1091
Αντίθετα με την όποια πολιτική ορθότητα, το Mitsiubishi Evo VI Extreme ήταν ένα αυτοκίνητο που σε έκανε αλήτη. Με την καλή ή και την κακή έννοια | Photo: Collecting Cars

Με το Mitsubishi Evo, Δεκαπενταύγουστο, της Παναγίας

Αντίθετα με την όποια πολιτική ορθότητα, το Mitsiubishi Evo VI Extreme ήταν ένα αυτοκίνητο που σε έκανε αλήτη. Με την καλή ή και την κακή έννοια
|Photo: Collecting Cars

Με το Mitsubishi Evo, Δεκαπενταύγουστο, της Παναγίας

Δεν ξεχνώ. Δεν ξεχνώ εκείνη τη νύχτα με το Evo. Tης Παναγίας. Ραντεβού μετά τα μεσάνυχτα σε μια πόλη που οι κάτοικοί της είχαν αφήσει μόνη και έρημη για τα μπάνια του λαού. Είχαμε δώσει ραντεβού για φωτογράφιση στη νυχτερινή, εγκαταλελειμμένη Αθήνα για ένα θέμα στο τεύχος Σεπτεμβρίου ενός περιοδικού αυτοκινήτου για το οποίο εργαζόμουν. Το «όπλο» ήταν η έκδοση Extreme του Evo VI. Το 6άρι. Ασημί, όπως αυτό που βλέπετε, με αυτοκόλλητα της Ralliart, γύρω στα 480 άλογα, με εξαπίστονα φρένα και αντι-λάγκ να αντιλαλούν. Κάπου υπάρχουν όλες οι εντυπωσιακές φωτό αλλά άντε να τις βρεις μέσα σε εκατοντάδες cd με λήψεις από τις δοκιμές της εποχής που βρίσκονται στο πατάρι.

Με το Mitsubishi Evo ακόμα και η Μεγαλόχαρη θα άφηνε την Τήνο για μια τσάρκα εκτός πρωτοκόλλου. Ήταν άγριο, ανόθευτο, εθιστικό. Το ΄χε φέρει ένας γνωστός άνθρωπος στο «χώρο» των λεγόμενων grey imports – εκτός, δηλαδή, εισαγωγικής Σαρακάκη. Ήταν τότε, αρχές του 2000, όταν οι ιαπωνικές «φτερούγες» των Mitsubishi Evo και Subaru Impreza (εδώ) ήταν στις δόξες τους. Το αυτοκίνητο ήταν, χωρίς υπερβολές ή άλλα βερμπαλιστικά συ-γκλο-νι-στι-κό. Ενδεικτικό ότι είχα γυρίσει προ λίγων ημερών από την Ιταλία για τη δοκιμή της, καινούργιας τότε, Ferrari 360 Modena. Ε, λοιπόν, παρότι ανόμοια η σύγκριση, αυτό το τετράπορτο «ταξί» ήταν πιο καταιγιστικό. Άγριο, ωμό, με τρομερή πρόσφυση. Αν ήξερες και συνήθιζες τη δύναμή του, έκανες ασύλληπτα πράγματα στη γλίτσα της ελληνικής ασφάλτου. Με δυο κουβέντες, ένιωθες ανίκητος. Κι αυτό γιατί, συγκριτικά, με το ιταλικό υπεραυτοκίνητο έπρεπε να δείξεις σεβασμό καθώς ήταν φαρδύ, χαμηλό, ιδιαίτερο κεντρομήχανο.

Ενώ, με τούτο ‘δω, με το Evo Extreme γινόσουν αλήτης – και έγινα εκείνο το βράδυ. Αναμάρτητοι, λιθοβολήστε ελεύθερα.

