«Το γεγονός ότι έπεσε το ίδιο θύμα κλοπής μπορεί να βοηθήσει το Βρετανικό Μουσείο να σκεφτεί την επιστροφή των δικών του αντικειμένων». H παραπάνω αναφορά, που γίνεται με αφορμή το σκάνδαλο της κλοπής αρχαιοτήτων από το Βρετανικό Μουσείο, βρίσκεται στον τίτλο άρθρου γνώνης που δημοσιεύεται στον βρετανικό Observer.
Στο κείμενο, που υπογράφει η πολιτική συντάκτρια της εφημερίδας, Μάρθα Γκιλ, σημειώνεται ότι εναπόκειται τελικά στο βρετανικό κοινοβούλιο η αλλαγή του νόμου περί Βρετανικού Μουσείου του 1963, ο οποίος το εμποδίζει να επιστρέψει μόνιμα τα περισσότερα αντικείμενα (επιτρέπονται μόνον οι μακροχρόνιοι δανεισμοί). Η ίδια σημειώνει ότι η σημερινή κυβέρνηση των Τόρις αρνείται αυτή την κίνηση και προσθέτει ότι μόνο αν οι διαχειριστές του μουσείου πιέσουν την κυβέρνηση να αλλάξει τον νόμο, τότε θα μπορέσουν να επιστρέψουν τους θησαυρούς. «Και ο νόμος πρέπει να αλλάξει» τονίζει η Γκιλ, σημειώνοντας ότι «τα επιχειρήματα κατά της επιστροφής, ένα προς ένα, γίνονται σκόνη».
Η αλλαγή του εν λόγω νόμου αποτελεί βασική θέση της Ελλάδας. «Η επανένωση των Γλυπτών θα ήταν πολύ πιο εύκολη εάν η βρετανική κυβέρνηση αναιρούσε τους πολιτικούς περιορισμούς που “δένουν τα χέρια” του Βρετανικού Μουσείου, υπό τη μορφή του Βρετανικού Νόμου Περί Μουσείων του 1963» ανέφερε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σε άρθρο του στον βρετανικό Τύπο τον Νοέμβριο του 2021. Στο ίδιο άρθρο καλούσε τον τότε πρωθυπουργό της Βρετανίας, Μπόρις Τζόνσον, να «επιδιώξει την τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας για να επιτρέψει την επιστροφή των Γλυπτών».
Στο κείμενο του Observer σημειώνεται επίσης ότι «τα τελευταία χρόνια νέοι του προοδευτικού χώρου στρέφονται εναντίον των μουσείων, υποστηρίζοντας ότι ορισμένα από τα εκθέματά τους –ιδιαίτερα τα λεηλατημένα– πρέπει να επιστραφούν στις χώρες προέλευσής τους. Το δεξιό κατεστημένο, ωστόσο, πιστεύει σε γενικές γραμμές ότι τα αντικείμενα αυτά θα πρέπει να παραμείνουν στη θέση τους».
Η διαφωνία αυτή αναζωπυρώθηκε προς τα τέλη Αυγούστου, μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου για σειρά κλοπών που σημειώθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο. Περίπου 2.000 αντικείμενα φέρεται να είχαν κλαπεί επί σειρά ετών, γεγονός που οδήγησε στην απόλυση ενός επιμελητή και στην παραίτηση του διευθυντή Χάρτγουϊγκ Φίσερ και σε νέες εκκλήσεις από χώρες όπως η Ελλάδα, η Κίνα και η Νιγηρία για την επιστροφή επίμαχων αντικειμένων.
Η συντάκτρια του άρθρου σημειώνει επίσης πως και το «επιχείρημα ότι η επιστροφή κάποιων έργων θα άφηνε τελικά τα μουσεία με έρημα βάθρα σε κενές αίθουσες, μοιάζει όλο και πιο γελοίο. Τα μουσεία διαθέτουν θησαυροφυλάκια γεμάτα λάφυρα που μόλις και μετά βίας μπορούν να ελπίζουν ότι θα καταγράψουν, πόσο μάλλον να τα εκθέσουν (…) Αντικείμενα μπορεί να εξαφανιστούν για χρόνια χωρίς κανείς να το καταλάβει».
