Tην αισιοδοξία τους για τις προοπτικές της οικονομίας και του ομίλου Πειραιώς υπογράμμισαν ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας, Χρήστος Μεγάλου, και ο πρόεδρος του ομίλου Γεώργιος Χαντζηνικολάου μιλώντας στη Γενική Συνέλευση των μετόχων.
Ο κ. Μεγάλου υπογράμμισε την αισιοδοξία του για την επίτευξη των επιχειρηματικών στόχων της Τράπεζας τόσο σε ότι αφορά την κερδοφορία όσο και την πιστωτική επέκταση. Όπως σημείωσε, τα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου δημιουργούν αισιοδοξία ότι η Τράπεζα θα επιτύχει τους στόχους του νέου αναθεωρημένου business plan νωρίτερα του χρονοδιαγράμματος.
Αναλυτικότερα ο διευθύνων σύμβουλος της Πειραιώς τόνισε στην ομιλία του: «Το 2022 η ελληνική οικονομία διατήρησε την έντονη αναπτυξιακή της δυναμική, με τον ετήσιο ρυθμό αύξησης του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) να διαμορφώνεται σε 5,9%. Η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη άμβλυνε σε κάποιο βαθμό τις αρνητικές επιδράσεις από τον ιδιαίτερα υψηλό πληθωρισμό, ο οποίος ανήλθε σε 9,3% το 2022 (από 0,6% το 2021) εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης και της αύξησης των τιμών των τροφίμων.
»Το 2023 η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, προβλέπεται ότι θα αναπτυχθεί με ρυθμό κοντά στο 3,5%, πολύ πάνω από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, αλλά σαφώς χαμηλότερο έναντι του 2022. Η κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά στην ανάπτυξη. Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την πορεία των επενδύσεων είναι ιδιαίτερα ευοίωνες, καθώς εκτός από την αύξηση των σχετικών κονδυλίων, προβλέπεται και η ποιοτική τους αναβάθμιση, δεδομένου ότι ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό νέων επενδύσεων θα αφορά υποδομές όπως στην παραγωγή πράσινης ενέργειας με υψηλή προστιθέμενη αξία».
Επιπλέον, ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς σημείωσε ότι «η ανάκαμψη εφεξής αναμένεται να εξαρτηθεί από την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, με καθοριστική συμβολή της τουριστικής περιόδου για τη χώρα μας. Η ταχύτητα της ανάκαμψης, αλλά και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα αποτελέσουν αποφασιστικούς παράγοντες που θα καθορίσουν τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία, τον τραπεζικό τομέα και τον Όμιλο Πειραιώς ειδικότερα».
Για τις επιδόσεις της Τράπεζας Πειραιώς, ο κ. Μεγάλου τόνισε πως «το 2022 ήταν έτος πλήρους ανάκαμψης για την Τράπεζα Πειραιώς, μέσω της υλοποίησης του στρατηγικού της σχεδίου, το οποίο οδήγησε σε μονοψήφιο δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο 6,8% στο τέλος του 2022 από 12,7% το προηγούμενο έτος. Η πορεία μας καταδεικνύει την εμπορική δυναμική των τραπεζικών δραστηριοτήτων μας. Συνεχίσαμε να στηρίζουμε ενεργά τους πελάτες μας, χορηγώντας νέες χρηματοδοτήσεις ύψους 7,7 δισ. ευρώ.
»Οι εκταμιεύσεις νέων δανείων αποτύπωσαν την πιστωτική ζήτηση, κυρίως από επιχειρήσεις. Τα δάνεια ανήλθαν στα €38,8 δισ. αυξημένα κατά 1% σε ετήσια βάση. Ειδικότερα, το χαρτοφυλάκιο εξυπηρετούμενων δανείων του Ομίλου αυξήθηκε κατά €2,7δισ. το 2022, στα €28,6 δισ., η πλειοψηφία των εκταμιεύσεων κατευθύνθηκε σε επιχειρήσεις με τον κλάδο της βιομηχανίας / μεταποίησης να κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο.
»Την ίδια περίοδο, οι καταθέσεις και τα υπό διαχείριση κεφάλαια πελατών ενισχύθηκαν κατά €4,1 δισ. Το ισχυρό προφίλ ρευστότητας της Τράπεζας Πειραιώς επιβεβαιώθηκε, με δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) στο 201%, δείκτη δανείων προς καταθέσεις (LDR ) στο 62% και δείκτη σταθερότητας χρηματοδότησης (NSFR) στο 137% τον Δεκέμβριο 2022, ενώ η Τράπεζα αποπλήρωσε μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση TLTRO €9 δισ. στα τέλη του 2022.
»Οι οικονομικές επιδόσεις και τα θεμελιώδη μεγέθη του Ομίλου Πειραιώς παρουσίασαν απτή βελτίωση το 2022 σε όλους τους τομείς. Τα επαναλαμβανόμενα κέρδη προ φόρων ανήλθαν σε €715 εκατ., 41% υψηλότερα σε ετήσια βάση, λόγω των ανθεκτικών καθαρών εσόδων από τόκους, του ιστορικού υψηλού των καθαρών εσόδων από προμήθειες, της συνεχιζόμενης εξοικονόμησης λειτουργικού κόστους και της σημαντικής μείωσης του εξόδου προβλέψεων για δάνεια. Χάρη σε διαρθρωτικές ενέργειες και εστιασμένες δράσεις πετύχαμε περαιτέρω μείωση του λειτουργικού κόστους και ενίσχυση της αποτελεσματικότητας. Τα επαναλαμβανόμενα λειτουργικά έξοδα το 2022 διαμορφώθηκαν σε €828 εκατ., μειωμένα κατά 5% σε ετήσια συγκρίσιμη βάση. Tα καθαρά αποτελέσματα του Ομίλου το 2022 κατέγραψαν κέρδη €897 εκατ., σε σύγκριση με ζημία ύψους €3,0 δισ. το 2021».
