1017
Βλαντίμιρ Πούτιν - Σαντάμ Χουσεΐν: Ο δεύτερος είχε εισβάλει το 1990 στο Κουβέιτ, θεωρώντας το «επαρχία του Ιράκ». Κάτι ανάλογο θα έπραττε και ο Πούτιν 32 χρόνια αργότερα με την Ουκρανία | CreativeProtagon

Ιράκ 1990 – Ουκρανία 2022: Δύο εισβολές, ομοιότητες και διαφορές

Ρίτσαρντ Χάας Ρίτσαρντ Χάας 3 Ιουλίου 2023, 12:15
Βλαντίμιρ Πούτιν - Σαντάμ Χουσεΐν: Ο δεύτερος είχε εισβάλει το 1990 στο Κουβέιτ, θεωρώντας το «επαρχία του Ιράκ». Κάτι ανάλογο θα έπραττε και ο Πούτιν 32 χρόνια αργότερα με την Ουκρανία
|CreativeProtagon

Ιράκ 1990 – Ουκρανία 2022: Δύο εισβολές, ομοιότητες και διαφορές

Ρίτσαρντ Χάας Ρίτσαρντ Χάας 3 Ιουλίου 2023, 12:15

Ο ηγέτης μιας αυταρχικής χώρας με τεράστια ενεργειακά αποθέματα συγκεντρώνει τις ένοπλες δυνάμεις του κατά μήκος των συνόρων του με έναν υποδεέστερο, από άποψη ισχύος, γείτονα, ισχυριζόμενος ότι δεν έχει δικαίωμα να υπάρχει ως ανεξάρτητη χώρα. Στη συνέχεια εξαπολύει επίθεση, εισβάλλοντας στη χώρα, με στόχο να καταπιεί τον γείτονά του και να τον σβήσει από τον χάρτη. Ο κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με το άμεσο αλλά δύσκολο ερώτημα πώς να αντιδράσει.

Αυτό συνέβη το καλοκαίρι του 1990, όταν ο Σαντάμ Χουσεΐν στοίχισε τις στρατιωτικές του δυνάμεις στα σύνορα του Ιράκ με το Κουβέιτ και εξαπέλυσε μια ολοκληρωτική επίθεση. Μέσα σε λίγες ημέρες οι ιρακινές δυνάμεις έθεσαν υπό τον έλεγχό τους ολόκληρη τη χώρα που, σύμφωνα με τον Χουσεΐν, ήταν επαρχία του Ιράκ.

Τώρα αντικαταστήστε τον Σαντάμ με τον Πούτιν, το Ιράκ με τη Ρωσία και το Κουβέιτ με την Ουκρανία. Ολα τα παραπάνω θα μπορούσαν να αναφέρονται σε αυτό που συνέβη τον Φεβρουάριο του 2022, όταν ο Πούτιν συγκέντρωσε τον στρατό της Ρωσίας κατά μήκος των συνόρων της με την Ουκρανία, μια χώρα την ανεξαρτησία της οποίας είχε απορρίψει (ο ρώσος πρόεδρος) σε ένα δοκίμιό του που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2021, γράφοντας: «Είμαι βέβαιος ότι η πραγματική κυριαρχία της Ουκρανίας είναι δυνατή μόνο σε συνεργασία με τη Ρωσία».

Το ζήτημα και στις δύο κρίσεις ήταν ο βασικότερος από όλους τους κανόνες που επηρεάζουν τη διεθνή πολιτική: τα σύνορα των κυρίαρχων χωρών πρέπει να γίνονται σεβαστά και να μην αλλάζουν με τη χρήση των όπλων. Και στις δύο περιπτώσεις ο ηγέτης που επιτέθηκε πρώτος υπερεκτίμησε τις πιθανότητες επιτυχίας, και στις δύο περιπτώσεις μεγάλο μέρος του κόσμου υποτίμησε την απειλή νομίζοντας ότι ήταν μπλόφα, μέχρι που αποδείχθηκε το αντίθετο.

