Τι συμβαίνει στα κόμματα μετά από μια εκλογική συντριβή; Η κάθε περίπτωση είναι βέβαια διαφορετική. Εξαρτάται από τη χώρα και την ιδιοσυγκρασία του εκλογικού της σώματος. Εξαρτάται από τον ιδεολογικό χώρο, γιατί τα ανακλαστικά της κομματικής βάσης της Αριστεράς, του Κέντρου και της Δεξιάς είναι διαφορετικά – για παράδειγμα στην Ελλάδα η ενιαία κομματική έκφραση των κεντρώων χρειάστηκε πάνω μια δεκαετία για να συγκροτηθεί από την ήττα της ΕΠΕΚ του Πλαστήρα το 1951 έως τη νίκη της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, ενώ ο Παναγής Τσαλδάρης έφερε το Λαϊκό Κόμμα στην αξιωματική αντιπολίτευση με την πρώτη κάθοδο σε εκλογές μετά την εθνική καταστροφή του 1922 που είχε χρεωθεί η παράταξή του. Εξαρτάται από τον τρόπο συγκρότησης – αν δηλαδή το κόμμα που υφίσταται την ήττα έχει παραδοσιακή γεωγραφική και κοινωνική βάση ή εάν αποτελεί ένα συγκυριακό σχηματισμό.
Πέρα όμως από τις διαφορές, υπάρχουν συγκεκριμένα σχήματα που περιγράφουν τη συνήθη πορεία ύστερα από μια δεινή ήττα. Η σχετικά πρόσφατη ιστορία του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας παρέχει μια καλή προσέγγιση στο τι θα μπορούσε να συμβεί και στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ και ποιες είναι οι εκδοχές που έχουν μπροστά τους όσοι αποφασίσουν να συμμετέχουν στις διαδικασίες εκλογής του διαδόχου του Αλέξη Τσίπρα μετά την παραίτησή του (ή, για μια ακριβέστερη περιγραφή, μετά την αποπομπή του με την καταδικαστική ετυμηγορία των εκλογέων).
Το πρώτο σύμπτωμα της κατάρρευσης είναι η εσωστρέφεια. Όχι -μόνο- για ψυχολογικούς λόγους, επειδή η φτώχεια φέρνει γκρίνια. Τα διαδοχικά βήματα προς την ήττα προδιαγράφουν και τα επακόλουθά της. Οι πρώτοι που απομακρύνονται είναι οι ψηφοφόροι που δεν έχουν ισχυρή σύνδεση με το κόμμα. Καθώς φεύγουν, ενισχύονται στις εσωτερικές ισορροπίες εκείνοι που εκπροσωπούν την ιστορικότητα και το σκληρό πυρήνα του. Το ίδιο συμβαίνει και με τα στελέχη. Ιδίως όταν, όπως στην Ελλάδα, υπάρχει σταυρός προτίμησης, τότε αποτυγχάνουν εκείνοι που προέρχονται από κινήσεις διεύρυνσης του κόμματος και όσοι αμφισβητούν την ηγεσία και επικρατεί η ηγετική ομάδα. Το αποτέλεσμα είναι ότι η ηγεσία της ήττας σε ένα ηττημένο και συρρικνωμένο κόμμα είναι πολύ ισχυρότερη στους στενούς εσωτερικούς συσχετισμούς από ό,τι προηγουμένως, καθώς οι εσωκομματικοί αντίπαλοι εισπράττουν δυσανάλογα το κόστος της εκλογικής αποτυχίας. Οι συσχετισμοί στην αποδεκατισμένη Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ των 47 βουλευτών είναι απολύτως χαρακτηριστικοί μιας τέτοιας διεργασίας.
Από εκεί και πέρα υπάρχουν δύο δρόμοι. Ο ένας είναι η περιχαράκωση της ηγεσίας και η εμμονή των προσώπων στην διατήρηση της εξουσίας τους, οσοδήποτε καθημαγμένης οσοδήποτε καταστροφικής για τις προοπτικές του κόμματος. Στους Βρετανούς Εργατικούς ο φαύλος κύκλος της εσωστρέφειας και της διαιώνισης της ήττας σχηματοποιήθηκε στο πρόσωπο του Νιλ Κίννοκ που χρειάστηκε να χάσει τρεις φορές, ακόμη και από τον αδύναμο διάδοχο της Θάτσερ Τζον Μέιτζορ, για να αφήσει την ηγεσία. Αυτή θα ήταν η προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ εάν ο Αλ. Τσίπρας είχε αποφασίσει να παραμείνει επικεφαλής του. Προτίμησε να φύγει ηττημένος, αλλά όχι εξευτελισμένος.
