2272
Ο Λε Κορμπιζιέ ήταν για την αρχιτεκτονική ό,τι ο Πικάσο για τη ζωγραφική, μια πανύψηλη και εγωμανής δημιουργική δύναμη που άλλαξε τους κανόνες της για πάντα | Creative Protagon

100 χρόνια με τον Λε Κορμπιζιέ, τον «Πικάσο της αρχιτεκτονικής»

Κική Τριανταφύλλη Κική Τριανταφύλλη 29 Ιουνίου 2023, 12:24
Ο Λε Κορμπιζιέ ήταν για την αρχιτεκτονική ό,τι ο Πικάσο για τη ζωγραφική, μια πανύψηλη και εγωμανής δημιουργική δύναμη που άλλαξε τους κανόνες της για πάντα
|Creative Protagon

100 χρόνια με τον Λε Κορμπιζιέ, τον «Πικάσο της αρχιτεκτονικής»

Κική Τριανταφύλλη Κική Τριανταφύλλη 29 Ιουνίου 2023, 12:24

Το «Για μια αρχιτεκτονική» (εκδόσεις Εκκρεμές, μτφρ. Παναγιώτης Τουρνικιώτης) του Λε Κορμπιζιέ είναι το βιβλίο με τη μεγαλύτερη επιρροή στον σχεδιασμό κτιρίων από τότε που ο Βιτρούβιος έγραψε την πραγματεία του «De Architectura», («Περί αρχιτεκτονικής I-V και VI-X», εκδόσεις Πλέθρον, μτφρ. Παύλος Λέφας) κατά τη βασιλεία του ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου. Είναι ένα μανιφέστο για τη νεωτερικότητα, το οποίο υποστηρίζει ότι η ομορφιά και η λογική των μηχανών και της μηχανικής –οδογέφυρες, υπερωκεάνια και σιλό σιτηρών– εφαρμόζονται στον σχεδιασμό των κτιρίων. Προβάλλει επίσης τον συγγραφέα του, τον ελβετικής καταγωγής γάλλο αρχιτέκτονα και ζωγράφο Σαρλ-Εντουάρ Ζανερέ, που έγινε γνωστός με το ψευδώνυμο Λε Κορμπιζιέ, ως έναν άνθρωπο που είναι μοναδικά ικανός να δημιουργήσει αυτόν τον νέο κόσμο.

Ο Λε Κορμπιζιέ ήταν για την αρχιτεκτονική ό,τι ο Πικάσο για τη ζωγραφική, μια πανύψηλη και εγωμανής δημιουργική δύναμη που άλλαξε τους κανόνες της για πάντα γράφει στη βρετανική εφημερίδα The Guardian ο Ρόουαν Μουρ. Συνάδελφοί του τού έχουν δώσει το παρατσούκλι «Κορμπ»  ή «Κορμπί».  Τα κτίριά του έχουν εμπνεύσει θαυμασμό, μερικές φορές αφοσίωση. Είναι μια εμβληματική προσωπικότητα, που έχει όμως επίσης δεχτεί σφοδρή επίθεση, ως φανατικός της μηχανικής, με ιδέες που ενέπνευσαν απάνθρωπους πύργους και τσιμεντένιες ζούγκλες.

Το βιβλίο του «Για μια Αρχιτεκτονική» («Vers Une Architecture»), που εκδόθηκε το 1923 βασισμένο εν μέρει σε προηγούμενα άρθρα, έγινε φέτος 100 ετών. Χρησιμοποιώντας εντυπωσιακούς συνδυασμούς φωτογραφιών, σχέδια με μετρήσεις και πρόχειρα σκίτσα, το βιβλίο δείχνει εικόνες αυτοκινήτων και αεροπλάνων δίπλα στον Παρθενώνα και τον καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων. Καθορίζει τις αρχές σχεδιασμού, τις οποίες ονομάζει «τα πέντε σημεία της αρχιτεκτονικής», όπως για παράδειγμα την έννοια της πιλοτής -δάνειο της γαλλικής λέξης pilotis- που περιγράφει το σύνολο από κολόνες (pilots) στο ισόγειο ενός κτιρίου, που το στηρίζουν, πετυχαίνοντας μεταξύ άλλων τον καλύτερο αερισμό της κατασκευής και ταυτόχρονα την αίσθηση ελευθερίας του εδάφους και του περιβάλλοντος χώρου από την τοιχοποιία.