Η διπλωματία και οι οικονομικές κυρώσεις δεν ανταποκρίθηκαν στις προκλήσεις που έθεσαν το Ιράκ και η Ρωσία. Αυτό που χρειαζόταν ήταν στρατιωτική ισχύς. Η ηγεσία των ΗΠΑ αποδείχθηκε επίσης απαραίτητη για την αντιστροφή της επιθετικότητας στη μία περίπτωση και την αντίσταση σε αυτήν, στην άλλη.

Αλλά οι σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο γεγονότων καταδεικνύουν πόσο έχει αλλάξει ο κόσμος. Οσον αφορά τη Ρωσία, το 1990 οι διμερείς σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της τότε Σοβιετικής Ενωσης ήταν σχετικά καλές και αυτό συνέβαλε στο να δοθεί ένα ειρηνικό τέλος στον Ψυχρό Πόλεμο. Η Σοβιετική Ενωση στήριξε διπλωματικά τις ΗΠΑ στην προσπάθειά τους να αντιταχθούν στην επιθετικότητα του Ιράκ, παρότι το Ιράκ ήταν από καιρό στενός εταίρος της.

Σήμερα η Σοβιετική Ενωση δεν υπάρχει πια, έχοντας απολέσει την εσωτερική και την εξωτερική της αυτοκρατορία. Η Ρωσία, ο κύριος διάδοχός της, έχει θυμώσει, έχει αγανακτήσει και έχει αποξενωθεί. Προωθεί την επιθετικότητα αντί να της εναντιώνεται.

Πριν από 30 χρόνια το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών καταδίκασε την ιρακινή επιθετικότητα και ενέκρινε, όχι μόνο οικονομικές κυρώσεις, αλλά και τη χρήση στρατιωτικής βίας για την απελευθέρωση του Κουβέιτ. Σήμερα το Συμβούλιο Ασφαλείας βρίσκεται στο περιθώριο, εξαιτίας του δικαιώματος άσκησης βέτο που έχει η Ρωσία στο πιο σημαντικό όργανο του ΟΗΕ.

Η Κίνα υποστήριξε, ή τουλάχιστον δεν εμπόδισε, τις διεθνείς προσπάθειες για εναντίωση στην επιθετικότητα του Ιράκ. Η σχέση ΗΠΑ-Κίνας ήταν πολύ καλύτερη σε σχέση με σήμερα και αντανακλούσε τη σινοαμερικανική συνεργασία εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης κατά τις τελευταίες δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου.

Η Κίνα ήταν επίσης πολύ πιο αδύναμη, με μια οικονομία που αντιστοιχούσε μόλις σε ένα μικρό κλάσμα της οικονομίας των ΗΠΑ, και το ρητό του Ντενγκ Σιαοπίνγκ περί απόκρυψης δυνατοτήτων εξακολουθούσε να καθορίζει τη διπλωματική στρατηγική της Κίνας. Αυτή τη φορά η Κίνα διακήρυξε μια άνευ ορίων συνεργασία με τη Ρωσία, παραμονές της εισβολής, και έκτοτε στέκεται στο πλευρό της Ρωσίας, αποφεύγοντας συγχρόνως τις οικονομικές κυρώσεις.

Πριν από 30 χρόνια οι ΗΠΑ έστειλαν μισό εκατομμύριο στρατιώτες στη Μέση Ανατολή και επενέβησαν αποφασιστικά για λογαριασμό του Κουβέιτ. Αυτή τη φορά, ούσες επιφυλακτικές με τους πολέμους, μετά τις ανεπιτυχείς επεμβάσεις τους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ που ακολούθησαν την 11η Σεπτεμβρίου, και ανησυχώντας για το ενδεχόμενο να έρθουν άμεσα αντιμέτωπες με μια οπλισμένη με πυρηνικά όπλα Ρωσία, απέφυγαν την άμεση συμμετοχή στη σύρραξη, περιορίζοντας τον ρόλο τους στην παροχή όπλων, πυρομαχικών, πληροφοριών και εκπαίδευσης.

