Κάποτε ήταν τα «παπαγαλάκια»… Τα θυμάστε στις ένδοξες ημέρες της Σοφοκλέους, που με τις φήμες ανέβαζαν και κατέβαζαν μετοχές. Εκτοτε έχουν περάσει σχεδόν τρεις δεκαετίες. Τα «παπαγαλάκια» ξεχάστηκαν, οι φήμες έγιναν «fake news», οι εφημερίδες έμειναν πίσω στην κούρσα της ενημέρωσης από το διαδίκτυο και τα social media ανάγονται στον μεγάλο δίαυλο επικοινωνίας και πληροφόρησης.
Γιατί τα θυμηθήκαμε όμως όλα αυτά; Για έναν λόγο. Οπως έγραψαν τον Απρίλιο οι Financial Times, η κατάρρευση της αμερικανικής τράπεζας SVB έχει χαρακτηριστεί η πρώτη «Twitter-fueled bank run». Δηλαδή, η πρώτη μαζική απόσυρση καταθέσεων που προκάλεσε κατάρρευση μιας τράπεζας λόγω του πανικού που (ανα)τροφοδοτήθηκε από αναρτήσεις στο Twitter.
Υστερα από αυτό το πιστωτικό συμβάν, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί τι θα συμβεί εάν «συνωμοτήσουν» τα social media, με τις δυνατότητες που δίνει το web banking στους καταθέτες να σηκώνουν αμέσως τα λεφτά τους. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε ΗΠΑ και Ευρώπη, που μας ενδιαφέρει, είναι περισσότερο ασφαλές από ποτέ, και μάλιστα έχει ενισχυθεί τόσο με φρέσκα κεφάλαια ώστε μπορεί να αντιμετωπίσει και τη χειρότερη οικονομική κρίση.
Το τρίμηνο της αγωνίας
Εχουν περάσει τρεις μήνες από την κατάρρευση της Silicon Valley Bank (SVB) και της Signature Bank, καθώς και τη διάσωση της Credit Suisse (CS) από την UBS, που προκάλεσαν μεγάλη αναταραχή στις αγορές και ανησυχίες για την ευρωστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Και ενώ η αρχική εκτίμηση ήταν ότι τα προβλήματα περιορίστηκαν στις τράπεζες αυτές, ήρθε τον Μάιο η πτώχευση της First Republic Bank και η ανάληψη των καταθέσεων και του μεγαλύτερου μέρους του ενεργητικού της από την JP Morgan, να μας θυμίσει ότι εξακολουθούν να υπάρχουν αδυναμίες και όλα μπορούν να συμβούν.
Στους τρεις αυτούς μήνες οι εποπτικές αρχές και οι κεντρικές τράπεζες σε ΗΠΑ και Ευρώπη αναζητούν ακόμη τις αιτίες της απρόβλεπτης κρίσης που χτύπησε τις μικρές τράπεζες στις ΗΠΑ, αλλά και την «καρδιά» του ελβετικού τραπεζικού συστήματος.
Απέλυσαν τον διευθυντή του risk management
Σε αυτό το διάστημα, και τι δεν ακούστηκε… Το πρώτο και κύριο είναι ότι φταίει ο πληθωρισμός και το «φάρμακο» της αύξησης των επιτοκίων που έδωσαν στις οικονομίες, πρώτη η FED στις ΗΠΑ, στη συνέχεια η ΕΚΤ στην ευρωζώνη, για να ακολουθήσουν τα βήματά τους όλες οι κεντρικές τράπεζες του κόσμου.
Το δεύτερο, ότι η διοίκηση της Silicon Valey Bank δεν είχε φροντίσει να ασφαλιστεί έναντι του κινδύνου αύξησης των επιτοκίων, που επηρέασε αρνητικά το χαρτοφυλάκιο των ομολόγων που είχε η τράπεζα, προκαλώντας ζημιές.
Το τρίτο, ότι είχε απολύσει τον διευθυντή του risk management και ότι η θέση του Chief Risk Officer –όπως αποκαλείται– είχε μείνει κενή για μεγάλη περίοδο.
Το τελευταίο, ότι οι εποπτικές αρχές των ΗΠΑ είχαν «χαλαρώσει» ορισμένους κανόνες για τις τράπεζες μικρού και μεσαίου μεγέθους, οι οποίες, βέβαια, ακολούθησαν στην πτώση την SVB.
Η απειλή των fake news
Το τι σημαίνει αυτή η διαπίστωση ανέλαβαν να εξηγήσουν τραπεζίτες και επιχειρηματίες οι οποίοι προσκλήθηκαν στο επίσημο δείπνο που διοργάνωσε ο Economist σε συνεργασία με το Ελληνοβρετανικό Επιμελητήριο την περασμένη Δευτέρα στην Αθήνα. Ανάμεσά τους ο Τζιμ Ο’ Νιλ, πρώην πρόεδρος της Goldman Sachs Asset-Management, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας και η Ελένη Βρεττού, επικεφαλής της Τράπεζας Αττικής.
