«Η Νέα Υόρκη μεταμορφώνεται από μια πόλη αφιερωμένη στην παραγωγικότητα σε μια πόλη που βασίζεται στην τέρψη» υποστηρίζουν ο Εντουαρντ Γκλέιζερ, πρόεδρος του τμήματος Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, και ο Κάρλο Ράτι, διευθυντής του Senseable City Lab στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης.
Σε εκτενή ανάλυσή τους στους New York Times σημειώνουν ότι στα άδεια γραφεία της κατεξοχήν αμερικανικής μητρόπολης μπορούν να χωρέσουν 26 Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ, καθώς το 50% των διαθέσιμων γραφείων παραμένουν άδεια συγκριτικά με πριν την πανδημία. Πέρυσι, όμως, το Μεγάλο Μήλο επισκέφθηκαν 56 εκατ. τουρίστες, με αποτέλεσμα τον περασμένο Δεκέμβριο η Πέμπτη Λεωφόρος να είναι κατάμεστη από κόσμο τόσο όσο η Ιπανέμα στο Ρίο ντε Τζανέιρο κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού.
Οι δυο διακεκριμένοι επιστήμονες υποστηρίζουν πως το οικονομικό μέλλον της «πόλης που δεν κοιμάται ποτέ» εξαρτάται καταρχάς από το αγκάλιασμα αυτής της στροφής από την εργασία στην αναψυχή. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι πολύ σημαντικό να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες ούτως ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι Νεοϋορκέζοι με ένα ευρύ φάσμα ταλέντων θα θέλουν να περνούν τις νύχτες τους στο κέντρο της πόλης, ακόμα και αν περνούν τις ημέρες τους, όχι πλέον στο γραφείο, αλλά στο Zoom.
«Γινόμαστε μάρτυρες της αυγής ενός νέου είδους αστικής περιοχής: της πόλης-παιδότοπου (playground city)» σημειώνουν οι Γκλέιζερ και Ράτι, συγγραφείς των βιβλίων «Επιβίωση της Πόλης» και «Η Πόλη του Αύριο», αντίστοιχα.
Στα κέντρα μεγάλων πόλεων των ΗΠΑ, από το Σικάγο έως το Λος Αντζελες, «η φυσική διάταξη της πόλης του 20ού αιώνα συγκρούεται με τη νέα οικονομία» εξηγούν. Ειδικά όσον αφoρά τις ΗΠΑ, από τη δεκαετία του 1920 η χωροθέτηση ζωνών μιας χρήσης έχει χωρίσει τις πόλεις σε ξεχωριστές γειτονιές για κατοίκηση, για εργασία και για αναψυχή. Πλέον, η εργασία από το σπίτι και το Netflix έχουν καταστήσει αυτές τις διακρίσεις άσχετες, ωστόσο ο αστικός ιστός εξακολουθεί να είναι διαιρεμένος και να μη συνάδει με τα όποια νέα δεδομένα.
Για να δημιουργηθεί μια πόλη αρκετά ζωντανή, που να μπορεί να ανταγωνίζεται την ευκολία του διαδικτύου, πρέπει να τερματιστεί η εποχή των ζωνών μιας χρήσης και να δημιουργηθούν γειτονιές πολλαπλών χρήσεων και μεικτών εισοδημάτων, που θα διαθέτουν βιβλιοθήκες, γραφεία, κινηματογράφους, παντοπωλεία, σχολεία, πάρκα, εστιατόρια και μπαρ σε κοντινή απόσταση.
Με λίγα λόγια, οι πόλεις του 21ου αιώνα καλούνται να προσφέρουν μια εμπειρία για την οποία θα αξίζει κάποιος να βγει από το σπίτι του, ούτως ώστε οι δρόμοι που κάποτε ήταν κατάμεστοι από ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν στις δουλειές τους να αναζωογονηθούν από εκείνους που πραγματικά θα θέλουν να βρίσκονται σε αυτές.
Ερευνες στο MIT δείχνουν πως, όταν οι διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις αντικαθίστανται από το Zoom, η κοινωνική ζωή στενεύει και καθίσταται πιο ομοιογενής. «Μπορεί να έχουμε λίγους στενούς φίλους στο διαδίκτυο, αλλά δεν μπορούμε να διατηρήσουμε ένα δίκτυο αδύναμων δεσμών – τις περιστασιακές γνωριμίες σε χώρους εργασίας ή στο λεωφορείο. Είμαστε εκτεθειμένοι σε λιγότερη ποικιλομορφία υποβάθρων και τρόπων σκέψης, και οι ιδέες ρέουν λιγότερο ελεύθερα. Η πιο μόνιμη εργασία εξ αποστάσεως θα μπορούσε να εμποδίσει την καινοτομία και την οικονομική ανάπτυξη, καθώς συρρικνώνει τον κοινωνικό μας ιστό. Εάν το γραφείο δεν επιστρέψει στην κεντρική του θέση στις ζωές μας, τότε η ανθρωπότητα, ως κοινωνικό είδος, πρέπει να βρει νέες ευκαιρίες για συγχρωτισμό σε φυσικό χώρο» γράφουν οι Γκλέιζερ και Ράτι.