Σε έτερο άρθρο-ρεπορτάζ, o Observer στέκεται στις θέσεις του νεοδιορισθέντος –στη θέση του παραιτηθέντος Φίσερ– μεταβατικού διευθυντή στο Βρετανικό Μουσείο, σερ Μαρκ Τζόουνς, πρώην διευθυντή του μεγάλου μουσείου Victoria & Albert (V&A). Στο παρελθόν ο Τζόουνς είχε υποστηρίξει την από κοινού χρήση των Γλυπτών του Παρθενώνα με την Ελλάδα. Στο κείμενο της Τζέιν Κλίντον αναφέρεται ότι ο διορισμός του έχει οδηγήσει σε αυξανόμενες εικασίες ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν περαιτέρω εξελίξεις στη μακροχρόνια διαμάχη για τα αρχαία ελληνικά γλυπτά.
Σε συνέντευξή του στον Observer το 2002, ο Τζόουνς, τότε διευθυντής του V&A, είχε υποστηρίξει την ιδέα το Βρετανικό Μουσείο να τα μοιρασθεί με την Ελλάδα. Χαρακτηριστικά είχε πει: «Πρέπει να παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο να βρεθεί κάτι που θα είναι αποδεκτό από όλα τα μέρη. Δεν μπορώ να υποδείξω σε ένα άλλο μουσείο πώς να το χειριστεί, αλλά πιστεύω ότι είναι δυνατόν να αναπτυχθούν συνεργασίες. Μπορεί να είναι καλό να εκτίθενται αντικείμενα σε διαφορετικά μέρη».
«Επιστροφή αντικειμένων μετά την ανάκτηση εμπιστοσύνης»
Παραλλήλως, ο ιστότοπος της βρετανικής The Art Newspaper ανέφερε την Κυριακή ότι «σχολιαστές από τον χώρο του πολιτισμού σημειώνουν ότι η κύρια προτεραιότητα του νέου μεταβατικού διευθυντή θα πρέπει να είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, με πρωταρχικό μέλημα τη διαφύλαξη και τη φροντίδα της συλλογής». Παρατίθεται επίσης σχόλιο «ανώνυμης πηγής από τον χώρο των μουσείων» που λέει ότι «η επιστροφή (αντικειμένων) και οι μεγάλες ανακαινίσεις μπορούν να έρθουν αργότερα μόνο αφού το μουσείο ανακτήσει την εμπιστοσύνη του κοινού και των ενδιαφερόμενων μερών».
Yπενθυμίζεται ότι την περασμένη εβδομάδα, πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου (και πρώην υπουργός Οικονομικών) Τζορτζ Οσμπορν, εμφανίστηκε μέσω πηγών ικανοποιημένος για το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν συνέδεσε (κατά την άποψή του) τις κλοπές με την υπόθεση της επιστροφής των Γλυπτών. Λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη απάντησε ότι «μετά τις πρόσφατες αποκαλύψεις, το ελληνικό αίτημα ισχυροποιείται απολύτως».
«Η πρωτοφανής υπόθεση της κλοπής εκατοντάδων πολύτιμων αντικειμένων του Βρετανικού Μουσείου, με δράστες τους εντεταλμένους για την προστασία των συλλογών του, πέραν από τις ποινικές και ηθικές ευθύνες, εγείρει το μείζον ζήτημα της αξιοπιστίας του ίδιου του μουσειακού οργανισμού. Παράλληλα, καταρρέει, μια ακόμη φορά, το τελευταίο επιχείρημα των Βρετανών ότι δήθεν τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι περισσότερο ασφαλή στο συγκεκριμένο Μουσείο απ’ ό,τι στην Αθήνα, στο Μουσείο της Ακρόπολης», τόνισε η ελληνίδα υπουργός Πολιτισμού.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News