Το παρεκκλήσι Notre Dame du Haut (1950) στο Ρονσάμ της Γαλλίας (Jose-Fuste RAGA/Gamma-Rapho via Getty Images)

Το «Για μια Αρχιτεκτονική» κρύβει ηχηρές δηλώσεις, παρατηρεί ο Μουρ στο άρθρο του στον Guardian, με πιο διάσημη το ότι «ένα σπίτι είναι μια μηχανή για να μένει κανείς μέσα». Προτείνει νέους τρόπους οικοδόμησης πόλεων, με ουρανοξύστες 60 ορόφων μέσα σε τεράστιους κήπους και αθλητικά γήπεδα, που εξυπηρετούνται από αυτοκινητόδρομους πολλαπλών λωρίδων, επίσης πολυώροφα συγκροτήματα με «βίλες -διαμερίσματα», όπου κάθε σπίτι έχει τον δικό του κήπο.

Ο Λε Κορμπιζιέ έκανε πράξη τις θεωρίες του με μια σειρά από πολυτελείς ιδιωτικές κατοικίες μέσα και γύρω από το Παρίσι. Ανάμεσά τους η περίφημη «Βίλα Σαβουά», που ολοκληρώθηκε το 1931, συμπυκνώνει όσο κανένα άλλο έργο του εμβληματικού γάλλου αρχιτέκτονα τα «πέντε σημεία της αρχιτεκτονικής»· πρόκειται για ένα λευκό ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο που στηρίζεται σε πιλοτή. Αργότερα στην καριέρα του, ειδικά μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, ο Λε Κορμπιζιέ ξέπέρασε την προσκόλλησή του στις καθαρές γραμμές και τα παρθένα σχήματα, εξερευνώντας το ακατέργαστο σκυρόδεμα και τη λιθοδομή, και μορφές με ελεύθερες καμπύλες, ειδικά στον καθολικό ναό «Η Παναγία της Κορυφής» στην κορυφή ενός λόφου στο Ρονσάν στην ανατολική Γαλλία.

Μεταπολεμικά, σχεδίασε την «Οικιστική Μονάδα» («Unité d’Habitation») ένα κτίριο κοινωνικής κατοικίας στη Μασσαλία, που έκανε πράξη τις ιδέες του για τη μαζική στέγαση, και τα «Maisons Jaoul», ένα ζευγάρι σπιτιών στο παρισινό προάστιο Νεϊγί-συρ-Σεν χτισμένα με τούβλα και στιβαρούς θόλους. Το μοναστήρι Sainte Marie de La Tourette είναι το τελευταίο από τα σημαντικά κτίρια που σχεδίασε ο Λε Κορμπιζιέ. Βρίσκεται σε μια πλαγιά λόφου κοντά στη Λυών και ο σχεδιασμός του ξεκίνησε το 1953 και ολοκληρώθηκε το 1961. Αποτελείται από τέσσερα ορθογώνια που δημιουργούν έναν κλειστό εσωτερικό χώρο, όπου υπάρχει μια εκκλησία, με σκιές που διακόπτονται από εκρήξεις έγχρωμου φωτός.

Ο Τζαβαχάρ-λαλ Νεχρού (πατέρας της Ιντιρα Γκάντι) πρωθυπουργός της τότε πρόσφατα ανεξάρτητης Ινδίας, τον κάλεσε να σχεδιάσει τα βασικά διοικητικά κτίρια της Τσαντιγκάρ, της νέας πρωτεύουσας που χτίστηκε για τις πολιτείες του Παντζάμπ και της Χαριάνα, και να βοηθήσει στον σχεδιασμό ολόκληρης της πόλης. Τα κτίριά του εκεί, εμπνευσμένα εν μέρει από ιστορικά ινδικά κτίρια και βαθιές προεξοχές που προσφέρουν σκιά, σχηματίζουν μια μεγαλειώδη σύνθεση με ορεινό ορίζοντα.