Ο κ. Μεγάλου σημείωσε πως η πρόοδος που έχει καταγραφεί «αναδεικνύει τις προοπτικές που διανοίγονται για την Τράπεζα Πειραιώς και την πορεία που μπορεί να διαγράψει» τονίζοντας ότι «οι προοπτικές αυτές δεν πέρασαν απαρατήρητες από τη χρηματιστηριακή αγορά και το επενδυτικό κοινό όπου οι αποτιμήσεις των ελληνικών εισηγμένων εταιρειών έχουν ενισχυθεί. Με τρεις από τους τέσσερις οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης να τοποθετούν την Ελληνική Δημοκρατία μόλις μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, η χώρα μπορεί σύντομα να ανακτήσει τη θέση που έχασε πριν από μια δεκαετία».
Επεσήμανε πως «ο γενικός χρηματιστηριακός δείκτης καταγράφει άνοδο 36% από τις αρχές του έτους, ο τραπεζικός δείκτης 53% και η μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς 94%».
Για τη φετινή χρονιά και την Τράπεζα Πειραιώς ο κ. Μεγάλου ανέφερε πως «στο πλαίσιο των αναβαθμισμένων βασικών χρηματοοικονομικών μας στόχων για το 2023, στοχεύουμε πλέον σε απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων 12% σε σχέση με προηγούμενη εκτίμηση για 10%, με το δείκτη κόστους προς βασικά έσοδα να υποχωρεί κάτω του 40% και τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων να διαμορφώνεται σε περίπου 5%. Στόχος είναι η περαιτέρω ενίσχυση του συνολικού δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας σε επίπεδο άνω του 17,3%, και καθαρή πιστωτική επέκταση κατά 1,6 δισ. ευρώ».
Και υπογράμμισε ότι «οι διαφαινόμενες τάσεις του πρώτου εξαμήνου του 2023 είναι ενθαρρυντικές ως προς την επίτευξη των στόχων νωρίτερα έναντι του αναθεωρημένου επιχειρηματικού πλάνου 2023-2025».
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Τράπεζας στην ομιλια του τόνισε ότι το 2022 ήταν μια χρονιά ορόσημο τόσο για την ελληνική οικονομία όσο και για τον ‘Όμιλο Πειραιώς, καθώς «μετά από μια θεαματική ανάκαμψη το 2021, που υπερκάλυψε τις απώλειες του 2020 από την πανδημία, στο 2022 η ελληνική οικονομία συνέχισε την αναπτυξιακή της πορεία, καταγράφοντας ισχυρή άνοδο του ΑΕΠ της τάξεως του 6%», σημειώνοντας πως ήταν «μια ανάπτυξη που στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στις ισχυρές επενδύσεις (ξένες και εγχώριες), στις ισχυρές εξαγωγές, στην αυξημένη κατανάλωση, και στην ανάκαμψη του τουρισμού που επανήλθε στα επίπεδα του 2019. Ο ρυθμός ανάπτυξης θα ήταν υψηλότερος, αν δεν υπήρχε η Ουκρανική κρίση, που οδήγησε στις υψηλές τιμές ενέργειας (οι οποίες επηρέασαν τις εισαγωγές μας), και αφαίρεσαν, περίπου 2%, από την αύξηση του ΑΕΠ».
Ο κ. Χαντζηνικολάου επεσήμανε ότι «τα αποτελέσματα της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας της κυβέρνησης, έβαλαν την ελληνική οικονομία στο ραντάρ των επενδυτών – Ελλήνων και ξένων. Το είδαμε το 2022, και πιστεύω ότι θα συνεχίσουμε να το παρατηρούμε και στα επόμενα χρόνια» προσθέτοντας: «Συγχρόνως όμως, και σαν αποτέλεσμα της αύξησης του πληθωρισμού μετά από πολλά χρόνια, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά διεθνώς, είδαμε σημαντικές αυξήσεις στα επιτόκια, στην προσπάθεια των κεντρικών τραπεζών, να αναχαιτίσουν τον πληθωρισμό».
Τόνισε επίσης πως «για το τραπεζικό σύστημα – ελληνικό και μη – οι αυξήσεις στα επιτόκια είχαν ένα ευεργετικό αποτέλεσμα, επηρεάζοντας πιο θετικά τα στοιχεία ενεργητικού από τα στοιχεία παθητικού των ισολογισμών. Το ευεργετικό αυτό αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με τις μεγάλες διορθωτικές κινήσεις που έκαναν οι ελληνικές τράπεζες, μειώνοντας τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, περιορίζοντας τα έξοδα τους, και εκμεταλλευόμενες τα οφέλη της τεχνολογίας, οδήγησαν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, σε ανάκαμψη της κερδοφορίας μετά από πολλά χρόνια».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News