Σταρ όπως οι Ζιλιέτ Μπινός, Ζαν Ρενό και Λέα Σεϊντού είναι λίγοι μόνο από τους αμέτρητους ηθοποιούς με τεράστια διεθνή απήχηση που μας έχει δώσει τις τελευταίες δεκαετίες ο γαλλικός κινηματογράφος· αλλά φαίνεται ότι η Εμανουέλ Μπεάρ είναι η επιτομή ενός μείγματος κοσμικής επιτήδευσης, τεράστιας γενναιότητας και μεγάλης ομορφιάς, περισσότερο από κάθε άλλο Γαλάτη σταρ, γράφει εμφατικά στην Telegraph ο Αλεξάντερ Λάρμαν.
Από τη «Μανόν των Πηγών» (1986) του Κλοντ Μπερί, με την οποία έκανε αίσθηση διεθνώς μέχρι το πέρασμά της από την «Επικίνδυνη Αποστολή» (1996) του Μπράιαν ντε Πάλμα η Μπεάρ έχει γυρίσει συνολικά περισσότερες από 60 ταινίες και τηλεοπτικές σειρές στη Γαλλία και αλλού· είναι ένα εμβληματικό γαλλικό σύμβολο και επάξια αποδέκτης της υψηλότερης διάκρισης της χώρας, αυτής του μέλους στο ιπποτικό Τάγμα της Λεγεώνας της Τιμής.
Αναμενόμενο ήταν, λοιπόν, η αποκάλυψη, που έκανε η γαλλίδα ηθοποιός σε ένα νέο ντοκιμαντέρ, με τίτλο «Un silence si bruyant» («Μια τόσο θορυβώδης σιωπή»), ότι έπεσε θύμα αιμομιξίας όταν ήταν έφηβη, μεταξύ 10 και 14 ετών, να συνταράξει τη χώρα της. Η Εμανουέλ Μπεάρ ηθοποιός έχει σκηνοθετήσει το ντοκιμαντέρ από κοινού με την Αναστασία Μίκοβα, ενώ επίσης είναι ένα από τα πέντε θύματα αιμομιξίας, που μιλούν σε αυτό. Η Μπεάρ δεν κατονόμασε τον βιαστή της, υπογραμμίζοντας ότι «δεν είναι αυτή η προσέγγιση της ταινίας»· ξεκαθάρισε επίσης ότι ο θύτης δεν ήταν ο αείμνηστος πατέρας της, διάσημος τραγουδιστής και τραγουδοποιός, λιβανικής καταγωγής, Γκι Μπεάρ.
Αποκαλύψεις με θάρρος και ειλικρίνεια
Στην «Τόσο θορυβώδη σιωπή», που θα μεταδοθεί στις 24 Σεπτεμβρίου στο γαλλικό ιδιωτικό κανάλι M6, η Μπεάρ απευθύνεται στον θύτη της λέγοντας: «Επειδή ο πατέρας μου, η μητέρα μου και οι φίλοι μου δεν παρατήρησαν τίποτα, μπορέσατε να το κάνετε ξανά, και το κάνατε, πάνω από τέσσερα χρόνια». Τελικά την έσωσε η γιαγιά της, την οποία αποκαλεί «αυτή που έσωσε το δέρμα μου. Μου έδωσε τη δυνατότητα να ξεφύγω από τα νύχια αυτού του άντρα. Με απομάκρυναν από τον οικογενειακό κύκλο και με έστειλαν σε οικοτροφείο».
Η Μπεάρ δεν ήταν παρούσα στην πρώτη προβολή του σκληρού ντοκιμαντέρ στο Παρίσι, για δημοσιογράφους. Εμφανίστηκε, όμως, σε ένα βίντεο, στο οποίο κατέστησε σαφές ότι πρόθεσή της ήταν να μοιραστεί τις ιστορίες των άλλων θυμάτων αιμομιξίας και όχι να προσελκύσει η ίδια τα φώτα της δημοσιότητας. Ωστόσο, όπως είπε, «η ειλικρίνεια και το θάρρος τους με έκαναν να θέλω να μιλήσω κι εγώ». Και μπήκε σε περισσότερες λεπτομέρειες σε συνέντευξή της στο γαλλικό περιοδικό Elle.
Η ταινία θα προσελκύσει αναπόφευκτα τεράστια προσοχή, γράφει ο Λάρμαν στην Telegraph, φωτίζοντας επίσης ορισμένα ζοφερά στατιστικά στοιχεία, που σχετίζονται με την αιμομιξία στη Γαλλία. Η κυβερνητική επιτροπή CIVIISE, για τη διερεύνηση και την πρόληψη αυτών των εγκλημάτων, υπολογίζει ότι περίπου 160.000 παιδιά κακοποιούνται σεξουαλικά κάθε χρόνο και ότι περίπου 5,5 εκατ. γάλλοι ενήλικες ζουν με την κληρονομιά μιας μεταχείρισης παρόμοιας με αυτή της Μπεάρ.