Αισιοδοξία στους δύο ειδικούς προκαλεί το γεγονός πως, ενώ τα μισά γραφεία της Νέας Υόρκης παραμένουν άδεια, στους δρόμους της πόλης επικρατεί αναβρασμός, καθώς δεν έχει εκλείψει η κοινωνική και οικονομική ανάγκη να συνευρίσκονται οι άνθρωποι.
Αυτό οφείλεται, ειδικά όσον αφορά τη Νέα Υόρκη, και στην αύξηση του τουρισμού. Από το 2020 έως το 2021 η πόλη έχασε 300.000 μόνιμους κατοίκους της, αλλά από το 2021 έως το 2022 οι επισκέψεις στην πόλη αυξήθηκαν κατά 71% και πέρυσι τον Δεκέμβριο η πληρότητα στα ξενοδοχεία της πόλης κυμαινόταν γύρω στο 90%.
Οσον αφορά τους μόνιμους κατοίκους, αν δεν χρειάζεται να φεύγουν από τις γειτονιές τους για να εργαστούν στο κέντρο της πόλης, θα πρέπει να αρχίσουν να θέλουν να βρίσκονται εκεί. Η πόλη του μέλλοντος θα πρέπει να είναι ένα μέρος όπου οι άνθρωποι διασκεδάζουν, ψυχαγωγούνται, ζουν αντί απλώς να εργάζονται. «Αυτό είναι το όνειρο της playground city» γράφουν οι δυο ειδικοί.
Σημειώνουν πως η ιδέα κάθε άλλο παρά καινούργια είναι, καθώς «οι υποδομές σε επίπεδο δρόμου – εστιατόρια, πάρκα, θέατρα και πλατείες» ανέκαθεν λειτουργούσαν ως «κοινόχρηστα σαλόνια που επέτρεπαν την τυχαία αλληλεπίδραση». Αναφέρονται ενδεικτικά στο Λονδίνο του 17ου και 18ου αιώνα, όπου στα καφενεία σύχναζαν καλλιτέχνες, πολιτικοί και μελετητές, όπως ο ζωγράφος Τζόσουα Ρέινολντς, ο ιρλανδος πολιτικός και εξέχων ρήτορας Εντμουντ Μπερκ και ο κορυφαίος βρετανός συγγραφέας και διανοούμενος Σάμιουελ Τζόνσον.
Ομως η πόλη-παιδότοπος που έχουν κατά νου οι Γκλέιζερ και Ράτι «διαφέρει από τη βιομηχανική πόλη και την πόλη-γραφείο, επειδή επικεντρώνεται στις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής. Διαφέρει από το Λονδίνο της Γεωργιανής περιόδου […], επειδή προσφέρει χαρές που πρέπει να απολαμβάνουν πολλοί, όχι μόνο οι λίγοι της ελίτ. Σε μια πόλη-παιδότοπο, γειτονιές πολλαπλών χρήσεων που συνδέουν τη ζωή, την εργασία και τον ελεύθερο χρόνο δημιουργούν αυτό που η νεοϋορκέζα πολεοδόμος Τζέιν Τζέικομπς αποκαλεί “μπαλέτο του πεζοδρομίου”, μια παραγωγική και παιχνιδιάρικη δυναμική, όπου μια ποικιλία διαφορετικών χρηστών πηγαινοέρχονται όλες τις ώρες» εξηγούν.
Πώς, όμως, μπορεί μια πόλη-γραφείο να μετατραπεί σε πόλη-παιδότοπο; Οι Γκλέιζερ και Ράτι, που συμμετείχαν στη σύνταξη μιας σχετικής έκθεσης για μια «νέα Νέα Υόρκη» από ειδική επιτροπή που συνέστησαν ο δήμαρχος της πόλης και ο κυβερνήτης της ομώνυμης Πολιτείας, εστιάζουν την προσοχή τους σε ορισμένες βασικές γραμμές δράσης, οι οποίες αναφέρονται μεν ειδικά στην «πόλη που δεν κοιμάται ποτέ», αλλά αφορούν προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι περισσότερες μητροπόλεις της Δύσης. Προτείνουν, λοιπόν, στις αρμόδιες αρχές τα εξής:
Πρώτον, να αρχίσουν να πειραματίζονται, λαμβάνοντας όμως υπόψη τα αποκαλούμενα Μεγάλα Δεδομένα: «Υπάρχουν πολλά εργαλεία για την αναζωογόνηση των αστικών κέντρων –η επένδυση στον πολιτισμό, ο περιορισμός της ρύθμισης της ψυχαγωγίας, η τόνωση της οικιστικής ανάπτυξης, η βελτίωση της δημόσιας συγκοινωνίας–, αλλά δεν ξέρουμε τι θα έχει αποτέλεσμα και πού. Αυτές οι πρωτοβουλίες πρέπει να βελτιωθούν μέσω πειραματισμού, συλλογής δεδομένων, ανάλυσης και προσαρμογής» σημειώνουν.
