Τι δουλειά έχει, αλήθεια, η Μπρίτζετ Τζόουνς στην εποχή του Threads; Mε αφορμή τα 25 χρόνια από την κυκλοφορία του «εμβληματικού» μυθιστορήματος «Bridget Jones’s Diary» της Ελεν Φίλντιγκ στις ΗΠΑ, η διάσημη ηρωίδα της ανατέμνεται εκ νέου και μοιάζει τόσο σύγχρονη όσο το φαξ, ο τηλεφωνητής με κασέτα ή το κόκκινο τηλέφωνο με κερματοδέκτη. Τουλάχιστον κάτι τέτοιο αποφαίνονται σε πρόσφατο άρθρο τους οι New York Times.
«Γιατί να είμαι τόσο μη ελκυστική; Ντρέπομαι και νιώθω αποκρουστική. Σχεδόν αισθάνομαι το λίπος να ξεχειλίζει από το σώμα μου». Πραγματικά, είναι αδύνατο σήμερα να μην απορήσει κανείς πώς εν έτει 1998, τόσες (κατά κύριο λόγο λευκές, προνομιούχες) γυναίκες ανά τον κόσμο είχαν ταυτιστεί με την υπερφονική ανασφάλεια μιας Μπρίτζετ Τζόουνς.
«Το πρώτο πράγμα που θα παρατηρήσεις» γράφει η Ελίζαμπεθ Ιγκαν των New York Times, «είναι η εμμονή της Μπρίτζετ με το βάρος και το λίπος της και η casual σκληρότητα, των φίλων, μελών της οικογένειάς της και των συναδέλφων της, απέναντι στις προοπτικές της στον ερωτικό τομέα. Αυτό μπορεί να ήταν καταθλιπτικά αστείο πριν από 25 χρόνια, τώρα είναι απλά καταθλιπτικό. Σκεφθείτε πόσα θα είχαμε κάνει με τις ώρες, τις εβδομάδες και τα χρόνια που σπαταλήθηκαν με το κέικ χωρίς λιπαρά και την αεροβική με step. Αναλογιστείτε μόνο τι θα απαντούσε μια millennial σε έναν γνωστό της που θα είχε το θράσος να θίξει το ζήτημα “βιολογικό ρολόι”».
«Μπρος γκρεμός και πίσω ράφι»
Σύμφωνοι, εν έτει 2023, στην post #MeToo εποχή, η Μπρίτζετ μοιάζει ένα θλιβερό απομεινάρι μιας στερεοτυπικής «θηλυκότητας» που παλεύουμε με νύχια και με δόντια να ξεχάσουμε.
Μετά από μία πανδημία, έναν πόλεμο στην καρδιά της Ευρώπης, τεράστιες γεωπολιτικές αναταράξεις και τεράστιες κοινωνικές κατακτήσεις, μοιάζει σχεδόν αδιανόητο. Πώς γίνεται να ένιωθε κανείς την παραμικρή ψυχική εγγύτητα με μια γυναίκα 30 και κάτι που τα βράδια τραγουδούσε μόνη με τις πιζάμες στον καναπέ «All by myself» (τουλάχιστον στην κινηματογραφική εκδοχή της, με τη Ρενέ Ζελβέγκερ), γιατί αυτό που φοβόταν περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο είναι ότι θα πεθάνει «ανύπαντρη» και «άκληρη»; (Να θυμίσω εδώ ότι ο τίτλος στα ελληνικά του πρώτου βιβλίου της Φίλντιγκ από τις εκδόσεις Ωκεανίδα ήταν ενδεικτικός των φεμινιστικών ανησυχιών της εποχής: «Μπρος Γκρεμός και Πίσω Ράφι. Το Ημερολόγιο της Μπρίτζετ Τζόουνς»).
Πώς είναι πραγματικά δυνατόν να αναδείχθηκε σε φαινόμενο της ποπ κουλτούρας μια εργαζόμενη γυναίκα που ερωτεύεται «τον εξαιρετικά σαγηνευτικό αλλά πιο-φαλλοκρατικό-γουρούνι-πεθαίνεις» αφεντικό της στο γραφείο (ο κακοποιητικά «γλυκούλης» Χιου Γκραντ στην ταινία);
Ομως επρόκειτο για αληθινό φαινόμενο. Θυμάμαι π.χ. μια φεμινίστρια κριτικό μεγάλης βρετανικής εφημερίδας που ορκιζόταν ότι θα εντοπίσει τη συγγραφέα για να της δώσει έναν γερό φούσκο. Θυμίζω επίσης ότι οι κριτές της ραδιοφωνικής εκπομπής «Woman’s Hour» του BBC Radio 4 έφεραν το 2016 το όνομα «Μπρίτζετ Τζόουνς» στη λίστα με τις επτά γυναίκες που είχαν ασκήσει τα τελευταία 70 χρόνια τη μεγαλύτερη επιρροή στη ζωή των Βρετανίδων (μαζί με τη… Θάτσερ, την Μπιγιονσέ και την Ελεν Μπρουκ, που το 1964 ίδρυσε στη Βρετανία τα ομώνυμα κέντρα συμβουλευτικής για την αντισύλληψη).
