1358
Σκύρος, Λιναριά 1957. Γυναίκες περιμένουν στον μώλο για να γεμίσουν τις κανάτες και τους κουβάδες τους. Οι νησιωτικές περιοχές πάσχουν, ακόμα και σήμερα, από έλλειψη νερού | Robert McCabe, «Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ»

H πολυτέλεια που δεν αγοράζεται

Σκύρος, Λιναριά 1957. Γυναίκες περιμένουν στον μώλο για να γεμίσουν τις κανάτες και τους κουβάδες τους. Οι νησιωτικές περιοχές πάσχουν, ακόμα και σήμερα, από έλλειψη νερού
|Robert McCabe, «Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ»

H πολυτέλεια που δεν αγοράζεται

Ενας σερβιτόρος βουτηγμένος στο νερό, μεταφέρει τον φορτωμένο επιπλέοντα δίσκο στους πελάτες που λιάζονται σε πλωτές εξέδρες / ξαπλώστρες. Σε μια ακροθαλασσιά της Ρόδου.

Κάντε το εικόνα. Ή δείτε ξανά το καρέ από το σχετικό πλάνο.

Αφήστε το ότι η όλη εγκατάσταση βρίσκεται μέσα στον αιγιαλό και στα όρια αρχαιολογικού χώρου. Αυτά αφορούσαν και αφορούν τις αρμόδιες επικαλυπτόμενες και αναποτελεσματικές – όπως φαίνεται μέχρι σήμερα – αρχές.

Απλά κάντε το εικόνα. Αυτό πωλείται – και αγοράζεται – ως πολυτελής υπηρεσία.

Αρα αυτό είναι «πολυτέλεια»; Και αυτή η «πολυτέλεια» προσφέρεται στην Ελλάδα;

Στην ίδια χώρα, η οποία προβάλλεται ως κοιτίδα του πολιτισμού, η οποία συναντάται στην ιστορία ως δημιουργός και εκφραστής του μέτρου;

Αυτού του μέτρου που «εξάγει» ως προστιθέμενη αξία, μαζί με το μοναδικό τοπίο και την ψυχή που το ζωντανεύει;

Πολύς λόγος για την πολυτέλεια.

Είναι η χρυσή κορνίζα στον τοίχο; Το βελούδινο κάλυμμα; Η ντραπέ κουρτίνα με το σιρίτι; Το ντιβάνι στην παραλία; Το κρεβάτι στη θάλασσα και ο «πλωτός» σερβιτόρος;

Πολύς λόγος και για την πολυτέλεια ως μέσο προσέλκυσης ευκατάστατων επισκεπτών.

«Τι δεν μπορούν να αγοράσουν τα χρήματα; Τη ζωή»

Αλήθεια τι ζητά στις ημέρες μας ένας (οικονομικά εύρωστος) ταξιδιώτης;

«Το νούμερο ένα ζητούμενο  για ένα ευκατάστατο άνθρωπο, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να διαθέτει ακίνητα σε μητροπόλεις και ύπαιθρο, είναι οι εμπειρίες», απαντά η αρχιτέκτων Ρία Βογιατζή, συνιδρύτρια των Elastic Architects.

Μετρά σχεδόν 17 χρόνια σε έναν χώρο με συνεργασίες και τουριστικά/παραθεριστικά πρότζεκτ ανά τον κόσμο (Aman Resorts, One And Only, Marriott, Accor, μεταξύ άλλων), τα οποία εστιάζουν στην κορυφή της οικονομικής πυραμίδας.

Η εμπειρία λοιπόν. Και τι δημιουργεί την εμπειρία;

Το πρώτο είναι η τοποθεσία «και πώς αυτή αξιοποιείται», εξηγεί. «Θα πρέπει να εντοπίσεις τα σημεία που σε συνδέουν με το τοπίο. Όταν επισκεπτόμαστε μια έκταση για να διαμορφώσουμε το σχέδιο, λειτουργούμε σαν ιχνηλάτες στην ευρύτερη περιοχή: ένα σφύριγμα του αέρα, ένας βράχος, ένα παλιό δέντρο μπορούν να αποτελέσουν τα πολύτιμα στοιχεία. Ψάχνουμε τη μαγεία σε ένα οικόπεδο, όσο είναι ακόμα αγνό».

Γιατί «ένα ωραίο κρεβάτι, μια ιδιαίτερη πόρτα», ένας ταξιδιώτης υψηλού εισοδήματος «τα έχει και στο σπίτι του».

Τι παραπάνω μπορείς να του δώσεις;

«Τη συμμετρία. Η συμμετρία δεν είναι μόνο σχεδιαστικό εργαλείο». Ο άνθρωπος έτσι αισθάνεται αρμονία στον χώρο.

Και ύστερα «η απλότητα στα υλικά. Να υπάρχει ηρεμία και όχι επιβάρυνση».