Θυμάμαι πώς σε μια τελείως άδεια πόλη, γύρω στις 2 τα ξημερώματα, η ελαφρά κατηφορική ευθεία της Ιπποκράτους φαινόταν αλλιώς. Ευτυχώς, πετυχαίνω πράσινο το φανάρι στη Σόλωνος. Φλικ στα δεξιά (μέχρι και το τότε σουβλατζίδικο απέναντι είχε πάει διακοπές) για την αριστερή προς Ακαδημίας. Με όλο το πλάτος για πάρτη μου. Το διαφορικό του Evo, ένα σοφιστικέ τεχνούργημα σε πλήρη αντίθεση με τη συμβατική τετράπορτη φόρμα, σκέφτηκε πριν από μένα για μένα, έμεινα στο γκάζι, η ουρά άπλωσε σκάβοντας την άσφαλτο και η ευθεία με περίμενε ένδοξα.

Ανέβασμα για Βουλή. Στην κορυφή μια στροφή που αν δεν κινδύνευες να πας σιδηροδέσμιος, θα την έπαιρνες με αρχοντική πλαγιολίσθηση. Εννοώ τη δεξιά που σε έβγαζε στο θέατρο της Τζένης Καρέζη. Για να συντονιστείτε με την πλοήγηση, στα αριστερά είναι η Κανάρη που σε βγάζει Πλατεία Κολωνακίου. Εδώ μιλάμε για τη δεξιά, λοιπόν. Σε πραγματικές συνθήκες, καθώς έρχεσαι με φόρα, θεωρητικά, ντριφτάρεις στην έξοδο. Όμως εδώ έχεις φτάσει στη φωλιά του λύκου. Πού να κάνεις τέτοια πράγματα μπροστά από το υπουργείο Εξωτερικών και φάτσα-κάρτα από τη Βουλή; Εδώ «κότα».

Θεωρώ πως οι φυσικές πίστες, εννοώντας οργανωμένους αγώνες, ήταν μακράν πιο ενδιαφέρουσες. Το φαινόμενο εξηγείται. Οι άνθρωποι που πρόλαβαν τα σιρκουί πόλης, όπως στη Νέα Σμύρνη, στη Ρόδο, είτε ως θεατές είτε ως αγωνιζόμενοι, είχαν να λένε για το συναισθηματικό δεσμό που δημιουργεί το να τρέχεις μέσα στης πόλης τα στενά. Οι πίστες, ειδικά οι υπερσύγχρονες τύπου Μπαχρέϊν και οι ομοειδείς τους, μπορεί να είναι εξελιγμένες χωροταξικά αλλά είναι πιο ψυχρές κι από την Νάντια Άουερμαν στις δόξες της. Ενώ, αντίθετα, στην πόλη έχεις οικείες συνιστώσες. Τρέχεις και οι νευρώνες του εγκεφάλου σου διασταυρώνουν τα γνώριμά τους ντάτα παραστάσεων. Τυχαίο, νομίζετε, που όλοι οι οδηγοί της Φόρμουλα 1 τρελαίνονται για το Γκραν Πρι του Μονακό και όχι, ας πούμε, της Μαλαισίας;

Τέλος πάντων, σε ένα διάλειμμα μέχρι να αλλάξει φακούς ο φωτογράφος του περιοδικού, γυρνάω και του λέω, «πάω μία γρήγορη και σε 5 λεπτάέχω γυρίσει». Πέρασα τη φαινομενικά βαρετή αλλά κρυμμένα συγκλονιστική γλιστερή δεξιά και αριστερή στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Βγήκα με γλιστρώντας με τα τέσσερα στις αρχές Συγγρού. Η τουρμπίνα ξεχύθηκε υστερικά στο Πάντειο. Μετά από μερικά λεπτά, είχα διασχίσει τη λεωφόρο, γυρίσει κάτω από την καλά κρυμμένη γέφυρα της Σκρα (την παίρνεις με στιγμιαίο άφημα του γκαζιού για να φέρεις τη μούρη μέσα), στο ύψος της Ν. Σμύρνης, κάνεις δεξιά και πάλι δεξιά και ανέβασμα Συγγρού προς Αθήνα. Κάπου στην αριστερή ακριβώς μετά τη Μεγάλη Βρετανία, στο ύψος του Ζόναρς, ανέβασα τρίτη στον κόφτη και, ειλικρινά, δεν θα το ξεχάσω: λίγα μέτρα πιο κει ήταν δυο «παπιά». Το σύστημα αντι-λαγκ, δανεισμένο από τους αγώνες ώστε να μην πέφτουν οι στροφές του τούρμπο στις αλλαγές ταχυτήτων, άρχισε να σκάει σαν καλάσνικοφ. Εκεί ακριβώς, στη γωνία της Βουκουρεστίου, οι τύποι με τα μηχανάκια τρομαγμένοι πως πρόκειται για πυροβολισμούς, ανέβηκαν γρήγορα στα πεζοδρόμια. Ο ήχος από τα σκασίματα του τούρμπο ήταν ίδιος με πιστολιές στο κέντρο της Αθήνας. Κυριολεκτικά.