Τα κριτήρια για τη συμπερίληψή της ήταν πάνω κάτω τα εξής: «Η Μπρίτζετ απευθύνεται σε μια πλευρά της θηλυκότητας που δεν εκφράζουμε, αλλά που όλες νιώθουμε», «Μας έδειξε ότι είναι ΟΚ να είσαι απλά ΟΚ. Δεν χρειάζεται να μοιάζεις με εικόνα από διαφήμιση», «Απευθύνεται και σε εκείνες που δεν έχουν παιδιά», «Μιλάει γι’ αυτό το κενό ανάμεσα στο πώς νιώθουμε ότι οι άλλοι περιμένουν να είμαστε και στο πώς είμαστε στην πραγματικότητα», «Θέτει τα ερωτήματα που όλες λίγο-πολύ θέτουμε στον εαυτό μας: “Πώς είμαι; Εχω πέραση; Πόσα κιλά είμαι; Μήπως παραήμουν σκύλα στη δουλειά;”;».
Mπρίτζετ για πάντα!
Σε αυτό το πνεύμα δείχνουν να κινούνται τα επιχειρήματα της Χίλαρι Ρόουζ των Times του Λονδίνου, που έσπευσε την περασμένη Τρίτη να απαντήσει με δικό της άρθρο στα δριμεία αμερικανικά πυρά (όσο να ‘ναι, το «Μπρίτζετ Τζόουνς» παραμένει ένα αμιγώς βρετανικό brand name, μέχρι σήμερα δε προσφέρονται στο Λονδίνο ειδικές ξεναγήσεις στους βασικούς σταθμούς της ζωής της, όπως τουλάχιστον απεικονίζονται στις τρεις ταινίες της σειράς).
«Μήπως αποτυγχάνω ως φεμινίστρια αν δεν παίρνω τον κόσμο τρομερά στα σοβαρά;» διερωτάται η βρετανίδα αρθρογράφος. «Μήπως ντροπιάζω τη γυναικεία αδελφοσύνη όταν γελάω μαζί με την –ποτέ εις βάρος της– Μπρίτζετ Τζόουνς; Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι αυτά που συζητούν και για τα οποία ανησυχούν οι νεαρές γυναίκες έχουν αλλάξει τόσο πολύ από το 1998. Αν δεν ανησυχούν για το βάρος τους, αν δεν αγωνιούν για τους γκόμενους ή αν δεν ερωτεύονται κεραυνοβόλα ακατάλληλους άνδρες που θα τους ραγίσουν την καρδιά, για τι μιλούν με τις φίλες τους; Για τον πληθωρισμό;».
Σπεύδω να ρωτήσω τη γνώμη δύο νεαρών εκπροσώπων της Γενιάς Ζ (γεννημένες μόλις εννιά χρόνια πριν από το μυθιστόρημα της Φίλντινγκ). Η μία δεν τη γνωρίζει καλά. Η άλλη δηλώνει, λίγο ενοχικά, φαν της Μπρίτζετ Τζόουνς.
«Είναι τόσο αστεία!» μου λέει με ενθουσιασμό». «Σίγουρα είναι κάπως πίσω, αλλά ό,τι και να λέμε σήμερα για το body shaming, ακόμη οι γυναίκες δεν ανησυχούμε συνέχεια για τα κιλά και την εικόνα μας; Εντάξει, η ταινία έχει πολύ politically incorrect (πολιτικώς μη ορθά) πράγματα. Ομως πολλά συμβαίνουν ακόμα. Υπάρχει, για παράδειγμα, ένα αφεντικό στο γραφείο που η Μπρίτζετ αποκαλεί “tits pervert” (ανώμαλο βυζιών), που “καρφώνει” συνέχεια το στήθος της και που ποτέ δεν έχει μάθει τι δουλειά κάνει εκείνη εκεί μέσα. Αυτός ο τυπάς και σήμερα υπάρχει στάνταρ σε ένα γραφείο. Το θέμα είναι ότι σήμερα η συμπεριφορά του δεν θα ήταν τόσο επιτρεπτή».
Ισως η αλήθεια να είναι κάπου στη μέση. To βέβαιο είναι ότι ακόμα και το χονδροειδές (για τα γούστα μου τουλάχιστον) χιούμορ ενός μυθιστορήματος του 1996 απηχεί σοβαρές αλήθειες για την εποχή του και θυμίζει πόσο δρόμο έχουμε διανύσει (η ίδια η Φίλντιγκ είχε δηλώσει αργότερα ειλικρινά σοκαρισμένη όσον αφορά το μέγεθος του σεξισμού με τον οποίο βρισκόταν τότε αντιμέτωπη η ηρωίδα της).
Οπως και να ‘χει, η πολλαπλώς ευάλωτη και η διαρκώς αυτοϋπονομευόμενη Μπρίτζετ Τζόουνς –με τον θερμιδομετρητή στο κομοδίνο– ίσως να μην είναι ακόμη αρκετά «παλιά» ούτε για τον κόσμο του post #MeToo.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News