«Η εικόνα που με συγκλόνισε περισσότερο είναι αυτή του μικρού σουπερμάρκετ της γειτονιάς, στη γωνία του δρόμου μου, που υπέστη σοβαρές ζημιές και λεηλατήθηκε από ομάδες δεκάχρονων αγοριών που έφευγαν τρέχοντας, με τα χέρια τους γεμάτα σακούλες πατατάκια και σοκολάτες. Οπως πολύ σωστά σημείωσε ο Σερζ Ζιλί σε άρθρο του στο χθεσινό φύλλο της Libération, αυτές οι μέρες βίας περιστρέφονταν γύρω από την κατανάλωση, από τα πράγματα που αυτά τα παιδιά δεν μπορούν να αγοράσουν και τα οποία η κοινωνία δεν σταματά ποτέ να προσφέρει, χωρίς διάκριση. Από σοκολάτες, μέχρι παπούτσια Nike και τσάντες Luis Vuitton.
»Δεν υπάρχει καμία ιδεολογία πίσω από τις πράξεις αυτών των παιδιών, ακόμα και αν η ρίζα του προβλήματος είναι βαθιά κοινωνική και ιδεολογική, γιατί οι κάτοικοι των μπανλιέ είναι και θα παραμείνουν (εάν κανείς δεν κάνει τίποτα) πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ο διαχωρισμός είναι πολύ βαθύς και συνεχίζεται εδώ και πάρα πολύ καιρό (…) Με λίγα λόγια, αυτή η χώρα βρίσκεται συνεχώς σε πόλεμο, γιατί οι ανισότητες είναι πάρα πολλές και πολύ βαθιές και δεν βλέπω καμιά διέξοδο στο προσεχές μέλλον (το οποίο είναι εξαντλητικό για όσους ζουν εδώ)».
Αυτά έγραψε σε επιστολή της προς την Corriere della Sera μια τακτική και ευαισθητοποιημένη αναγνώστρια της εφημερίδας, Ιταλίδα που ζει στη Λυών, αναφερόμενη στο χάος που επικράτησε στη Γαλλία την προηγούμενη εβδομάδα μετά τον φόνο ενός 17χρονου αγοριού από αστυνομικό. Εκείνη παρακολουθούσε τα ξεσπάσματα βίας από το παράθυρο του σπιτιού της.
Τι έγραψε, όμως, ακριβώς ο Σερζ Ζιλί, συνιδρυτής της Libération (μαζί με τον Ζαν-Πολ Σαρτρ) και διευθυντής της από το 1974 έως το 2006, σε άρθρο του με τίτλο «Να σώσουμε τη νεολαία… και την αστυνομία», που επικαλείται η αναγνώστρια;
«Αυτή η Γαλλία του αποκλεισμού, της κοινωνικής εξωεδαφικότητας, είναι ο κόσμος των αποκλεισμένων, με κάθε έννοια, συμπεριλαμβανομένου του αποκλεισμού από την κατανάλωση, που βιώνεται ως ο χειρότερος αποκλεισμός, όπως αποδεικνύεται από τη σημασία που προσέλαβαν κατά τη διάρκεια των ταραχών οι μαζικές λεηλασίες. Αυτοί οι αποκλεισμένοι (άνθρωποι) αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως παρία της κοινωνίας, ως καταδικασμένο σε αυτοκαταστροφή. Η γενιά των παιδιών ηλικίας από 12 έως 15 ετών, στην πρώτη γραμμή των ταραχών, εκφράζει μια μορφή απόγνωσης» γράφει ο Ζιλί, ο οποίος επέστρεψε στη Libération, ως αρθρογράφος πλέον, τον περασμένο Ιανουάριο, σε ηλικία 80 ετών και 17 χρόνια μετά την αποχώρησή του.
Στο άρθρο του θυμίζει πόσο μακροχρόνιο είναι το πρόβλημα των γαλλικών προαστίων και πόσο πολλές λύσεις έχουν προταθεί και εφαρμοστεί τα προηγούμενα χρόνια, δίχως, όμως, επιτυχία. «Γνωρίζουμε από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 ότι στις περιφέρειες των μπανλιέ συσσωρεύονται σχεδόν όλα τα προβλήματα της Γαλλίας: κοινωνικές ανισότητες, απουσία υποδοχής και ενσωμάτωσης όσον αφορά τη μετανάστευση, κατάρρευση των αστικών πολιτικών, μαζική ανεργία σε ορισμένες πόλεις με ποσοστά που μερικές φορές φτάνουν το 40%, ενδημικός ρατσισμός, αντικρουόμενες θρησκείες και μονίμως υπό αμφισβήτηση κοσμικότητα, μεγάλης κλίμακας σχολικές αποτυχίες, έλλειψη αποφοίτων πανεπιστημίου, ολοένα πιο θανάσιμη αστική βία, γενιές που θυσιάζονται και εμπόριο ναρκωτικών ως εναλλακτική λύση και ούτω καθεξής…
»Ξεκινώντας από αυτές τις παρωχημένες παρατηρήσεις, το κράτος, τα τμήματα, οι περιφέρειες (…) εργάστηκαν για να επαναφέρουν τις δημόσιες υπηρεσίες σε αυτές τις περιοχές “μη δικαιωμάτων” και να αλλάξουν το χρώμα των πόλεων. (Πρόκειται για) αξιόλογες πρωτοβουλίες, αν και ανεπαρκείς και παρότι οι ταραχές των τελευταίων ημερών ήταν άκρως επιθετικές ακριβώς εναντίον αυτών των χώρων μινιμαλιστικής επανένταξης».
