Ο 56χρονος Πίτερ Τζον Χιγκς, επιμελητής των ελληνικών συλλογών του Βρετανικού Μουσείου, εστάλη σπίτι του με συνοπιτικές διαδικασίες μετά την «εξαφάνιση» κάποιων αρχαιοτήτων. Ο Χιγκς δήλωσε «συντετριμμένος», κάτι απόλυτα λογικό, καθώς υπηρετούσε στο Μουσείο επί 30 έτη, μέχρι την απόλυσή του.
Στα αντικείμενα που «αγνοούνται» περιλαμβάνονται χρυσά κοσμήματα με ημιπολύτιμους λίθους από τον 15ο αιώνα π.Χ. Αξίζουν δεκάδες εκατομμύρια στερίνες, αλλά αυτό δεν είναι το μεγάλο πρόβλημα, έτσι κι αλλιώς το περιεχόμενο του Μουσείου είναι κυριολεκτικά ανυπολόγιστης αξίας αν μιλήσουμε με όρους οικονομίας. Το βασικό ζήτημα είναι άλλο. Κάποια από τα αντικείμενα αυτά δεν εκτίθεντο, αλλά ήταν στα εργαστήρια του Μουσείου για έρευνες και μελέτη. Και το ερώτημα προκύπτει αυτόνοητα: Τόσο «μπάτε σκύλοι αλέστε» είναι το Βρετανικό Μουσείο;
Παρά την απόλυση του Χιγκς, απ’ ότι φαίνεται το ίδιο το Μουσείο δεν έχει ιδέα αν τα αντικείμενα εκλάπησαν ή απλώς έχουν χαθεί μέσα σε ένα γενικότερο χάος. Ο ίδιος ο Χιγκς επιμένει ότι «είναι αθώος», κάτι λίγο περίεργο καθώς δεν κατηγορήθηκε ευθέως για κάτι από το Μουσείο, πέρα από αμέλεια. Ο ίδιος είναι ειδικός στους μεσογειακούς πολιτισμούς, έχει διδακτορικό στην αρχαιολογία και είναι ο άνθρωπος που επιμελήθηκε στην τρέχουσα περιοδεύουσα έκθεση του Μουσείου με τίτλο «Αρχαίοι Ελληνες: αθλητές, πολεμιστές και ήρωες».
Εντυπωσιακό βιογραφικό και κανείς δεν αμφισβητεί την ικανότητα του Χιγκς να διαχειρίζεται τις ελληνικές αρχαιότητες σε επιστημονικό επίπεδο. Στο επίπεδο του μάνατζμεντ, όμως, όλα πήγαν κατά διαόλου. Και δεν είναι βέβαιο ότι φταίει μόνο ο ίδιος.
Ο γιος του, πάντως, είπε στους Times ότι «μέχρι πρόσφατα ο πατέρας του ταξίδευε για τη δουλειά του, στην οποία ήταν απόλυτα αφοσιωμένος, ήταν το έργο της ζωής του». «Είχε πάει στη Νέα Ζηλανδία, το Μουσείο τον εμπιστευόταν απόλυτα, τη μία μέρα όλα ήταν κανονικά και ξαφνικά την επόμενη όλα άλλαξαν».
Το Μουσείο από την πλευρά του είπε ότι θα αναλάβει νομική δράση απέναντι «στους υπεύθυνους» για τις απώλειες των αντικειμένων, τα οποία ωστόσο αρνείται πεισματικά να μας πει ακριβώς πόσα και ποια είναι. Κι επειδή πάντα μπορεί τα πράγματα να γίνουν χειρότερα, οι πληροφορίες λένε ότι τα αντικείμενα είναι ανασφάλιστα…
«Είναι χάος εδώ κάτω»
Ολα αυτά δεν είναι ό,τι καλύτερο για το Βρετανικό Μουσείο, το οποίο τα τελευταία χρόνια έρχεται διαρκώς αντιμέτωπο με καταγγελίες για κακοδιαχείριση των αρχαιοτήτων που έχει στην κατοχή του. Το 2002, οι The Sunday Times έστειλαν έναν ρεπόρτερ στο Μουσείο, ο οποίος μπήκε ως απλός επισκέπτης και μάλιστα στην πτέρυγα για την οποία ήταν υπεύθυνος ο Χιγκς. Ο ρεπόρτερ, με την ησυχία του, πήρε μαζί του φεύγοντας ένα κομμάτι από αρχαίο ελληνικό άγαλμα. Κανείς δεν τον πήρε χαμπάρι.
Την επόμενη μέρα επέστρεψε το κομμάτι στο Μουσείο και απευθύνθηκε στον Χιγκς με εύλογα ερωτήματα, όπως για παράδειγμα, στ’ αλήθεια μπορεί όποιος μπαίνει στο Μουσείο να παίρνει και κάτι φεύγοντας; Ο Χιγκς, προς τιμήν του, είπε στον ρεπόρτερ ότι εκατοντάδες κομμάτια βρίσκονται «όπου να ‘ναι». «Είναι ένα χάος εδώ κάτω» φέρεται να του είπε.