ΑΡΙΣΤΕΡΑ. Robert McCabe, Κυκλάδες. Μια νεαρή κοπέλα στο Καφενείο της Καλής Καρδιάς, ίσως στην Αμοργό ή στην Κίμωλο. ΔΕΞΙΑ. Robert McCabe, Μύκονος, Χώρα 1957. Η Μάρλεν Γεωργιάδη ποζάρει μπροστά από το πρωτοποριακό της κατάστημα Maroulina’s Little Shop που πουλούσε χειροποίητα προϊόντα στους λιγοστούς επισκέπτες του νησιού. Δεν υπήρχε μαζική παραγωγή σουβενίρ. Η γοργόνα που κοσμεί το μαγαζί είναι έργο του Γιάννη Τσαρούχη.

Ακόμα και επιλέγοντας «ακριβά υλικά», η μέριμνα είναι στην «καλής ποιότητας πρώτη ύλη. Τότε μπορείς να απλοποιήσεις τα υλικά σου», λέει η Ρία Βογιατζή.

Και ίσως το πιο σημαντικό: η ευζωία. «Τι δεν μπορούν να αγοράσουν τα χρήματα; Τη ζωή».

Αρα, «θέλουμε να προσφέρουμε στον ταξιδιώτη αυτό που θα τον κάνει να νιώσει ότι του δίνει ζωή. Αυτό που θα τον κάνει να αισθανθεί ότι ζει τη ζωή και ότι δεν την ξοδεύει», προσθέτει, ανακαλώντας μια φράση που την επαναλαμβάνουν συχνά στο γραφείο.

Τι μπορεί να είναι αυτό; Πράγματα που θα προσφέρουν ξεγνοιασιά, θα τον αποφορτίσουν.

Κι όμως, ακόμα και αν δεν το περίμενε κανείς, ήδη στη Σαουδική Αραβία και στο Ντουμπάι όπου η αισθητική ήταν διαφορετική, «έχουν αντιληφθεί πάρα πολύ γρήγορα τι συμβαίνει στην αγορά. Γι’ αυτό και οι επενδυτές αναζητούν operators που να κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση».

Η Ελλάδα έχει μαγικά τοπία και ποικιλομορφία. Από βουνό σε θάλασσα. «Θα μπορούσε να αποτελεί πεδίο εμπειρίας στην ολότητά της. Χρειάζεται ένα όραμα», καταλήγει. Και αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ο επενδυτής θα πρέπει να θυσιάσει κέρδος (για να αφήσει ελεύθερο χώρο).

Ισως τελικά δεν είναι θυσία. Αλλά επένδυση με ορίζοντα ζωής.

Αφού όταν μιλάμε για πολυτέλεια, δεν εννοούμε την υπέρτατη αξία;

Τα βασικά συστατικά της πολυτέλειας «είναι διαχρονικά, απλά αλλάζουν λίγο – πολύ οι τάσεις», λέει ο Χρήστος Στεργίου, συνιδρυτής και εκτελεστικός πρόεδρος της Triparound, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της TrueTrips και διευθύνων σύμβουλος του Petra Hotel & Suites. Αυτά «είναι οι εμπειρίες, η αυθεντικότητα, το ψαγμένο».

Ωστόσο προέκυψαν διαφορές πολύ πιο βαθιές στην εποχή μετά την πανδημία.

Για παράδειγμα «πολυτέλεια» ήταν να μαγειρεύεις με μια οικογένεια, αντί να πας σε ένα εστιατόριο με πολλά αστέρια.

Μετά την πανδημία, η έννοια της πολυτέλειας, «έχει περάσει σε ένα βαθύτερο επίπεδο», σχολιάζει.

Η εικόνα της πλωτής εξέδρας και του σερβιτόρου μέσα στη θάλασσα, «είναι πολυτέλεια του χθες. Ή, μάλλον, του προχθές»

Και αυτό έχει να κάνει με την ανθρώπινη επαφή. «Η ανθρώπινη επαφή είναι στην κορυφή των αναγκών και επιθυμιών». Είναι όταν πας να φας κάπου και θέλεις να πιάσεις κουβέντα με αυτόν που σου μαγειρεύει.

Είναι όταν οι οικογένειες, οι φίλοι, θέλουν να έχουν περισσότερη επαφή μεταξύ τους και να δεθούν κάνοντας μαζί διακοπές. «Γι’ αυτό και μετά την πανδημία, παρατηρούμε και στο γραφείο πιο έντονα τα διαγονεϊκά ταξίδια: αδέρφια που ταξιδεύουν μαζί, παππούδες με παιδιά και εγγόνια», λέει ο Χρήστος Στεργίου.

Αντίστοιχα και οι εμπειρίες είναι πιο ανθρωποκεντρικές και πιο προσωποποιημένες. «Όπως και ο κόσμος είναι πιο παρεμβατικός στον σχεδιασμό του ταξιδιού του. Θέλει να έχει επικοινωνία και διάδραση με αυτόν που του προσφέρει την ταξιδιωτική υπηρεσία».

Το ίδιο και το σέρβις, περνά σε μεγαλύτερο βάθος. Αυτή είναι η εμπειρία που επιζητούν οι ταξιδιώτες. Να προλάβεις, ή να προβλέψεις την ανάγκη τους.

