διοίκησης, περιφέρειας και Δήμων· γραφειοκρατική βραδυπορία στη δημιουργία κρίσιμων αντιπλημμυρικών έργων, για τα οποία δεν φαίνεται να υπάρχει πάντοτε σωστός σχεδιασμός, καλή εκτέλεση και επαρκής έλεγχος· το σύστημα πολιτικής προστασίας «Δάρδανος» για την τοπική αυτοδιοίκηση συνιστά απλή έκθεση ιδεών, ενώ η χρηματοδότηση των Δήμων για έργα πολιτικής προστασίας είναι τραγικά ανεπαρκής· από τον επίσης καταστροφικό «Ιανό» που χτύπησε τη Θεσσαλία το 2020, δεν διδαχθήκαμε πολλά.
Το σημαντικότερο, ίσως, είναι ότι, όπως έχω γράψει περισσότερες φορές απ’ όσες μπορώ να θυμηθώ, δεν μαθαίνουμε από την απόκρισή μας σε φυσικές καταστροφές. Δεν θα βρείτε ούτε ένα επίσημο, διακομματικά αποδεκτό, πόρισμα σαν αυτό για τον τυφώνα «Κατρίνα», που να ερευνά τη διαχείριση φυσικών καταστροφών, όπως ο «Ιανός», οι πλημμύρες της Μάνδρας, ή οι πυρκαγιές του 2007 και του 2017. Τείνουμε να ενεργούμε σπασμωδικά, βιαστικά και ερασιτεχνικά, χωρίς θεσμική μνήμη. Συνεπώς, όχι μόνο, δεν μαθαίνουμε από τα λάθη μας, αλλά δεν διαθέτουνε ένα αποδεκτό corpus τεκμηριωμένης γνώσης πάνω στο οποίο να στηρίζεται ορθολογικά ο δημόσιος διάλογος. Αντιθέτως, αυτό που ξέρουμε να κάνουμε καλά είναι το πολιτικό blame game. Εκεί αριστεύουμε.
Δεν χρειάζεται να επαναφέρουμε τον τροχό στη διαχείριση φυσικών καταστροφών. Μπορούμε να μάθουμε από τους καλύτερους. Θέλουμε;
Ο Χαρίδημος Κ. Τσούκας είναι καθηγητής Στρατηγικής Διοίκησης στην Εδρα Columbia Ship Management στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής Οργανωσιακής Συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Warwick (www.htsoukas.com)
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News