Οι μελέτες του ρόλου των μυστικών επιχειρήσεων μοιάζουν αναπόφευκτα με το φαινόμενο Ρασομόν, όπου τα ίδια γεγονότα λαμβάνουν διαφορετικές, ενίοτε αντιφατικές, ερμηνείες. Ο κόσμος των μυστικών υπηρεσιών, άλλωστε, είναι ένας κόσμος μυστικών, δωματίων με περιορισμένη πρόσβαση, κρυφής δράσης, παράνομων σχέσεων και ενεργειών που ποτέ δεν καταγράφονται επίσημα. Αυτό καθιστά πολύ δύσκολη την αξιολόγηση των επιτυχιών και των αποτυχιών και την καταγραφή του ρόλου των υπηρεσιών πληροφοριών στις αποφάσεις των πολιτικών ηγετών.
Ο ιστορικός του Χάρβαρντ, Κάλντερ Γουόλτον, αντιμετωπίζει ευθέως αυτή την πρόκληση στο νέο του βιβλίο, «Spies: The Epic Intelligence War Between East and West» (Ο επικός πόλεμος των μυστικών υπηρεσιών μεταξύ Ανατολής και Δύσης), το οποίο αφηγείται την άνοδο και τον ρόλο των σύγχρονων δυνατοτήτων των μυστικών υπηρεσιών, μέσα από την ιστορία του ανταγωνισμού της Δύσης με τις ρωσικές υπηρεσίες ασφαλείας.
Πρόκειται για μια φιλόδοξη και διασκεδαστική ιστορία, η οποία είναι συνάμα γερά βασισμένη στην ακαδημαϊκή έρευνα. Στην πραγματικότητα, η αφήγηση του Γουόλτον ρίχνει νέο φως σε γεγονότα που μοιάζουν να έχουν μελετηθεί επαρκώς: από την Επανάσταση των Μπολσεβίκων και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι την ανάπτυξη των πληροφοριοδοτών στις τάξεις των αμερικανικών, βρετανικών και ρωσικών μυστικών υπηρεσιών στα τέλη του αιώνα.
Ο Γουόλτον βασίζεται σε προσφάτως αποχαρακτηρισμένα αρχεία, πρώην απόρρητες εσωτερικές μαρτυρίες, απομνημονεύματα και συνεντεύξεις με υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και κατασκόπους. Φωτίζει έτσι το πώς οι μυστικές υπηρεσίες έπαιξαν ρόλο σε κομβικά επεισόδια, όπως η κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962 και το επεισόδιο της «Able Archer» το 1983, όταν μια άσκηση του ΝΑΤΟ πυροδότησε τους σοβιετικούς φόβους για ένα πρώτο χτύπημα της Δύσης, φέρνοντας τον κόσμο στα πρόθυρα πυρηνικού πολέμου.
Αλλά ο Γουόλτον κάνει κάτι περισσότερο από το να προσθέτει άγνωστες μέχρι πρότινος λεπτομέρειες σε παλαιότερες μαρτυρίες. Σε ένα παράδειγμα «εφαρμοσμένης Ιστορίας», χρησιμοποιεί την αναδρομή στο παρελθόν για να σταθμίσει τα τρέχοντα γεγονότα, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, και να θέσει σημαντικά ερωτήματα για το μέλλον, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον οι Δυτικές μυστικές υπηρεσίες μπορούν να επικρατήσουν έναντι της Κίνας στον νέο Ψυχρό Πόλεμο.
Το βιβλίο περιγράφει αναλυτικά την άνοδο και τον ρόλο των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών, από την Τσεκά του Λένιν και την KGB του Στάλιν μέχρι τις μετα-σοβιετικές εκδοχές τους. Προσφέρει νέες γνώσεις για τις εγχώριες και διεθνείς αποστολές τους, από τον δολοφονικό ρόλο της NKVD, προδρόμου της KGB, στη Μεγάλη Εκκαθάριση του Στάλιν, μέχρι τη διείσδυση στο Πρόγραμμα Μανχάταν από σοβιετικούς κατασκόπους οι οποίοι συγκέντρωναν μυστικά ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη των πυρηνικών της Μόσχας. Και περιγράφει πώς η SVR και η FSB, οι διάδοχοι της KGB, εξακολουθούν να χρησιμοποιούν ένα εγχειρίδιο της σοβιετικής εποχής για την κατασκοπεία, την παραπληροφόρηση, τη μυστική δράση τους στο εξωτερικό, αλλά και την καταστολή στο εσωτερικό.