Το 2020, η Daily Telegraph έκανε άλλη αποκάλυψη: Ενας ειδικός στις αρχαιότητες ενημέρωσε το προσωπικό του Μουσείου ότι είχε δει ένα ρωμαϊκό κόσμημα στο eBay. Αποδείχθηκε ότι πράγματι το αντικείμενο ανήκε στη συλλογή του Μουσείου και είχε «εξαφανιστεί», όπως και αρκετά άλλα αντικείμενα πριν από μερικά χρόνια.
Ολα αυτά τα αντικείμενα φαίνεται ότι εξαφανίζονταν επί χρόνια, αλλά το Μουσείο ανακάλυψε αιφνιδίως την απώλειά τους μόλις πριν από λίγους μήνες.
Αναζητώντας πληροφορίες για το Μουσείο, δεν εκπλήσσεται κανείς με το «χάος» που περιέγραψε ο Χιγκς, ούτε με την αδυναμία του να καταγράψει και να φυλάξει επαρκώς τα πάντα: Οι συλλογές του περιλαμβάνουν οκτώ εκατομμύρια (!) αντικείμενα, εκ των οποίων μόλις 80.000 εκτίθενται ανά πάσα στιγμή. Όλα αυτά τα διαχειρίζονται περίπου 1.000 εργαζόμενοι. Οι ίδιοι διαχειρίζονται και τους περίπου έξιι εκατομμύρια επισκέπτες που υποδέχεται το Μουσείο ετησίως. Εύλογα αναρωτιέται κανείς, είναι όντως βιώσιμο όλο αυτό;
Το Μουσείο τώρα θεωρεί ότι κάποιος το έκλεβε, αλλά κανείς δεν ξέρει ποιος και η Υπηρεσία Οικονομικού Εγκλήματος της Μητροπολιτικής Αστυνομίας του Λονδίνου, που ανέλαβε την υπόθεση, δεν έχει κάνει καμία σύλληψη. Το Μουσείο έχει αναθέσει την υπόθεση και σε ανεξάρτητους ερευνητές, οι οποίοι θα παραδόσουν την αναφορά τους μέσα στους επόμεους μήνες.
Είναι σαφές ότι το Μουσείο είναι σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, καθώς όχι μόνο η Ελλάδα, αλλά και πολλές άλλες χώρες που διεκδικούν πίσω τις αρχαιότητές τους, λένε τα τελευταία χρόνια ότι αυτές «δεν είναι σε πολύ καλά χέρια».
Ο Χιγκς, πέρα από τη δουλειά του στο Βρετανικό Μουσείο, έκανε και ιδιαίτερα μαθήματα αγγλικών προς 19 λίρες (περίπου 25 ευρώ) την ώρα. Σπούδασε αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ και είχε συχνή παρουσία στην τηλεόραση, κουβεντιάζοντας στις ειδήσεις και σε διάφορα πάνελ για τις συλλογές του Μουσείου.
«Ο θείος μου είχε στον κήπο του ένα αντίγραφο του αγάλματος του Λαοκόοντα. Δεν το θυμάμαι πιά, ήμουν πολύ μικρό παιδί, αλλά προφανώς μου άρεσε πολύ», είχε πει ο ίδιος στην Greek Herald για τις απαρχές του ενδιαφέροντός του στην αρχαιολογία. Ο γιος του Χιγκς είπε ότι π πατέρας του πέρασε όλη του την καριέρα στο μουσείο, αλλά τώρα «έχει χάσει την πίστη του σε αυτό».
Ο Τζορτζ Οσμπορν, πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, είπε την Τετάρτη 16 Αυγούστου ότι οι διαχειριστές «ήταν πάρα πολύ ανήσυχοι όταν έμαθαν στις αρχές του χρόνου ότι αντικείμενα της συλλογής είχαν κλαπεί. Φωνάξαμε την αστυνομία, επιβάλαμε έκτακτα μέτρα για να αυξήσουμε την ασφάλεια, παραγγείλαμε μια ανεξάρτητη έρευνα για να μάθουμε τι συνέβη και απολύσαμε το άτομο που πιστεύουμε ότι ήταν υπεύθυνο». Τώρα, πρόσθεσε, το Μουσείο επικεντρώνει τις προσπάθειές του στην εύρεση και ανάκτηση των αντικειμένων και στη βελτίωση των μέτρων ασφαλείας και την καταγραφή των συλλογών.
Ο Χάτγουιγκ Φίσερ, διευθυντής του Μουσείου αρκέστηκε να πει ότι «αυτό είναι ένα εξαιρετικά σπάνιο συμβάν και το Μουσείο ζητά συγγνώμη για αυτό που συνέβη».
Το συμβάν, σπάνιο ή μη, είναι βέβαιον ότι θα έχει συνέχεια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News