Μερικές φορές, αυτά τα κτίρια έρχονταν σε αντίθεση με τις ιδέες του βιβλίου του «Για μια Αρχιτεκτονική», παρόλα αυτά, έκαναν πραγματικότητα τον ορισμό της αρχιτεκτονικής ως «το υπέροχο παιχνίδι των όγκων που ενώνονται στο φως». Και είχαν αμέτρητους μιμητές. Εκατό χρόνια μετά την έκδοσή του, όμως, αυτό το έργο για το μέλλον ανήκει σταθερά στο παρελθόν. Ο Ρόουαν Μουρ ρώτησε κορυφαίους σύγχρονους αρχιτέκτονες τι σημαίνει για αυτούς ο Λε Κορμπιζιέ και με ποιους τρόπους εξακολουθεί να είναι επίκαιρος, και εκθέτει τις απόψεις τους στον Guardian:

Φρανκ Γκέρι: «Δεν θα μπορούσα να είχα κάνει κάποια από τα έργα μου χωρίς αυτόν»

Αγαπημένο κτίριο: «Ρονσάν»

«Το “Ρονσάν” είναι στην ψυχή και το μυαλό μου. Είναι το καλύτερο πράγμα που έγινε ποτέ, νομίζω», λέει ο αρχιτέκτονας του μουσείου Γκούγκενχαϊμ στο Μπιλμπάο και της αίθουσας συναυλιών Ντίσνεϊ στο Λος Αντζελες, «Εβαλε στο τραπέζιμια ελευθερία και μια σύνδεση με την ανθρωπότητα και τη φύση. Απελευθερώνεται από όλες τις συνήθεις γεωμετρίες της αρχιτεκτονικής. Είναι σαν σκίτσο, σαν σχέδιο, σαν τέχνη. Δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο, τίποτα που να το πλησιάζει. Ακόμα κι εγώ«.

»Υποθέτω ότι δεν θα είχα κάνει μερικά από τα γλυπτά μου με τον ίδιο τρόπο, αν ο Κορμπ δεν είχε ζήσει πριν από μένα. Ισως. Δεν αποφάσισα συνειδητά να τον ακολουθήσω. Ήταν ενστικτώδες, ό,τι κι αν ήταν. Ηταν σαν τα σχέδια του Πικάσο, ο οποίος μας επηρέασε όλους, όπως και ο [Βίλεμ] ντε Κούνινγκ. Ανοιξε μια πόρτα δυνανοτήτων. Οι μεταμοντέρνοι, ξέρετε, κατέβηκαν σε μια άλλη κουνελότρυπα» …

Ο Γκέρι λέει, ωστόσο, ότι δεν μπόρεσε να μπει «στη γραφή του. Τα κτίρια της πόλης του ήταν πολύ άκαμπτα για μένα. Υπήρχαν εκθέσεις στο Χάρβαρντ με πίνακες και σχέδιά του που αποδείχτηκαν πολύ αναποτελεσματικά. Καταλαβαίνω ότι ήταν μέρος αυτής της αναζήτησης, αλλά ως αντικείμενα ήταν απογοητευτικά».

Και καταλήγει λέγοντας: «Ολοι συνεισφέρουμε στον κόσμο, οπότε ό,τι κι αν κάνουμε, αν χτυπήσουμε ένα νεύρο κάπου και κάποιος το κριτικάρει, δεν υπάρχει τίποτα κακό σε αυτό. Αυτό σημαίνει ότι σε αγαπάμε Λε Κορμπιζιέ, τον αγαπάμε ακόμα, τον αγαπάμε περισσότερο».

Το Palace of Assembly, Μέγαρο της Βουλής, στο Τσαντιγκάρ της Ινδίας
Ρεμ Κουλχάας: «Τα πολεοδομικά του σχέδια είναι επιθετικά και σαφώς δεν προορίζονται για την πραγματικότητα»

Αγαπημένο κτίριο: Κανένα.Δυσκολεύομαι να πω ποιο είναι το καλύτερο»)

