Η συζήτηση για το κλίμα, για την κλιματική κρίση και αντιμετώπισή της, διαρκεί, πλέον, δεκαετίες ενώ το ζήτημα είναι τόσο καθολικό και άμεσο και επείγον, ώστε να αποτελεί, τουλάχιστον θεωρητικά, μια τέλεια ευκαιρία για την πολιτική να ασκηθεί απρόσκοπτα σε μια «ελεύθερη ζώνη, απαλλαγμένη από ιδεολογίες, χωρίς εκκρεμείς κατηγορίες από την ιστορία, χωρίς διαιρέσεις και αντιθέσεις», γράφει ο Ετσιο Μάουρο, πρώην διευθυντής και νυν αρθρογράφος της ιταλικής La Repubblica, σε εκτενή ανάλυσή του.
Σημειώνει πως η κλιματική κρίση είναι στην πραγματικότητα μια «άμεση και κοινή αισθητηριακή εμπειρία» στο πλαίσιο της οποίας ο καθένας «καθίσταται μέτρο και κριτής της γενικής εικόνας» ενώ οι ειδικοί προσθέτουν εξηγήσεις και προβλέψεις, δεδομένα, συγκρίσεις, μεταβλητές, «στήνοντας ένα πλαίσιο γύρω από αυτό που το άτομο αντιλαμβάνεται από μόνο του».
Ο έμπειρος ιταλός δημοσιογράφος αναγνωρίζει πως διάφορα ζητήματα είναι όντως συζητήσιμα, από το επίπεδο κρισιμότητας της κατάστασης, καταρχάς, έως τον φονταμενταλισμό που μετατρέπει τον περιβαλλοντισμό σε νέα πίστη, ακυρώνοντας, έτσι, την πολιτική. Ωστόσο η κλιματική κρίση σε καμία περίπτωση δεν είναι «μια μεροληπτική θεώρηση, την οποία καλείται κάποιος να την ασπαστεί, αλλά μια αντικειμενική κατάσταση που δεν μπορεί να αγνοηθεί».
Αντιθέτως, όμως, το περιβαλλοντικό ζήτημα, αποτελεί αιτία έντασης, διχασμού και σύγκρουσης, με τον Μάουρο να κάνει λόγο (αναφερόμενος στην πατρίδα του, καταρχάς, αλλά και στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη αλλά και σε όλον τον κόσμο) για «ένα πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό ρήγμα, που τους επόμενους μήνες θα μετατρέψει το τρίγωνο φύση – κλίμα – έμβια όντα σε πεδίο μάχης».
Εστιάζοντας ειδικά στην Ευρώπη, αναφέρει πως χρειάστηκε μόνον η ψηφοφορία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη Νομοθεσία για την Αποκατάσταση της Φύσης (20% των υποβαθμισμένων χερσαίων και θαλάσσιων περιοχών έως το 2030) για να καταστεί σαφές πως η Πράσινη Συμφωνία που αποσκοπεί στην επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050, «καθίσταται το νέο τοτέμ του γενικευμένου σκεπτικισμού, συγκεντρώνοντας όλες τις αντιεπιστημονικές αντιρρήσεις, όλη τη δυσπιστία για τις συνταγές των Βρυξελλών, όλες τις αντιευρωπαϊκές προκαταλήψεις και όλες τις σύγχρονες πεποιθήσεις που αντικαθιστούν την πραγματικότητα και τις οποίες έχουμε ήδη δει να ενώνονται κατά των εμβολίων στα χρόνια της πανδημίας».
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αναφερόμενη στην Πράσινη Συμφωνία, είχε κάνει λόγο για ιστορική στιγμή για την Ευρώπη, συγκρίσιμη με την κατάκτηση της Σελήνης από τον άνθρωπο, «χωρίς να σκεφτεί ότι ακόμη και αυτή η απόβαση, σήμερα, θα είχε τους αντιπάλους της», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μάουρο. Γιατί η πολιτιστική αντίσταση που προβάλλεται κατά της Πράσινης Συμφωνίας και θα μπορούσε να καταστεί ακόμη και διακρατικό κίνημα εναντίον της «είναι στην πραγματικότητα η τελευταία εκδήλωση ενός φαινομένου που καταγράφεται σε όλες τις δυτικές δημοκρατίες και θα μπορούσαμε να ονομάσουμε Μεγάλη Αμφισβήτηση».
Πρόκειται για έναν μηχανισμό που αποδυναμώνει κάθε επίπεδο διακυβέρνησης, καθώς «περιορίζει την ικανότητα των δημοκρατιών να λειτουργούν μεθοδικά και βάσει σχεδίου, συντονισμένα και με όλους τους διαθέσιμους πόρους, ασκώντας εξουσία και αξιοποιώντας τη συναίνεση, στο πλαίσιο, φυσικά, της διάκρισης μεταξύ πλειοψηφίας και αντιπολίτευσης», εξηγεί. «Δεν είναι πλέον δυνατό να συσπειρωθεί η κοινή γνώμη γύρω από το γενικό συμφέρον, είτε είναι ευρωπαϊκό, είτε εθνικό, ακόμη και περιφερειακό ή τοπικό. Και όλα αυτά συμβαίνουν γιατί η μεγάλη απώλεια αυτών των χρόνων είναι το κοινό καλό», συμπληρώνει.