Σε κάθε περίπτωση, η πολυτέλεια εστιάζει σε άυλες και όχι υλικές αξίες.

Η εικόνα της πλωτής εξέδρας και του σερβιτόρου μέσα στη θάλασσα, «είναι πολυτέλεια του χθες. Ή μάλλον του προχθές». Εκεί πάλι έχει να κάνει και με ζήτημα αξιοπρέπειας. Και η αξιοπρέπεια ήταν πάντα μέρος της ελληνικής κουλτούρας.

Σε μια κοινωνία που αποξενώνεται, αφού ζει ολοένα και περισσότερο εικονικά, ανεβάζοντας stories, το ζητούμενο είναι η (δια ζώσης) ανθρώπινη επαφή. Ντιβάνι στη θάλασσα ή έναν άνθρωπο να μιλήσεις;

Και μετά έρχεται το βιβλίο με τις φωτογραφίες του Robert McCabe. Για να σου ξυπνήσει το συναίσθημα και να σου θυμίσει πώς ήταν «Η Ελλάδα μετά τον πόλεμο». Μια Ελλάδα που φωτογράφισε ξεκινώντας από την πρώτη του επίσκεψη το καλοκαίρι του 1954. Τότε που η απαράμιλλη ομορφιά συνυπήρχε με την ανέχεια. Υστερα από τις καταστροφές των ναζί και την ταλαιπωρία του Εμφυλίου.

Και όμως, κοιτάζοντας τις εικόνες του τότε, στην έκδοση του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών που επιμελήθηκαν ο καθηγητής του Χάρβαρντ και πρόεδρος του ΕΠΚεΔ Παναγιώτης Ροϊλός και η δημοσιογράφος Κατερίνα Λυμπεροπούλου, από την περιήγηση του McCabe στην ενδοχώρα και τα νησιά – αυτά που σήμερα πρωταγωνιστούν ως οι πλέον εξεζητημένοι προορισμοί διακοπών – διακρίνεις μια πολυτέλεια που δεν αγοράζεται.

Robert McCabe, Μύκονος 1957. Γυναίκα στεγνώνει τα ρούχα της στον αέρα και στον ήλιο του νησιού

Είναι αυτή η πολυτέλεια της αγνότητας του τόπου, της ψυχής, του βλέμματος. Χαμόγελα από καρδιάς σε πρόσωπα παιδικά ή και ταλαιπωρημένα από τον χρόνο και τον κόπο. Μα όλα τους με καθαρή ματιά, σε έναν τόπο οικείο, φτωχό. Μα στην πραγματικότητα πλούσιο. Γεμάτο αξίες. Γιατί είναι «Τα χρόνια της ελπίδας», όπως λέει ο μεσότιτλος.

«Στα ταξίδια μου εκείνα τα χρόνια, από την Ηπειρο μέχρι την Κρήτη και από την Πύλο μέχρι τη Ρόδο, με εξέπλητταν ευχάριστα το κέφι, η ζεστασιά, και το φιλόξενο πνεύμα αυτών των ανθρώπων που είχαν επιβιώσει από τον εφιάλτη του πολέμου και τα επακόλουθα δεινά του», γράφει ο αμερικανός φωτογράφος στην εισαγωγή του βιβλίου. «Στα περισσότερα μέρη δεν υπήρχαν τουρίστες και κάθε νησί είχε τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Δεν είχα συνειδητοποιήσει, όμως, ότι αυτό ήταν εφήμερο και ότι σύντομα αυτά τα μέρη θα πλημμύριζαν από τουρίστες και ότι ο μοναδικός χαρακτήρας τους και τα πανέμορφα τοπία θα αλλοιώνονταν δραματικά».

Κέφι, ζεστασιά, φιλοξενία. Αυτά δεν κατέστησαν την Ελλάδα έναν τόπο στον οποίο οι επισκέπτες έβρισκαν την ουσία στα απλά, την αξία στα λίγα – που τότε υπήρχαν – και δένονταν με τους ανθρώπους της;

Αυτά δεν θυμούνται οι παλιοί ροδίτες ξενοδόχοι, από τους πρώτους τουρίστες στο νησί τους; Oι Σουηδοί που συνέρρεαν, έλεγαν «δεν μας ενδιαφέρουν τα ξενοδοχεία, μας ενδιαφέρει ο λαός». Είχαν φιλίες στα χωριά, ερχόντουσαν δύο φορές τον χρόνο, φέρνοντας δώρα (εδώ).

Αυτά είναι που σήμερα σπανίζουν.

Οσα πλωτά ντιβάνια και να τοποθετηθούν και όσοι σερβιτόροι να βουτήξουν στη θάλασσα να φέρουν το κοκτέιλ στην ξαπλώστρα.

Αυτά δεν δημιουργούν εμπειρίες, δεν συνθέτουν αναμνήσεις, δεν φτιάχνουν δεσμούς.

Γιατί αυτή είναι μια πολυτέλεια που δεν αγοράζεται.

Αλλά πάντα θα αναζητείται.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...