Χάρη στο ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν –πρώην μέλος της KGB– οι απόφοιτοι της KGB κυριαρχούν στη ρωσική ελίτ, συμπεριλαμβανομένης της διεφθαρμένης οικονομικής ολιγαρχίας της, και ηγούνται των ισχυρών εξουσιαστικών θεσμών που μετατρέπουν τη Ρωσία σε ένα αυταρχικό κράτος ελέγχου. Οποια και αν είναι η ετικέτα τους, οι υπηρεσίες ασφαλείας της Ρωσίας αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά των καθεστώτων που κυβέρνησαν κατά τον 20ό και τον 21ο αιώνα.
Ωστόσο, όπως καταδεικνύει ο Γουόλτον, οι μυστικές υπηρεσίες της Ρωσίας είχαν πάντοτε σημαντικές ελλείψεις, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους σε μεγάλο βαθμό σε μια ολοκληρωτική κουλτούρα που έχει καταστήσει αδύνατο να ειπωθεί η αλήθεια προς την εξουσία. Από τις πολύνεκρες εκκαθαρίσεις που έφτασαν βαθιά στην NKVD τη δεκαετία του 1930 μέχρι τη διαδικασία αποφάσεων από την κορυφή προς τα κάτω στο Κρεμλίνο του Πούτιν, το μήνυμα προς τη βάση παρέμεινε απλό: πείτε αυτό που θέλει να ακούσει ο ηγέτης σας, καθώς μια χωρίς περιστροφές πληροφόρηση και ανάλυση μπορεί να έχει θανατηφόρες συνέπειες – όχι μόνο για την καριέρα σας.
Σύμφωνα με τον Γουόλτον, η παραλυτική συμμόρφωση που χαρακτήριζε τις εκτιμήσεις των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών σήμαινε ότι αυτές έπαιζαν στην καλύτερη περίπτωση έναν περιθωριακό ρόλο στη λήψη αποφάσεων του Κρεμλίνου κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Η αποσύνδεση ανάμεσα στις εγκεκριμένες οπτικές και την πραγματικότητα οδήγησε παράλληλα σε χαρακτηριστικές στρατηγικές αποτυχίες, όπως η απόρριψη από τον Στάλιν των πληροφοριών που προειδοποιούσαν για επικείμενη εισβολή του Χίτλερ το 1941 και η καταστροφική απόφαση του Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία το 2022.
Η ιστορική προοπτική του Γουόλτον μάς παρέχει επίσης ένα σημαντικό πλαίσιο για την αξιολόγηση των επιδόσεων των Δυτικών, ανταγωνιστών της Ρωσίας. Από την αρχή, όπως υποστηρίζει, οι Δυτικοί ηγέτες αναγνώρισαν με καθυστέρηση τα τρωτά σημεία των ανοικτών κοινωνιών τους και το μέγεθος της απειλής που συνιστούσε η σοβιετική κατασκοπεία.
Στην πράξη, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες είχαν ένα δύσκολο ξεκίνημα. Οταν δημιουργήθηκε η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA) το 1947, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού Ομάρ Μπράντλεϊ ήταν οργισμένος που δεν ορίστηκε επικεφαλής. Ετσι, συνεργάστηκε με τον διευθυντή του FBI, Eντγκαρ Τζέι Χούβερ, ο οποίος επίσης δεν ήταν οπαδός των μυστικών υπηρεσιών που είχαν μόλις συσταθεί, για να κρατήσουν στο σκοτάδι τον διευθυντή της CIA, Ρόσκο Χίλενκετερ.
Ως αποτέλεσμα αυτού, ο Χίλενκετερ δεν ενημερώθηκε ούτε για το άκρως απόρρητο πρόγραμμα «Βενόνα» ούτε για τις αποκαλύψεις περί της εκτεταμένης σοβιετικής κατασκοπείας πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που προέρχονταν από τις αποκωδικοποιήσεις του προγράμματος. Το «χάος» των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, όπως εύστοχα το αποκαλεί ο Γουόλτον, διήρκεσε μέχρι το 1952.