Είναι αλήθεια ότι η σεξουαλική κακοποίηση επηρεάζει εξίσου όλες τις τάξεις, ανεξάρτητα από την κοινωνική κατάσταση ή τον πλούτο. Η Εμανουέλ Μπεάρ μεγάλωσε σε ένα από τα πιο προνομιούχα σπίτια, που θα μπορούσε να ελπίζει κανείς. Ο πατέρας της, ο οποίος συντόμευσε το όνομά του από το γενέθλιο Μπεχάρτ-Χασόν σε Γκι Μπεάρ, ήταν ένας από τους πιο επιτυχημένους τραγουδιστές-τραγουδοποιούς του γαλλικού chanson τη δεκαετία του 1950, με πιο διάσημο τραγούδι του, το ομότιτλο κομμάτι της ταινίας «L’Eau Vive» (1958), που αγαπήθηκε πολύ και τον έκανε διάσημο και πλούσιο. Αλλά η φήμη του επισκιάστηκε σύντομα από την άνοδο του ροκ σταρ Τζόνι Χάλιντεϊ και του πολύ πιο χαλαρού και επικίνδυνου Σερζ Γκενσμπούργκ.
Η Εμανουέλ γεννήθηκε το 1963 από τη Ζενεβιέβ Γκαλεά, μοντέλο και δεύτερη σύζυγο του Γκι. Τρία χρόνια αργότερα, ο Γκενσμπούργκ θα γνώριζε την επιτυχία με το «Les Sucettes» ένα φαινομενικά αθώο τραγουδάκι για τα γλειφιτζούρια με γεύση γλυκάνισου, που έγραψε για την έφηβη Φρανς Γκαλ. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όμως, μετά βίας έκρυβε μια σειρά από ευφημισμούς για το στοματικό σεξ, μιλώντας για μια μικρή Ανί, που «για λίγες πεντάρες έχει τα γλειφιτζούρια της» και «όταν το ξυλάκι/ με γεύση γλυκάνισο / κατεβαίνει στον λαιμό της /είναι στον Παράδεισο».
Ακτιβίστρια από σύμβολο του σεξ
Η Μπεάρ έκανε το ντεμπούτο της ως ηθοποιός το 1972, με έναν ρόλο παιδιού, που δεν της είχε πιστωθεί, στο αστυνομικό δράμα «And Hope to Die»· τέσσερα χρόνια αργότερα είχε έναν πιο ουσιαστικό ρόλο στην ταινία επιστημονικής φαντασίας «Demain les mômes», η οποία, όπως αποδεικνύεται τώρα, γυρίστηκε κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής κακοποίησης, που υπέστη. Ο πρώτος σημαντικός ρόλος της, γράφει στην Telegraph ο βρετανός κριτικός κινηματογράφου, ήταν στο «Premiers désirs» (1984), ένα ερωτικό δράμα ενηλικίωσης, για τρία κορίτσια, που αφυπνίζονται σεξουαλικά σε ένα νησί της Μεσογείου, όπου καταλήγουν μετά από ένα ναυάγιο. Σκηνοθέτης της ταινίας ήταν ο φωτογράφος Ντέιβιντ Χάμιλτον, ο οποίος κατηγορήθηκε αργότερα από πολλά πρώην μοντέλα για σεξουαλικές επιθέσεις, και, αφού αρνήθηκε τους ισχυρισμούς και απείλησε να κινηθεί νομικά εναντίον τους, αυτοκτόνησε το 2016.
Η Γαλλία έβραζε με αφορμή έργα άκρως σεξουαλικής φύσης, που γυρίζονταν εκείνη την εποχή· το 1984, το video clip του «Lemon Incest» του Σερζ Γκενσμπούργκ προκάλεσε σάλο, δείχνοντας τον αντισυμβατικό μουσικό με την κόρη του Σαρλότ, ημίγυμνους στο κρεβάτι, ενώ οι στίχοι του τραγουδιού ήταν γεμάτοι υπονοούμενα.
Παρόλο το laissez-faire μιας χώρας, που υπερηφανευόταν για την ανεκτικότητα και τη διαφάνεια όσον αφορά στο σεξ, το βίντεο προκάλεσε τεράστια διαμάχη, θυμίζοντας το εξίσου σκανδαλώδες ντουέτο του Γκενσμπούργκ με την πρώην σύζυγό του Τζέιν Μπίρκιν, το «Je t’aime… moi non plus» στο πιο φρέσκο. Παρά τον τίτλο του, ωστόσο, η Σαρλότ αρνήθηκε αργότερα ότι ήταν ένα τραγούδι για την αιμομιξία, υποστηρίζοντας ότι «απλώς μιλάει για την απέραντη αγάπη ενός πατέρα για την κόρη του και της κόρης για τον πατέρα της». Για την ιστορία, το σκάνδαλο εξασφάλισε τελικά την αναρρίχηση του ταγουδιού στο νούμερο δύο των γαλλικών charts.