Πλέον δεν αναγνωρίζεται σε κανένα πολιτικό/θεσμικό υποκείμενο η εξουσία να ορίζει έναν γενικό ορίζοντα για το σύνολο και να υποδεικνύει επιλογές. «Ωσάν η εξουσία να απογυμνώθηκε από αυτή τη μεταφυσική δύναμη που της αναγνώριζε την ικανότητα να ονοματίζει καταστάσεις, επομένως να τις ερμηνεύει, να τις παρουσιάζει και να τις διαχειρίζεται», συνοψίζει ο Μάουρο, κάνοντας λόγο για «μια αυθεντική κληρονομιά αρχαίας μεγαλοσύνης, η οποία ακυρώθηκε από την εξέγερση ενάντια στην ελίτ, που είναι ο πραγματικός κοινός πυρήνας των πάσης φύσεως λαϊκισμών».
Αυτή η εξέγερση «όσων γίνονται στόχος εκμετάλλευσης, του νέου απορριπτέου προλεταριάτου, της κατακρημνισμένης και υποβιβασμένης μικροαστικής τάξης είναι ο πυρήνας της συναίνεσης και της επιτυχίας των δυνάμεων που επενδύουν στην αντιπολιτική, μέχρι που, επικρατώντας, φέρνουν τον λαϊκισμό στην κυβέρνηση και καθίστανται μια μασκαρεμένη άρχουσα τάξη, κινδυνεύοντας να απορροφηθούν από τις ελίτ μπροστά στα μάτια των υποστηρικτών τους».
Για αυτό ο λαϊκισμός κινείται στα όρια της αντιπολιτικής, με το ένα πόδι εντός του συστήματος και το άλλο εκτός. Ωστόσο η διακυβέρνηση συνεπάγεται ευθύνες και επιβάλλει υποχρεώσεις και επιλογές. Ο λαϊκισμός εντείνει και εκμεταλλεύεται τη δυσαρέσκεια των πολιτών εναντίον των θεσμών, των κέντρων λήψης αποφάσεων, της δομής της γνώσης, των εξουσιών, των επιστημονικών κοινοτήτων, αλλά όταν κυβερνάει βρίσκεται αντιμέτωπος με την ίδια δυσπιστία.
Και ολοένα περισσότεροι αισθάνονται πως ένα «κομμάτι της πραγματικότητας έχει απαλλοτριωθεί», πως «ο μηχανισμός λήψης αποφάσεων έχει ιδιωτικοποηθεί», πως «ασκείται ένα μονοπώλιο της γνώσης» προς όφελος αποκλειστικά των όποιων λίγων εκλεκτών. «Πρόκειται για τάξεις που πλήττονται από την κρίση και αισθάνονται αποκλεισμένες, περιθωριοποιημένες ή απλώς άδικα πληττόμενες και έχουν πλέον αποκηρύξει όλους τους δεσμούς αλληλεγγύης, καταφεύγοντας σε μια ατομική αντίληψη της ιθαγένειας που περιορίζεται στην κατηγορία, στην ομάδα, στα συμφέροντα», σημειώνει ο ιταλός αρθρογράφος.
Ολοι αυτοί οι άνθρωποι εναντιώνονται κυρίως στη θεσμική αναγνώριση της όποιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης, είτε είναι υγειονομική είτε είναι κλιματική, γιατί στο πλαίσιο της όποιας τέτοιας κατάστασης «δεν βλέπουν να προστατεύεται το γενικό συμφέρον, αλλά να ρυθμίζονται συγκεκριμένα συμφέροντα. Βασικά απορρίπτουν τα πειθαρχικά μέτρα που αναγκαστικά προκύπτουν σε μια κρίσιμη κατάσταση […] η μοναδική ελευθερία που φαίνεται να έχει νόημα σήμερα είναι η εγωιστική ελευθερία του ατόμου που είναι αποφασισμένο να απορρίπτει τους κοινωνικούς περιορισμούς που συνδέονται με γενικούς σκοπούς που δεν αναγνωρίζει πλέον. Πράγματι, αφού καταγγέλλει τους νέους κανόνες ως περιορισμούς, κάνει, στο τέλος, ένα ακόμη βήμα, το τελευταίο: ακυρώνει την πραγματικότητα που μας υποχρεώνει να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο και αρνείται ότι το κλιματικό πρόβλημα υφίσταται, όπως χθες αρνιόταν τα εμβόλια ή ακόμα και τον ιό».
Σε αυτήν την παράλληλη πραγματικότητα «όλα ανασυντίθεται ξανά, σε μια παραμορφωμένη συνοχή με τη Μεγάλη Αμφισβήτηση: η εξουσία εξαπατά, η πολιτική είναι εφιαλτική, τα ΜΜΕ είναι συνένοχοι, το σύστημα είναι η ίδια η συνωμοσία. Λείπει το τελευταίο μέτρο, που είναι η δήλωση απόρριψης της δημοκρατίας ως υπέρτατης απάτης: αλλά αρκεί να περιμένουμε, είμαστε κοντά», προειδοποιεί ο Ετσιο Μάουρο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News