Δεύτερον, να απαλλαγούν από κανονισμούς που παρεμποδίζουν την αστική καινοτομία, με το πιο σοβαρό εμπόδιο να είναι η χωροθέτηση ζωνών μίας χρήσης, που κρατάει σε απόσταση τις περιοχές όπου εργάζονται οι πολίτες από τις περιοχές στις οποίες ζουν. Η αυστηρή χωροθέτηση ευνοεί τον κοινωνικό και οικονομικό διαχωρισμό, ενώ πλέον απαιτείται ευελιξία, ούτως ώστε να είναι δυνατή «η διάδοση της ισχύος του παιχνιδιού σε όλη την πόλη».
Τρίτον, να ζωντανέψουν τους δρόμους, ούτως ώστε να πείσουν τους πολίτες ότι υπάρχουν πολλές εναλλακτικές επιλογές στους δρόμους και στις πλατείες της πόλης τους. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας πολλές δημοτικές αρχές επαναχάραξαν τους δρόμους και «έφεραν επανάσταση» στην πεζοδρόμηση, αλλά και στην εστίαση σε εξωτερικούς χώρους.
«Ο αστικός παιδότοπος θα πρέπει να αναδιατάσσεται συνεχώς: οι δρόμοι θα μπορούσαν να κλείνουν τα Σαββατοκύριακα, κατά τη διάρκεια ετήσιων φεστιβάλ και προσωρινών εκθέσεων. Οι αγορές τροφίμων και τα εποχικά καταστήματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Οι κινηματογραφικές αίθουσες προσπαθούν σκληρά να ανταγωνιστούν τους απεριόριστους καταλόγους streaming ροής που διαθέτουν φθηνές τηλεοράσεις 4K. Περισσότερες προβολές σε εξωτερικούς χώρους τις καλοκαιρινές νύχτες θα μπορούσαν να ανατρέψουν την ισορροπία υπέρ της συλλογικής εμπειρίας» γράφουν οι Γκλέιζερ και Ράτι.
Τέταρτον, να λάβουν μέτρα υπέρ των τοπικών επιχειρήσεων κάθε γειτονιάς, με τους δυο ειδικούς να αναφέρονται ενδεικτικά στον ανταγωνισμό με το ηλεκτρονικό εμπόριο. Το αποκαλούμενο e-commerce μπορεί να καθιστά πιο εύκολες τις αγορές, αλλά καταστρέφει ειδικά τις μικρές επιχειρήσεις, που υποστηρίζουν τις τοπικές οικονομίες και δίνουν στους δρόμους και στις γειτονιές την ιδιαιτερότητά τους.
Ο πολλαπλασιασμός των παραδόσεων προκαλεί κυκλοφοριακή συμφόρηση και αυξάνει την ατμοσφαιρική ρύπανση. Οι εταιρείες ηλεκτρονικού εμπορίου συχνά αποφεύγουν να καταβάλλουν δημοτικά τέλη στις περιοχές όπου δραστηριοποιούνται και εξυπηρετούν μερικές φορές ακόμη και φόρους επί των πωλήσεων. Για να διατηρήσουν τη ζωή στους δρόμους, οι δήμοι θα πρέπει να φορολογούν δίκαια το ηλεκτρονικό εμπόριο για τη συμφόρηση που προκαλεί, και να μειώσουν τους φόρους που καταβάλλουν τα τοπικά καταστήματα, καθιστώντας τα έτσι πιο ανταγωνιστικά.
Πέμπτον (και κυριότερο), να κινητοποιήσουν τους πολίτες, ούτως ώστε να μετέχουν άμεσα στη δημιουργία της πόλης-παιδότοπου. «Η γενιά που μεγάλωσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ανέπτυξε μια έντονη συλλογική λαχτάρα να συναντιέται στον πραγματικό κόσμο […] Πρέπει να αξιοποιήσουμε αυτή την ενέργεια. Το γραφείο ήταν ένα εργοστάσιο όπου οι άνθρωποι, στοιβαγμένοι σε θαλάμους, συνέβαλαν στη μεγιστοποίηση του κέρδους. Η πόλη-παιδότοπος βλέπει τους ανθρώπους ως μέσο και ως σκοπό και θα πρέπει να τους εμπλέξει στη διαδικασία δημιουργίας της.
»Στο πλαίσιο της συμμετοχής των πολιτών, πρέπει να προβλέπεται υποστήριξη για πληθυσμούς που κινδυνεύουν να περιθωριοποιηθούν λόγω της μετάβασης. Μια υγιής πόλη δημιουργεί χώρο για πλούσιους και φτωχούς. Ευνοεί τις θετικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ ανθρώπων όλων των εισοδημάτων, παρέχοντας προσβάσιμους, καλαίσθητους και δωρεάν ή χαμηλού κόστους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, περιλαμβανομένων άφθονων και οικονομικά προσιτών κατοικιών», εξηγούν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News