Μέσα σε αυτή την πυρετώδη ατμόσφαιρα, εμφανίστηκε και η Μπεάρ στη «Μανόν των Πηγών» προκαλώντας τεράστιο ενδιαφέρον. Είχε ήδη μεν εμφανιστεί γυμνή στο «Premiers désirs», αλλά εκείνη η ταινία είχε ελάχιστα προβληθεί, συγκριτικά με το φιλμ του Κλοντ Μπερί, που έγινε τεράστια εισπρακτική επιτυχία, τόσο στη Γαλλία όσο και διεθνώς. Η «Μανόν» ήταν η συνέχεια της «Ζαν ντε Φλορέτ», που γύρισε ο Μπερί την ίδια χρονιά (οι δύο μαζί αποτέλεσαν την κινηματογραφική μεταφορά του δίτομου μυθιστορήματος του Μαρσέλ Πανιόλ, του 1965, για την αγροτική ζωή στην Προβηγκία στις αρχές του 20ου αιώνα)· και τράβηξε την προσοχή του κοινού, τόσο για τη γραφική της φωτογραφία και τη λογοτεχνική της αξία όσο και για μια γυμνή σκηνή, στην οποία εμφανιζόταν η τότε 23χρονη ηθοποιός.
Αρχικά η Μπεάρ ήταν απρόθυμη να γυρίσει τη σκηνή και χρειάστηκε να πειστεί από τον σκηνοθέτη, ο οποίος γδύθηκε και βούτηξε στο νερό. Ωστόσο, εκείνη η σεκάνς την έκανε σταρ και σφράγισε τη φήμη της ως ηθοποιού που νιώθει άνετα με το γυμνό στην οθόνη, κάτι που φτάνει στα άκρα στο σχεδόν τετράωρο δράμα «Η ωραία καυγατζού» (1991). Στην ταινία του Ζακ Ριβέτ, που βασίζεται στο διήγημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ «Αγνωστο αριστούργημα» (1831), η Μπεάρ υποδύεται το μοντέλο ενός καλλιτέχνη και εμφανίζεται γυμνή στην οθόνη στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας.
Λίγο αργότερα, παντρεύτηκε τον Ντανιέλ Οτέιγ, συμπρωταγωνιστή της στη «Μανόν» και κατά 13 χρόνια μεγαλύτερό της· εμφανίστηκε επίσης στην ταινία «Σε ζηλεύω» (1994) του Κλοντ Σαμπρόλ, ο οποίος αργότερα θα έλεγε ότι «η Εμανουέλ έχει πρόσωπο παρθένας και σώμα πόρνης»… Προσβλήθηκε από αυτή την περιγραφή; Γεγονός είναι ότι δεν έκανε δημόσια κριτική στον θρυλικό γάλλο σκηνοθέτη· ωστόσο, το 2007 σε συνέντευξή της στον Guardian παρατήρησε ότι η υποκριτική «πραγματικά δεν είναι εγκεφαλικό επάγγελμα. Ο αισθησιασμός και η σεξουαλικότητα είναι πολύ δυνατοί, πολύ παρόντες σε αυτή τη δουλειά. Το σώμα μου για μένα είναι ένα όργανο που μπορώ να χρησιμοποιήσω». Και συνέχισε τονίζοντας ότι «αυτό είναι μόνο ένα από τα πρόσωπά μου. Το κοινό έχει την εντύπωση της πολύ σεξουαλικής για μένα, αλλά αυτή δεν είναι ολόκληρη η εικόνα. Εχω παίξει γυναίκες που δεν είναι όμορφες, γυναίκες που είναι διαλυμένες, κάθε άλλο παρά μοιραίες γυναίκες ή ξεμυαλίστρες».