Την προηγούμενη φορά ο κόσμος συσπειρώθηκε κατά της επιθετικότητας, σε αντίθεση με σήμερα. Για τον έναν ή τον άλλον λόγο, πολλές χώρες διστάζουν να αντιταχθούν στη Ρωσία. Η Ινδία αγοράζει τα όπλα της και το πετρέλαιό της, όπως και άλλες χώρες. Επιπλέον, η ικανότητα της Αμερικής να συσπειρώνει γύρω της τον κόσμο έχει μειωθεί σημαντικά, σε μεγάλο βαθμό επειδή έχει μειωθεί πολύ ο σεβασμός προς τις ΗΠΑ εξαιτίας των εσωτερικών διχασμών και της γενικής διεθνούς αντίθεσης στις αμερικανικές επεμβάσεις στο Ιράκ το 2003 και στη Λιβύη το 2011.

Η κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν δεν βοήθησε τον εαυτό της επιμένοντας να χαρακτηρίζει τη σύρραξη «πόλεμο της δημοκρατίας κατά του αυταρχισμού». Μεγάλο μέρος του κόσμου δεν είναι καν σχεδόν δημοκρατικό, και μπορεί να είχε ανταποκριθεί πιο ευνοϊκά αν οι ΗΠΑ είχαν δώσει έμφαση στην απειλή της ελευθερίας μιας χώρας από εισβολή, την οποία αναγνωρίζουν οι περισσότερες κυβερνήσεις του κόσμου.

Τι μπορούμε, λοιπόν, να κάνουμε με αυτές τις διαφορές; Η γεωπολιτική και η αντιπαλότητα μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, κοινά στοιχεία καθ’ όλη την Ιστορία, επιστρέφουν, όπως και οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των χωρών. Η μεταψυχροπολεμική ανάπαυλα, το διάλειμμα από την Ιστορία, τελείωσε.

Οι ΗΠΑ παραμένουν πρώτες μεταξύ ίσων, αλλά αυτό δεν πρέπει να συγχέεται με οτιδήποτε προσομοιάζει με ηγεμονία. Τα πλεονεκτήματα που απολάμβαναν οι ΗΠΑ το 1990 έχουν ατονίσει, καθώς και άλλες χώρες απέκτησαν μεγαλύτερη ισχύ.

Το χάσμα μεταξύ της απάντησης του κόσμου στην επιθετικότητα τότε και τώρα αποτελεί μια απογοητευτική προειδοποίηση ότι το διεθνές σύστημα έχει αναστατωθεί. Ο κόσμος είναι πιο διχασμένος ακριβώς την περίοδο που χρειάζεται την ενότητα περισσότερο από ποτέ, ούτως ώστε να αντιμετωπίσει κοινές προκλήσεις, όπως οι μολυσματικές ασθένειες, η κλιματική αλλαγή και οι αναδυόμενες τεχνολογίες, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη.

Η ενότητα είναι ένας σπάνιος πόρος στις διεθνείς σχέσεις. Η «διεθνής κοινότητα» είναι κυρίως ονομαστική. Αντιθέτως, πληθαίνουν τα στοιχεία που δείχνουν ότι η μεταψυχροπολεμική εποχή έχει δώσει τη θέση της σε μια νέα εποχή, που ορίζεται περισσότερο από αναταράξεις και κατακερματισμό παρά από τάξη. Η νέα εποχή μπορεί να μην έχει ακόμη όνομα, αλλά η πραγματικότητα είναι απτή και μπορούν όλοι να την αντιληφθούν.


Ο Richard Haass είναι πρόεδρος της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Council on Foreign Relations. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται αποκλειστικά για την Ελλάδα από το Project Syndicate.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...