Ο δεύτερος μοιραίος δρόμος, μετά την προσωπική εμμονή, είναι εκείνος της ιδεολογικής καθαρότητας. Η ήττα αποδίδεται όχι σε εσφαλμένη ανάγνωση της πραγματικότητας αλλά σε προβλήματα των άλλων – της κοινωνίας που δεν ανταποκρίνεται, των ψηφοφόρων που δεν κατανοούν, των συσχετισμών που δεν βολεύουν, της Ιστορίας που έχει αναποδιές. Κι έτσι μια όλο και πιο κλειστή, αλλά και πιο συνεκτική ομάδα, επικρατεί και επιβάλλεται εσωτερικά, απομακρύνοντας όμως όλο και περισσότερους ψηφοφόρους και ανακυκλώνοντας την εξουσία και την αποτυχία της.
Στο παράδειγμά μας, του Εργατικού Κόμματος, η λογική αυτή οδήγησε στην εκλογή του Μάικλ Φουτ μετά το θρίαμβο της Θάτσερ το 1979 (με διαφορά που ίσως δεν είναι άχρηστο να θυμηθούμε ότι ήταν πολύ μικρότερη από τη σημερινή μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ), συμβάλλοντας στην 15ετή κυριαρχία των Συντηρητικών. Και, ξανά, στην επιλογή του Τζέρεμι Κόρμπιν, που οδήγησε σε άλλη μια Συντηρητική 20ετία, που διαρκεί ακόμη παρά τις άθλιες επιδόσεις των κυβερνητικών σχημάτων, και είχε ως πρόσθετη παρενέργεια τη συμβολή των Εργατικών στο Brexit.
Αξίζει εδώ να θυμηθεί κανείς ότι η επιλογή της «σκληρής βάσης» δεν εγγυάται ούτε την εκλογική επιτυχία στους παραδοσιακούς ψηφοφόρους, όπως αποδείχτηκε από την κατάρρευση του περίφημου «Κόκκινου Τείχους» της βόρειας Αγγλίας που έζησαν οι Εργατικοί υπό τον αριστερότερο ηγέτη τους για τέσσερις δεκαετίες.
Αυτή είναι η επιλογή που έχει μπροστά του ο ΣΥΡΙΖΑ. Εάν δηλαδή θα προτιμήσει να αναβαπτιστεί στα ιδεολογικά νάματα της Αριστεράς και να προτείνει μια ριζικά διαφορετική εκδοχή διακυβέρνησης, προσβλέποντας σε μια γιγαντιαία μεταβολή των τάσεων στην ελληνική κοινωνία. Είναι ένας δρόμος θεμιτός, υπερήφανος, ανηφορικός και με εντελώς αβέβαιη (αν όχι προβλέψιμη) κατάληξη, ιδιαίτερα στο σημερινό ευρύτερο διεθνές και ευρωπαϊκό κλίμα όπου η επιρροή των Αριστερών, Σοσιαλιστικών και Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων μειώνεται σχεδόν παντού.
Ο άλλος δρόμος είναι η επιλογή μιας ηγεσίας που θα απευθυνθεί στην ευρύτερη βάση του ΣΥΡΙΖΑ του Σεπτεμβρίου του 2015 και, κυρίως, του 2019 και, ταυτόχρονα, προς τον μόνο όμορο χώρο που έχει μια ουσιαστική εκλογική δεξαμενή, εκείνον του ΠΑΣΟΚ, επιχειρώντας να ανασυστήσει μια ευρεία προοδευτική συμμαχία και να αναδείξει τις όποιες αστοχίες της διακυβέρνησης της Ν.Δ. και τις δυσκολίες που θα προκύψουν με το τέλος των ευρωπαϊκών προγραμμάτων στήριξης της οικονομίας.
Ούτε αυτός ο δρόμος είναι λεωφόρος και σε αυτή την περίπτωση το κρίσιμο μέγεθος θα είναι η εμβέλεια του μελλοντικού αρχηγού. Η ηγετική δυνατότητά του θα κριθεί στην πράξη – πρώτα στην κοινωνική αποδοχή και κατ΄εξοχήν στην άμεση σύγκριση με Μητσοτάκη και Ανδρουλάκη στη Βουλή.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News