Η ιστορία είναι πραγματική. Αφορά ένα εστιατόριο στο κέντρο της Αθήνας που έχει μεγάλη ζήτηση αυτό το καλοκαίρι. Ο εστιάτορας έβλεπε με χαρά τα αιτήματα για κρατήσεις να έρχονται καθημερινά «βροχή», τα τραπέζια να γεμίζουν, μαζί και το ταμείο. Αλλά, έμπειρος ων, έβλεπε και ένα μέρος των πελατών να μην εξυπηρετούνται σωστά.
Η ζήτηση έφερε μεγάλο φόρτο στην κουζίνα και το σέρβις, οι καθυστερήσεις ήταν αναμενόμενες, κάποια «τραπέζια» έτρωγαν με καθυστέρηση, αυτός ο κόσμος δυσανασχετούσε, ενώ το προσωπικό δεχόταν διπλή πίεση, από τον όγκο της δουλειάς και από τους ανικανοποίητους πελάτες. Καθώς μάλιστα οι υποδομές στην κουζίνα δεν επέτρεπαν επέκταση, ειδικά μέσα στο καλοκαίρι, ο εστιάτορας πήρε την απόφαση να βάλει πλαφόν στις κρατήσεις. «Πόσα άτομα μπορεί να καλύψει η κουζίνα; Τόσες κρατήσεις θα δεχόμαστε. Και ας μένουν τραπέζια κενά». Προτίμησε δηλαδή να χάνει από τις εισπράξεις και να έχει περισσότερους ή και όλους τους πελάτες ικανοποιημένους, παρά να είναι sold-out και κάποιοι να φεύγουν νηστικοί και μουτρωμένοι.
Μπορείτε να φανταστείτε τι έγινε. Οι πελάτες που δεν έβρισκαν να κλείσουν το βράδυ για το οποίο ήθελαν, μετέφεραν την κράτησή τους για κάποιο άλλο βράδυ. Η ζήτηση «εξαπλώθηκε» χρονικά, το εστιατόριο εξαντλεί τη νέα, τεχνητά μειωμένη χωρητικότητά του, το ταμείο συνεχίζει να γεμίζει καθημερινά, το προσωπικό λειτουργεί καλύτερα, τα περιστατικά αστοχιών έχουν μειωθεί εντυπωσιακά. Οι πελάτες φεύγουν ικανοποιημένοι και γίνονται οι καλύτεροι διαφημιστές του εστιατορίου.
Ολα αυτά επειδή ο ιδιοκτήτης πήρε μια δύσκολη απόφαση, που όμως μοιάζει πολύ λογική και υπεύθυνη. Επέλεξε μια βιώσιμη λύση, που ναι μεν άμεσα του μειώνει τους τζίρους, όμως συμβάλλει στο να διατηρήσει σε υψηλό επίπεδο την ποιότητα φαγητού και σέρβις, άρα και τον βαθμό ικανοποίησης του πελάτη, και όλο αυτό του εξασφαλίζει επιτυχία μεσο-μακροπρόθεσμη.
Τα σκέφτομαι αυτά καθώς περιμένω όρθιος στην κατάμεστη αίθουσα αναμονής ελληνικού αεροδρομίου την αναχώρηση της καθυστερημένης επί δίωρο πτήσης μου. Και τα ξανασκέφτομαι όταν, άλλες δύο ώρες μετά, περασμένα μεσάνυχτα, παραλαμβάνω την –επίσης ταλαιπωρημένη– βαλίτσα μου κατάκοπος, εξήντα ολόκληρα λεπτά μετά την άφιξη. Ηταν, υποτίθεται, ταξίδι για χαλάρωση και αναψυχή σε δημοφιλή εσωτερικό προορισμό. Που αυτά τα δύο, «δημοφιλής προορισμός» και «χαλάρωση» μαζί, μάλλον πρέπει να τα ξεχάσουμε για τη χώρα μας.
Εκτός αν αποδεχθούμε ότι και για εμάς αλλά και για τα εκατομμύρια επισκέπτες μας είναι ανεκτό να ταλαιπωρείσαι σε κάθε μετακίνησή σου προς και από τον τόπο προορισμού σου, αλλά και εντός αυτού. Και ακόμη, είναι λογικό να χρειάζεται κάθε μέρα κράτηση για να βρεις τραπέζι ή ξαπλώστρα, να μη βρίσκεις αυτοκίνητο να νοικιάσεις ή να περιμένεις ώρες για ένα ελεύθερο ταξί, να επιστρέφεις από τη θάλασσα και το ξενοδοχείο σου να μην έχει νερό ή ρεύμα, γιατί το δίκτυο δεν άντεξε τη ζήτηση.
Αν δεχθούμε ότι αυτό είναι διακοπές και αυτό το προϊόν επιλέγουμε να προσφέρουμε στην παγκόσμια αγορά τουρισμού, τότε καλώς κάνουμε και δεν βάζουμε όρους και όρια.
Είναι, ωστόσο, θέμα χρόνου όλο αυτό να γυρίσει σε βάρος μας. Γιατί καλές οι παραλίες και τα αρχαία, ελκυστική η «ζωντάνια» της Αθήνας, νόστιμη η κουζίνα μας. Αρκεί να μπορείς να φτάσεις στην παραλία, να μη λιώνεις στις ουρές για να δεις τα αρχαία, να μη συνωστίζεσαι σε αμφιβόλου ποιότητας και καθαριότητας «ταβερνεία» για να φας έναν κακής ποιότητας μουσακά.
Θέλει σίγουρα πολιτικό τσαγανό για να πάρει η κυβέρνηση μια απόφαση σαν αυτή του εστιάτορα, που θα στεναχωρήσει όσους βλέπουν τον τουρισμό σαν «αρπαχτή» – και δεν είναι λίγοι. Θέλει και σχέδιο, θέλει και έλεγχο για να μπορέσεις να επιβάλεις όρους και όρια χωρίς να αδικήσεις. Αλλά γι’ αυτό υποτίθεται έχουμε κυβερνήσεις, γι’ αυτό έχουμε, υποτίθεται, κράτος και φορείς. Για να αποφασίζουν για τον οίκο μας. Και η στιγμή για να αποφασίσουν και να καθορίσουν τι θα είμαστε τα επόμενα χρόνια στον τουρισμό είναι αυτή.
Η επιλογή είναι ανάμεσα στο εστιατόριο που έχει επιλεκτικά κάποια τραπέζια άδεια αλλά όλους τους θαμώνες ευχαριστημένους ή στο εστιατόριο που «κόβει χρήμα» και αδιαφορεί αν και πώς έφαγαν οι πελάτες του. Αν δεν την κάνουμε εμείς για λογαριασμό μας, θα την κάνει από μόνη της η αγορά. Και δεν θα μας αρέσει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News