Φυσικά, οι γραφειοκρατικές αντιπαλότητες και οι εσωτερικές πολιτικές διαμάχες συνεχίστηκαν, ακόμη και όταν η κοινότητα των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών ωρίμασε. Ωστόσο, και τότε η λαϊκή αμφιθυμία επηρέασε με τη σειρά της την πορεία των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, λόγω των διαφωνιών σχετικά με τον ρόλο τους σε μια δημοκρατία. Ολα αυτά, μαζί με δεκαετίες αμφιλεγόμενων γεγονότων, από τα αποτυχημένα προγράμματα μυστικών δράσεων και τους πολέμους δια αντιπροσώπου στο εξωτερικό μέχρι τις καταχρήσεις εξουσίας στο εσωτερικό.
Καθώς σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο το τοπίο της ασφάλειας θα μετασχηματίζεται, οι ηγέτες των κρατών θα χρειάζονται τη συνεργασία των πολιτών. Αλλά η βαθιά πόλωση και η αυξανόμενη λαϊκή δυσπιστία απέναντι στην κυβέρνηση, με παράδειγμα (αλλά όχι μόνο) εκείνους που πιστεύουν τους ισχυρισμούς του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για το μυθικό «βαθύ κράτος», θέτουν σημαντικά εμπόδια και απειλούν τη δημοκρατία και τον διεθνή ρόλο των ΗΠΑ.
Αν και ο Γουόλτον αναγνωρίζει αυτόν τον κίνδυνο, ανησυχεί πολύ περισσότερο για την απειλή που συνιστά η Κίνα σε έναν κόσμο που καθορίζεται όλο και περισσότερο από την τεχνολογία. Εδώ ο Γουόλτον δεν μασάει τα λόγια του. Οι ηγέτες των ΗΠΑ, υποστηρίζει, αγνόησαν την τεράστια, πολυμέτωπη επίθεση των μυστικών υπηρεσιών της Κίνας, υποχρηματοδοτώντας τη συγκέντρωση πληροφοριών και την αντικατασκοπεία και υποτιμώντας την οικονομική, τεχνολογική και στρατηγική πρόκληση που θέτει η χώρα. «Αν έπρεπε να τοποθετήσω το σημείο στο οποίο… βρισκόμαστε (όσον αφορά την Κίνα) σήμερα», γράφει, «θα μας τοποθετούσα περίπου στο έτος 1947».
Τούτου λεχθέντος, η επιχειρηματολογία του Γουόλτον υπέρ της ανάληψης δράσης για την Κίνα στερείται του βάθους της ανάλυσης που στηρίζει τις εκτιμήσεις του για τη Ρωσία. Και οι συστάσεις του για τις μελλοντικές προσπάθειες πληροφοριών –με βάση τα «διδάγματα» των τελευταίων 100 ετών– είναι ενδιαφέρουσες, αν και λιγότερο πειστικές.
«Η εποχή των μυστικών υπηρεσιών έχει τελειώσει» γράφει στο συμπέρασμά του. Σε έναν κόσμο που θα κυριαρχείται ολοένα και περισσότερο από πληροφορίες που προέρχονται από ανοιχτές πηγές, «το μέλλον των μυστικών υπηρεσιών βρίσκεται στον ιδιωτικό τομέα, όχι στις κυβερνήσεις». Ισως και να είναι έτσι. Αλλά η πίστη του Γουόλτον στην τεχνολογία ως μαγική λύση στον κόσμο των μυστικών υπηρεσιών και στη δύναμη της πειθούς να στρατολογήσει εταιρείες που αποδεικνύουν καθημερινά την απροθυμία τους να εγκαταλείψουν την κινεζική αγορά δικαιολογεί κάποιον σκεπτικισμό.
Οπως σημειώνει ο Γουόλτον, η ιστορία μπορεί να μην επαναλαμβάνεται αλλά, όπως είχε πει ο Μαρκ Τουέιν, μερικές φορές κάνει ομοιοκαταληξίες. Το αν τα εργαλεία υψηλής τεχνολογίας και η συλλογή δεδομένων από ανοικτές πηγές ή, αντίθετα, η κλασική κατασκοπεία, θα προσφέρουν αυτό που χρειάζονται οι χώρες, μένει να το δούμε. Αλλά ένα πράγμα είναι βέβαιο: σε κάθε δημοκρατική κοινωνία η λαϊκή και πολιτική υποστήριξη των μυστικών υπηρεσιών είναι ζωτικής σημασίας. Η επιτυχία οποιασδήποτε υπηρεσίας πληροφοριών ξεκινά από το εσωτερικό της χώρας.
Ο Kent Harrington είναι πρώην ανώτερος αναλυτής της CIA. To κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται αποκλειστικά για την Ελλάδα από το Project Syndicate
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News