Οταν ήταν έφηβος, λέει ο ιδρυτής του Γραφείου Μητροπολιτικής Αρχιτεκτονικής, -στα έργα του οποίου περιλαμβάνονται η έδρα της Κεντρικής Τηλεόρασης της Κίνας στο Πεκίνο (ολοκληρώθηκε το 2012) και το πρόσφατο Κέντρο Παραστατικών Τεχνών της Ταϊπέι-, πήγε στην Παγκόσμια Εκθεση του 1958 στις Βρυξέλλες όπου είδε την «Poème Électronique», το περίπτερο που σχεδίασε ο Λε Κορμπιζιέ μαζί με τον συνθέτη Ιάννη Ξενάκη για την εταιρεία ηλεκτρονικών Philips: «Ηταν εντελώς συναρπαστικό και εκπληκτικά ριζοσπαστικό, κατ’ αρχάς ως εξπρεσιονιστικός χώρος αλλά και λόγω ενός φανταστικού ηλεκτρονικού soundtrack. Ο συνδυασμός ήταν μια σχεδόν μαγική μεταμόρφωση αναμενόμενου αρχιτεκτονικού χώρου και της εμπειρίας».

Ο Ρεμ Κουλχάας λέει ακόμη ότι σχετίστηκε «πολύ περισσότερο με το έργο παρά με τα γραπτά του. Ο συγγραφέας Λε Κορμπιζιέ είναι υπερβολικά προτρεπτικός. Με εκπλήσσει το πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει ένα βιβλίο, που είναι τόσο κραυγαλέο και το οποίο χρησιμοποιεί μια ρητορική καθόλου λεπτή· αλλά πριν από 100 χρόνια μπορούσες απλώς να ανακοινώσεις αυτό που θέλεις. Είναι απλά ένα βιβλίο, σχεδόν ένα κολάζ με διαφορετικές μπροσούρες, ένα εξαιρετικά περίπλοκο κουβάρι διαφορετικών προτιμήσεων και θεμάτων που μετά βίας μπορείς να πεις ότι έχουν κάποια συνοχή».

Προφανώς, λέει ακόμη ο Κουλχάας, «ο ίδιος εγκέφαλος παράγει τις λέξεις και τα έργα … Είναι επίσης βαθιά συναρπαστικό ότι ένας εγκέφαλος είναι πρόθυμος να συμπεριλάβει όλες αυτές τις διαφορετικές πηγές και τους ενθουσιασμούς». Και περιγράφει τα πολεοδομικά σχέδια του Λε Κορμπιζιέ «ως νευρωτική ζήλια της ήδη υπάρχουσας πόλης της Νέας Υόρκης. Από την άλλη πλευρά, είναι πολύ επιθετικά και σαφώς δεν προορίζονται για την πραγματικότητα, σίγουρα όχι στο σύνολό τους. Ως τέτοια είναι πολύ επιτυχημένα, αλλά τελικά έκαναν τεράστια ζημιά στην υπόθεση της αρχιτεκτονικής, με την έννοια ότι ήταν τόσο εξωφρενικά που έδωσαν άλλοθι σε αμέτρητους άξεστους και μη δημιουργικούς συγγραφείς να κάνουν απαράδεκτη την ιδέα του tabula rasa».

Κέιτ Μάκιντος: «Μετά από τον αρχικό θαυμασμό, έγινα πιο επικριτική»

Αγαπημένο κτίριο: «Maisons Jaoul»

Στο δεύτερο έτος τον σπουδών της, όταν ήταν 20 χρονών, η αρχιτέκτονας εξαιρετικών έργων κοινωνικής στέγασης, μεταξύ των οποίων και τα Dawson’s Heights (ολοκληρώθηκε το 1972) στο Ιστ Ντάλγουιτς του Λονδίνου, ανακάλυψε «τα βιβλία του Κορμπ στη βιβλιοθήκη του κολεγίου». Την ενθάρρυναν να τα δει συμφοιτητές της όχι το διδακτικό προσωπικό: «Βρήκα την παρουσίασή του πολύ διεγερτική και τα φαινομενικά αυθόρμητα σκίτσα του αρκετά καθηλωτικά, ειδικά δεδομένης της μάλλον θολής έλλειψης οποιασδήποτε θεωρίας σχεδιασμού. Αλλά ακόμη και τότε είχα έναν κρυφό σκεπτικισμό σχετικά με την εμμονή του με τα πλοία, τα αεροπλάνα και τα αυτοκίνητα, αφού τα οχήματα δεν απαιτείται να σχετίζονται με κανέναν τρόπο με κανένα περιβαλλοντικό πλαίσιο, ενώ κατά την άποψή μου τα πιο επιτυχημένα κτίρια είναι αυτά που σχεδιάστηκαν ειδικά για έναν χώρο».

