Το αντιγράφω όπως το έγραψε στον «τοίχο» της στο Facebook (εδώ στις 19/7) η δημοσιογράφος και συγγραφέας Λίνα Ρόκου: «Ολη η μιζέρια του να πρέπει να στριμώξεις μέσα σε ελάχιστες ημέρες -που κατάφερες με χίλιους δυο υπολογισμούς να εξασφαλίσεις- τον χρόνο για να ξεκουραστείς, να ηρεμήσεις, να μάθεις έναν νέο τόπο, να χαρείς, να απομονωθείς, να βρεθείς με ανθρώπους που πραγματικά θες να βρεθείς, να διαβάσεις, να μη διαβάσεις, να μην κάνεις τίποτα απολύτως, όλη αυτή η πίεση του να προλάβεις να νιώσεις καλά είναι ακριβώς ο απόλυτος τρόπος για να μην νιώσεις καλά».
Συνήθως, όταν ένα κείμενο σε εκφράζει ακολουθείς μία από τις δύο επιλογές. Λες «αυτό είναι!» και μένεις εκεί ή αποφασίζεις να υπερθεματίσεις, να πεις και τα δικά σου, να προσθέσεις τον πόνο και την πινελιά σου. Γιατί αν δεν τα πεις «θα σκάσεις». Και όλα αυτά με απόλυτη -αλλά ταυτοχρόνως και καμία- συναίσθηση ότι αυτά που λες δεν ενδιαφέρουν κανέναν.
Ας αρχίσουμε από την αθεράπευτη κοινοτοπία ότι το καλοκαίρι, όταν ήμασταν παιδιά, ήταν μακρύ και απέραντο. Το μαντέψατε: η κοινοτοπία ισχύει. Για τα παιδιά της δεκαετίας του 1980 το rewind συμβολίζει την περιπλάνηση όχι απλά σε μιαν άλλη χώρα, σχεδόν σε μια άλλη διάσταση.
Στην Ελλάδα του 80’ δεν υπήρχε internet, κινητό και smartphone (όπως και πουθενά), δεν υπήρχαν ξαπλώστρες στις παραλίες, δεν μεσουρανούσαν ακόμη -τουλάχιστον στο παιδικό μας σύμπαν- ο Κωστόπουλος και η Ρούλα Κορομηλά (οι εποχές της ιδιωτικής TV και του lifestyle πλησίαζαν αλλά δεν ήταν ακόμη εκεί), ενώ το όνομα «Κοσκωτάς» παρέπεμπε το πολύ στις εικόνες της υποδοχής του (ποδοσφαιριστή) Ντέταρι.
Κάπως έτσι η ημι-τριτοκοσμική κατάσταση που βίωναν ως «κόλαση» κάποιοι άλλοι για εμάς ήταν ένας «παράδεισος». Με τη διαφορά ότι οι παραλίες ήταν καθαρές και ότι οι βόλτες με τετραγωνισμένο Νισάν Σάνι ήταν όντως υπέροχες —για όλους.
Η μνήμη έχει μια τάση να εξωραΐζει το παρελθόν, να κρατάει ζωντανά τα ωραία και να θάβει τα άσχημα.
Παράδειγμα: Πώς γίνεται πχ. να θυμάμαι, 35 σχεδόν χρόνια μετά, ως ένα κομβικό μάλιστα γεγονός για τη ζωή μου ότι η θεία Κική, η μεγαλύτερη αδερφή του πατέρα μου (που μου αγόραζε το «Μπλεκ» από το γωνιακό περίπτερο στη Λούτσα), με ξύπνησε ένα καλοκαιρινό πρωϊνό για να μου πει τα νέα: «κερδίσαμε (στον ημιτελικό του ευρωμπάσκετ του 1989) τη Σοβιετική Ενωση με τρίποντο του Φάνη!». Του Φάνη Χριστοδούλου που ήταν το ίνδαλμα της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας. Σε ποια χώρα ζούσα τότε εγώ;
Στο 00:10 του βίντεο ο Φάνης Χριστοδούλου σουτάρει και ο Γκάλης (κάτω αριστερά στην οθόνη) σηκώνει τα χέρια πανηγυρίζοντας. Βλέποντας την τροχιά της μπάλας, ο μέγας Νικ «ξέρει» από πριν ότι αυτή οδεύει 100% προς το καλάθι…
Αγνωστο, βέβαια, σε ποια χώρα ζει ο καθένας όταν είναι παιδί αν έχει την τύχη (δεν την έχουν όλοι) να ζήσει ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Γνωστό, πολύ γνωστό, σε ποια χώρα ζουν σήμερα οι εργαζόμενοι σαραντάρηδες που εξιδανίκευσαν με τόσο πάθος τα 80s. Συμπέρασμα; Δεν υπάρχει. Αν προσπαθήσεις ανάμεσα στις ξαπλώστρες, τις φωτιές, τα Airbnb και τα απλησίαστα για Ελληνες νησιά να ανασυνθέσεις τη χίμαιρα της παιδικής σου ηλικίας η πραγματικότητα θα σου φανεί ακόμη πιο μαύρη.
Τα πόδια θα βαρύνουν περισσότερο και θα δικαιωθεί ο στίχος του Σαββόπουλου: «Τα πόδια μου καήκανε σε αυτή την ερημιά/ η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα». Μόνη ίσως λύση να κατασκευάσεις ο ίδιος μια ανάσα μακριά από τις προκάτ συνταγές της ευτυχίας και του «περνάμε καλά». Γίνεται, λένε κάποιοι: Ακόμη και υπό τον ρόγχο του air condition, αρκεί να έχεις κοντά σου αγαπημένους ανθρώπους. Εχει κάτι από ήττα όλο αυτό, αλλά ίσως για ορισμένους από εμάς να είναι και μια επιλογή «επιβίωσης».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News