Την ώρα όμως που η Γαλλία αναζητά τρόπους για να κερδίσει τις χαμένες γενιές των μπανλιέ, γνωρίζοντας πόσο δύσκολο έχει καταστεί πλέον αυτό και, κατ’ επέκταση, ότι κάθε άλλο παρά σίγουρη είναι η επιτυχία, μπορεί, σύμφωνα με τον Ζιλί, να αποπειραθεί να «σώσει» την αστυνομία της χώρας, η οποία τείνει να αμερικανοποιηθεί, όπως θα μπορούσε κάλλιστα, να ειπωθεί, λαμβάνοντας υπόψη τις ολοένα πιο φονικές αντιδράσεις αστυνομικών της Γαλλίας με θύματα, τις περισσότερες φορές, γάλλους πολίτες με καταγωγή από την Αφρική.
Ο πολύπειρος δημοσιογράφος και παρατηρητής της γαλλικής κοινωνίας και πολιτικής εδώ και δεκαετίες, σημειώνει πως υπάρχει και ένα παράδειγμα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βάση. «Πριν από 25 χρόνια, το 1998, ο Λιονέλ Ζοσπέν (σοσιαλιστής πρωθυπουργός την εποχή της “συγκατοίκησης” με τον γκολικό πρόεδρο Ζακ Σιράκ) ανέθεσε στον Ζαν-Πιερ Σεβενεμάν (τον υπουργό Εσωτερικών του) το καθήκον να ιδρύσει μια τοπική αστυνομική δύναμη, ικανή να δημιουργεί έναν κοινωνικό ιστό πρόληψης, με τη συμμετοχή των νέων και της αστυνομίας.
»Ο Σεβενεμάν ανέθεσε την οργάνωση της μονάδας στον επιθεωρητή Ζαν-Πιερ Αβρίν. Ερωτώμενος για τις φετινές ταραχές, ο πρώην αρχηγός της αστυνομίας της Τουλούζης απαντά 25 χρόνια αργότερα πως “το ερώτημα που θέλαμε να απαντήσουμε με την αστυνομία της γειτονιάς ήταν: υπηρετεί την πολιτική εξουσία ή τον πολίτη η αστυνομία;”. Αυτό, τουλάχιστον, είναι ξεκάθαρο. Αν θέλουμε να ανατρέψουμε τη στρατηγική του Σαρκοζί, που κατέστησε την αστυνομία κύριο αντίπαλο των νέων, κυρίως των νέων από τις πόλεις (…), είναι καιρός να επιστρέψει η αστυνομία της καθημερινότητας» συνοψίζει ο Σερζ Ζιλί.
Ωστόσο, το γεγονός ότι ο Εμανουέλ Μακρόν κατέληξε να επιλέξει έναν μαθητή του Σαρκοζί, τον Ζεράλντ Νταρμανέν, για υπουργό Εσωτερικών του, καθιστά ακόμη πιο δύσκολη τη δημιουργία μιας αστυνομίας της γειτονιάς, που είχε κατά νου και ο ίδιος ο πρόεδρος της Γαλλίας, αν και με άλλο όνομα (αστυνομία της ασφάλειας στην καθημερινότητα, καθήκον της οποίας θα ήταν πρωτίστως η ανάκτηση των «χαμένων» γειτονιών των γαλλικών μητροπόλεων).
«Εδώ και περισσότερα από 30 χρόνια, ορισμένες γειτονιές έχουν καταστεί αβίωτες, ειδικά για τους πιο ευάλωτους, τους ηλικιωμένους που ψωνίζουν, τη γυναίκα που γυρίζει μόνη της το βράδυ από τη δουλειά. Θέλω η αστυνομία να βρίσκεται παντού», είχε αναφέρει σχετικά ο Μακρόν τον Απρίλιο του 2021, ανακοινώνοντας τη δημιουργία 62 «ζωνών ανάκτησης». Ομως στην πραγματικότητα, όπως γράφει ο Ζιλί, «υπό τον Μακρόν, η αστυνομία εκμεταλλεύθηκε τις ταραχές των Κίτρινων Γιλέκων: οι μισθοί των αστυνομικών αυξήθηκαν, όπως αυξήθηκε και ο αριθμός τους, αλλά δεν υπάρχει πλέον κανένα γενικό δόγμα για τη διαχείριση αυτού του θεσμού».
Ωστόσο, η όποια αστυνομία της γειτονιάς δημιουργηθεί δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να είναι αδύναμη, γιατί «το χειρότερο στη διαχείριση της δημόσιας τάξης είναι ένας αστυνομικός που φοβάται, που στερείται πρακτικής, που υπόκειται στην κατάσταση αντί να την ελέγχει».
Η επιστροφή, λοιπόν, της αστυνομίας της γειτονιάς (ή της κοινότητας ή της καθημερινότητας) κρίνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση, ούτως ώστε να υπάρχουν κάποιες ελπίδες για την ανάκτηση των «χαμένων» μπανλιέ της Γαλλίας και των «χαμένων» γενεών γάλλων πολιτών που ζουν σε αυτά. «Πλέον, ο διάλογος μεταξύ της αστυνομίας και των νέων των μπανλιέ έχει καταστεί αδύνατος. Υπάρχει μόνο καταστολή και περιφρόνηση από τη μία πλευρά και προκλήσεις, καχυποψία και μίσος από την άλλη», όπως επισήμανε στην επιστολή της και η ιταλίδα κάτοικος Λυών, και αυτό πρέπει άμεσα να αλλάξει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News