Αναλύοντας τα γεγονότα που οδήγησαν στην τελευταία αυτή κρίση επισήμαναν, εκτός των άλλων, ότι:
Στην εποχή μας, όπου μεγάλο μέρος του πληθυσμού καταφεύγει άκριτα για την ενημέρωσή του στα social media, είναι αρκετές φορές δύσκολο για τους αποταμιευτές (αλλά καμιά φορά και για τους επενδυτές) να ξεχωρίσουν τη σωστή πληροφορία από την παραπληροφόρηση.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις δυνατότητες της ηλεκτρονικής τραπεζικής και της τεχνολογίας (τις δυνατότητες που έχουν όλοι οι πελάτες μέσω του web banking), μπορεί να δημιουργήσει πιο εύκολα καταστάσεις πανικού χωρίς μάλιστα να αφήνει χρόνο αντίδρασης στις διοικήσεις των τραπεζών και τις εποπτικές αρχές.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της SVB, από την οποία το ένα τρίτο των καταθέσεων (περισσότερα από 40 δισ. δολάρια) εξανεμίστηκαν σε μια μόλις ημέρα με online αναλήψεις.
Τα κρίσιμα ερωτηματικά
Ολοι πλέον διαπιστώνουν ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας μπορεί να βρεθεί ξαφνικά μπροστά σε μια τυχαία κρίση από ένα απροσδόκητο γεγονός, ή απλά μια φήμη καθώς οι δυνατότητες που δίνει πλέον η τεχνολογία δηλαδή η ταχύτητα μετάδοσης των πληροφοριών από το διαδίκτυο και τα social media και η δύναμη μετακίνησης κεφαλαίων από κάθε καταθέτη μέσω του web banking, μπορεί να εξελιχθεί σε «εφιάλτη» για τους αδύναμους κρίκους του συστήματος.
Τα ερωτηματικά όμως είναι πολλά. Το πρώτο, κατά πόσο είναι εγγυημένες οι καταθέσεις σε κάθε χώρα και σε κάθε τραπεζικό ίδρυμα. Στις ΗΠΑ το όριο των εγγυήσεων είναι 250.000 δολάρια ανά καταθέτη και τράπεζα.
Μετά την τελευταία κρίση χιλιάδες επιχειρήσεις και εύποροι (αν όχι πλούσιοι) πολίτες των ΗΠΑ, αναγκάστηκαν να σπάσουν τις καταθέσεις τους σε διαφορετικές τράπεζες ώστε να εξασφαλίσουν ότι ακόμη κι αν συμβεί κάτι τα χρήματα τους θα είναι εξασφαλισμένα.
Οπως μεταδόθηκε, ανάμεσα τους ήταν και ο μεγάλος έλληνας αθλητής, Γιάννης Αντετοκούνμπο, ο οποίος καθ’ υπόδειξη των συμβούλων του έσπασε τις καταθέσεις τους και ένα μεγάλο μέρος το τοποθέτησε στην J.P. Morgan σε τίτλους (ομόλογα) του αμερικανικού Δημοσίου. Κι αυτό παράλληλα με τις σοβαρές επενδύσεις σε ακίνητα που έκανε στην Ελλάδα.
Το όριο ασφαλείας των 100.000 ευρώ
Στην ευρωζώνη (άρα και στην Ελλάδα) το όριο εγγύησης των καταθέσεων είναι 100.000 ευρώ ανά καταθέτη και ανά τράπεζα. Ωστόσο η συζήτηση έχει ανοίξει για το κατά πόσο το όριο αυτό πρέπει να αυξηθεί και να καλύπτει το σύνολο των καταθέσεων (στην ουσία των αποταμιεύσεων) πρώτα απ΄ όλους των νοικοκυριών.
Κι αυτό γιατί οι απορίες, οι επιφυλάξεις και οι φόβοι καταθετών μετά την τελευταία κρίση παραμένουν.
Κι αυτό είναι εύλογο, καθώς όλοι αναρωτιούνται:
-Πώς είναι δυνατόν επαγγελματίες τραπεζίτες και μάλιστα στην Αμερική να μην βλέπουν τι έρχεται και πχ. να ασφαλίσουν τα προϊόντα τους έναντι αυτού του κινδύνου, όπως κάνει ο κάθε διαχειριστής κεφαλαίων κι ο κάθε επαγγελματίας επενδυτής ή χρηματιστής.
-Ακόμη μεγαλύτερο είναι το ερώτημα τι έκαναν οι εποπτικές αρχές στις ΗΠΑ. Ολοι φανταζόμασταν ότι, μετά την πικρή εμπειρία της κατάρρευσης της Lehman Brothers, η FED και οι αρμόδιοι του υπουργείου Οικονομικών και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς θα ήταν πιο προσεκτικοί.
-Ολα αυτά βέβαια απασχολούν σήμερα τους ίδιους κύκλους που έχουν ευθύνη και την εξουσία να ρυθμίσουν το εποπτικό πλαίσιο του τραπεζικού συστήματος και να προστατεύσουν καταθέτες και επενδυτές από μια παρόμοια κρίση.
Οσο για αυτό που λέγεται και επισημάνθηκε στο γεύμα του Economist στην Αθήνα ότι «ο συνδυασμός του υψηλού πληθωρισμού και της επιθετικής αύξησης των επιτοκίων, εγκυμονεί κινδύνους εντός αλλά και εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα», μόνο ανασφάλεια μπορεί να δημιουργεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News