Το 2003, η Εμανουέλ Μπεάρ πόζαρε γυμνή για το Elle. Αποτέλεσμα; Τα 550.000 τεύχη του περιοδικού εξαντλήθηκαν μέσα σε τρεις ημέρες. Δεν είχε σκοπό να είναι προκλητική, είπε: «Οταν τις είδα [τις φωτογραφίες], εγώ πρότεινα να τις χρησιμοποιήσουν. Ηταν μια απάντηση σε όλες εκείνες τις αδύνατες, ημιανορεξικές έφηβες, που μας επιβάλουν τα γυναικεία περιοδικά· ήθελε να πω, “Κοίτα, είμαι 40, αυτό είναι το σώμα μου, αυτές είναι οι καμπύλες μου, μου αρέσουν και είμαι περήφανη γι’ αυτές”. Είναι αλήθεια, ότι τώρα νιώθω καλύτερα μέσα στο σώμα μου από ότι όταν ήμουν 20. Γιατί όχι;»
Ωστόσο, την τελευταία δεκαετία, η γαλλίδα ηθοποιός έχει αποσυρθεί από τον κινηματογράφο. Συνεχίζει να παίζει, πιο πρόσφατα εμφανίστηκε στη γαλλική αστυνομική σειρά έξι επεισοδίων «Syndrome E», αλλά έχει χάσει το ενδιαφέρον της να γίνεται σεξουαλικό αντικείμενο και να πρέπει να είναι συνένοχος στην πατενταρισμένη της ιδιότητα ως εθνικό αντικείμενο του πόθου, παρατηρεί στην Telegraph ο Αλεξάντερ Λάρμαν· ο βρετανός κριτικός κινηματογράφου σημειώνει επίσης ότι η γενναιότητα και η ειλικρίνεια, που επιδεικνύει η Μπεάρ στη νέα της ταινία, αναμφίβολα θα την επαναφέρουν στην επικαιρότητα, που προσπαθούσε να αποφύγει τα τελευταία χρόνια.
Αυτό το ντοκιμαντέρ έρχεται σε μια εποχή, που τα ζητήματα της σεξουαλικής κακοποίησης αποτελούν μέρος του εθνικού διαλόγου στη Γαλλία που άνοιξε με μια σειρά αποκαλύψεων. Το βιβλίο της Καμίγ Κουσνέρ «Η μεγάλη οικογένεια» (κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Κάκτος), προκάλεσε σάλο καθώς η κόρη του πρώην υπουργού Υγείας και Εξωτερικών της Γαλλίας Μπερνάρ Κουσνέρ αποκάλυψε ότι ο πατριός της Ολιβιέ Ντιαμέλ, ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της χώρας και τέως ευρωβουλευτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος, κακοποιούσε σεξουαλικά τον δίδυμο αδελφό της. Και η Βανεσά Σπρινγκορά, στα δικά της απομνημονεύματα με τίτλο «Le Consentement» (2020) έγραψε ότι στα 14 της βιάστηκε από τότε 49χρονο Γκαμπριέλ Ματζνέφ, έναν συγγραφέα που έγινε διάσημος και βραβεύτηκε για το έργο του υποστηρίζοντας επί χρόνια το σεξ με ανήλικα παιδιά κομπάζοντας πολλές φορές στην τηλεόραση για τις ακόρεστες επιθυμίες του.
Η χαλαρή στάση της Γαλλίας απέναντι στη σεξουαλικότητα οδήγησε σε ένα παλιρροϊκό κύμα περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης, και μπορεί να φαίνεται δύσκολο να γίνουν μάθημα, αλλά ο Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε δημόσια το 2021 «θα κυνηγήσουμε τους επιτιθέμενους» και ότι θα παρθούν πολύ πιο αυστηρά μέτρα για την αντιμετώπιση ζητημάτων συναίνεσης και καταναγκασμού και αιμομιξίας.
Από την άλλη πλευρά πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να βγουν και να μιλήσουν ανοικτά από τον φόβο ότι δεν θα γίνουν πιστευτοί· όπως είπε στο Elle η Μπεάρ, όταν ρωτήθηκε γιατί δεν είχε αναφέρει τον βιαστή της νωρίτερα: «Δεν θα άντεχα το ρίσκο να μου πουν ότι δεν συνέβη. Η προοπτική της απόρριψης μιας τέτοιας υπόθεσης είναι τρομακτική, και αυτό συμβαίνει στα τρία τέταρτα των ανθρώπων που κάνουν μια καταγγελία».
Η είσοδός της σε αυτή τη ζοφερή αλλά απαραίτητη συζήτηση, γράφει ο Λάρμαν στην Telegraph, μπορεί να απέχει έτη φωτός από τη σεξουαλικοποιημένη εικόνα της όταν ήταν νεότερη, που επέλεξαν να προσφέρουν στον κόσμο οι σκηνοθέτες της (σχεδόν αποκλειστικά άνδρες). Ωστόσο, η Μπεάρ, αντικείμενο φαντασίωσης που έγινε ακτιβίστρια της πραγματικής ζωής, επιλέγοντας αυτή την κατάλληλη στιγμή για να αποκαλύψει την κακοποίησή της, δίνει ώθηση σε ένα κίνημα το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να αγνοηθεί άλλο πια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News