Μετά από εκείνη την πρώτη περίοδο θαυμασμού, η Μάκιντος λέει «έγινα πιο κριτική. Η ιδέα του να υψώνει κτίρια πάνω σε pilotis για να επιτρέπει στον κήπο να εκτείνεται κάτω από την κατοικία, αυτό είναι προφανώς ανοησία γιατί δεν μπορείς να έχεις κήπο χωρίς βροχή και ηλιακό φως. Συμβολικά θα μπορούσατε να δείτε την pilotis ως μια συσκευή που χωρίζει το κτίριο από το έδαφος, μια άρνηση της εξάρτησης από τη γη και μια διεκδίκηση κυριαρχίας και ελέγχου στη φύση», υποστηρίζει η αγγλίδα αρχιτέκτων.

«Τα πολεοδομικά του σχέδια», προσθέτει, «ήταν εντελώς εξαρτημένα από το αυτοκίνητο· η σύγχρονη αρχιτεκτονική κίνησης βασιζόταν στην υπόθεση απεριόριστων φθηνών ορυκτών καυσίμων και άλλων πεπερασμένων πόρων. Το ότι αυτό ήταν μια πλάνη μπήκε πραγματικά στη συνείδηση αρχιτεκτόνων σαν εμένα μόνο 50 χρόνια μετά τη δημοσίευση του “Vers Une Architecture”. Τώρα φυσικά η σχέση μας με τη φύση είναι η πρωταρχική, τεράστια πρόκληση που αντιμετωπίζουμε για επιβίωση».

Αποψη του Cite de Refuge, κτισμένο για τον Στρατό της Σωτηρίας, στο Παρίσι (EPA/CHRISTOPHE PETIT TESSON)
Ντενίζ Σκοτ Μπράουν: «Λατρεύω τα σπίτια του· αλλά δεν καταλάβαινε πώς λειτουργούν οι πόλεις»

Αγαπημένα κτίρια: «Ρονσάν», «Βίλα Σαβουά»

Η Ντενίζ Σκοτ Μπράουν, πρωτοπόρος  της μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής, η οποία μαζί με τον αείμνηστο σύζυγό της Ρόμπερτ Βεντσιούρι, σχεδίασαν την πτέρυγα Sainsbury της Εθνικής Πινακοθήκης στο Λονδίνο, λέει στον Guardian ότι η μητέρα της σπούδασε επίσης αρχιτεκτονική και ήταν ένθερμη οπαδός του Λε Κορμπιζιέ: «Μεγαλώσαμε σε ένα πολύ μοντέρνο σπίτι στο στυλ του Λε Κορμπιζιέ στο Γιοχάνεσμπουργκ. Υπήρχε μια σπειροειδής σκάλα και μπορούσα να γλιστράω πάνω της. Λυπόμουν που δεν είχαμε σοφίτα, αλλά είχαμε μια ολόκληρη επίπεδη ταράτσα για να παίζουμε. Υπήρχαν υπέροχα παράθυρα και φινιστρίνια από όπου έπεφτε το φως σε έναν ανατολικό τοίχο, κάνοντας κύκλους και ελλείψεις καθώς ο ήλιος έδυε».

«Λατρεύω τα σπίτια του Λε Κορμπιζιέ. Λατρεύω το “Ρονσάν” · είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίο φέρνει μέσα [στην εκκλησία] το φως για να δώσει θρησκευτική αίσθηση. Θαυμάζω το “Unité d’Habitation” για τις προσεγμένες λεπτομέρειες. Αλλά δεν καταλάβαινε πώς λειτουργούν οι πόλεις. Kοίταξε τη Νέα Υόρκη και είπε ότι όταν οι δρόμοι είναι ίσιοι, το μυαλό είναι καθαρό. Το λατρεύω, αλλά όταν φτάνει να λέει ότι όλα πρέπει να είναι ορθογώνια, είναι λάθος. Δεν ήξερε πώς να συσχετίσει κάτι με κάτι άλλο, δεν ήξερε πώς λειτουργούσαν τα συστήματα κίνησης».