Ο αδαής έβλεπε ένα σεντάν με (ρυθμιζόμενη) φτερούγα, εσωτερικό «ταξί» και κάμποσα αυτοκόλλητα. Και όποιος είχε την τύχη να το οδηγήσει, μετανοούσε τον Δεκαπενταύγουστο (Photo: Collecting Cars)

Λίγο μετά είχα φτάσει ξανά Ακαδημίας. Στάση λεωφορείων και κόνσεπτ γωνία. «Άργησα;» γυρνώ και ρωτώ τον υπομονετικό φωτογράφο που περίμενε με τους φακούς ανά χείρας. Τι να πει; Συνέπασχε. Ήταν το ότι η σπαστική, κουραστική Αθήνα της ημέρας είχε μεταμορφωθεί στο απόλυτο νυχτερινό αστικό trance. Είχαν βγει στην επιφάνεια πολλές κρυφές στροφές στην πόλη, όπως το αδιάκοπο σλάλομ της Μιχαλακοπούλου, το ανέβασμα του περιφερειακού στο Λυκαβηττό, η αριστερή από Ειρήνης και Φιλίας προς Συγγρού κάτω από τη γέφυρα, το άλμα της Υμηττού στο ύψος του Νεκροταφείου (μπρρρρρ) ή η αριστερή στην είδοδο για Ηλιουπόλεως μετά τη διχάλα της Βουλιαγμένης. Αλλά και πολλές άλλες που δεν είναι της ώρας. Ταλέντο η Αθήνα, μη τη βλέπετε νταουνιασμένη πλέον υπό το άγχος των δύο ευρώ ανά λίτρο.

Η ώρα είχε πάει τρεις το πρωί. Η πόλη ήταν έρημη. Εποχές που ο Έλληνας πήγαινε large διακοπές για εικοσαήμερα και όχι στο εξοχικό φίλων. Ψυχή ζώσα. Στη συνέχεια, ανεβήκαμε προς Ευελπίδων, μπας να βγάλουμε καμιά λήψη στο τούνελ. Στο ανέβα-κατέβα έγινε της τρελής, δίπλα στα δικαστήρια. Δίπλα το υποτιμημένο θαύμα-πατινάζ της ανάβασης Τουρκοβουνίων. Λίγο μετά, με έναν ελαφρύ ιδρώτα που επιβεβαίωνε τη φυσική προσπάθεια, κάθισα στην άκρη του δρόμου όσο ολοκληρωνόταν η φωτογράφιση των λεπτομερειών του αυτοκινήτου. Θαύμασα αυτήν τη ράλι ρέπλικα. Το Mitsubishi Evo ήταν ένα αμάξι ανόθευτο και τρομερά ικανό εκεί που άλλα θα χαζοσπίναραν. Αδιάφορο αισθητικά αλλά έντεχνο στα σωθικά του. Όπως λένε και οι αγγλοσάξωνες που το λάτρεψαν, «built to purpose». Αυτοκίνητο με κότσια ξεχασμένα. Το ηθικό δίδαγμά του; Το Evo το εκτιμούσες για αυτά που μπορούσε να κάνει στο δρόμο και όχι για το φαίνεσθαι. Άσε που είναι βέβαιο πως δεν θα το χώνευε η γυναίκα σου.

Ευκαιρίας δοθείσης, ευχαρίστησα νοερά τους συμπολίτες. Μου είχαν κάνει δώρο την πόλη για ένα βράδυ. Δεκαπενταύγουστο. Της Παναγίας. Μεγάλη η χάρη της.

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...