Ο Λε Κορμπιζιέ, λέει ακόμη η Σκοτ Μπράουν, «έγραψε ότι οι πόλεις της Ευρώπης χτίστηκαν από γαϊδούρια· οι δρόμοι διαμορφώθηκαν γύρω από τις διαδρομές τους. Προσβάλλει τον γάιδαρο, λέει ότι είναι τεμπέλης και κάνει κύκλους όταν πρέπει να πάει ευθεία. Αλλά ο γάιδαρος ακολουθεί μια λογική διαδρομή, κάνοντας στροφές γύρω από ένα ύψωμα, για παράδειγμα, αντί να πάει ίσια επάνω, έτσι δημιουργήθηκαν τα υπέροχα σχέδια των παλιών πόλεων. Δεν είναι τεμπέλης, είναι λειτουργικός. Γάιδαρος ήταν ο Λε Κορμπιζιέ. Παραδέχτηκε, όμως, αργότερα ότι είχε κι αυτός μια αδυναμία, ότι αγαπούσε τα όμορφα πράγματα. Δεν μπορούσε να το αποφύγει».

Επισκέπτρια έκθεσης με έργα του Λε Κορμπιζιέ στο Ρίγκελ της Γερμανίας, τον Μάρτιο του 2012 (EPA/Patrick Seeger)
Ζακ Χέρτζογκ: «Οι μοντερνιστές έπρεπε να πιστέψουν. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία»

Αγαπημένο κτίριο: «Ρονσάν»Επειδή είναι έργο τέχνης και ταυτόχρονα έργο αρχιτεκτονικής σε ένα παρεκκλήσι που λειτουργεί καλά, πολύ καλύτερα από ένα εργοστάσιο ή ένα στεγαστικό σχέδιο», λέει).

«Ηταν ένα πολύ εμπνευσμένο άτομο και έκανε μερικά απίστευτα κτίρια, κυρίως  στην τελευταία του φάση. Εγραψε μερικά πραγματικά τρομερά, ρατσιστικά και φρικτά κείμενα. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος από τη νεότερη γενιά, που να εμπνέεται ακόμα από τα βιβλία του», λέει ο συνεργάτης του αρχιτεκτονικού γραφείου Herzog & de Meuron, που έχει σχεδιάσει την Tate Modern στο Λονδίνο και τη «Φωλιά του Πουλιού», όπως λέγεται το Ολυμπιακό Στάδιο του Πεκίνου.  Ο Χέρτσογκ διευκρινίζει ότι πάντα τον ενέπνεε «περισσότερο η σκέψη καλλιτεχνών, που ήταν πιο εννοιολογικοί, λιγότερο στυλιστικοί, για παράδειγμα αυτά που έλεγε ο Ντόναλντ Τζαντ στο άρθρο του “Συγκεκριμένα αντικείμενα”».

«Οταν διαβάζεις το “Vers Une Architecture” και κοιτάς μερικές από τις πολεοδομικές προτάσεις του, αυτές ήταν στην πραγματικότητα μέρος μιας υπερεκτίμησης της ίδιας του της προσωπικότητας, έστω κι αν ήταν ιδιοφυΐα. Θαυμάζω το “Ρονσάν” και τη “La Tourette” γιατί πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικά έργα ως γλυπτά. Εκτιμώ λιγότερο τους πίνακές του. Δεν νομίζω ότι μπορεί κάποιος να κάνει περισσότερα από ένα πράγμα πραγματικά στο υψηλότερο επίπεδο. Αυτό μπορεί να ήταν δυνατό τον 16ο αιώνα, αλλά αμφιβάλλω αν μπορεί να γίνει σήμερα», λέει ο διάσημος αμερικανός αρχιτέκτονας.

Προσθέτει τέλος: «Αυτό που μου λείπει σε πολλά έργα μοντερνιστών είναι μια αίσθηση αμφιβολίας, και αυτό έχει να κάνει με τη νεωτερική ιδέα της καταστροφής για να οικοδομήσουμε κάτι νέο. Επρεπε να πιστεύουν. Ηταν σαν ιδεολογία. Επομένως, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία και ίσως αυτό είναι που μου λείπει στον Λε Κορμπιζιέ».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...