Στο βαθιά πολιτικό θρίλερ του Στίβεν Σπίλμπεργκ «Τα Σαγόνια του Καρχαρία» (1975) ένας αχόρταγος λευκός καρχαρίας τρομοκρατεί τους λουόμενους στις παραλίες του νησιού Αμιτι. Είναι η κορυφή της τουριστικής περιόδου και ο δήμαρχος της μικρής κωμόπολης θέλει να κρατήσει τις παραλίες της ανοιχτές πάση θυσία.
Τρία χρόνια αργότερα, στο σίκουελ της ταινίας, ο δήμαρχος εξακολουθεί να είναι στη θέση του. Το σημαντικό είναι ότι η αλαζονεία και η ανικανότητα σπανίως έχουν συνέπειες, ειδικά αν ένα άτομο λαοπρόβλητο θεωρείται ένοχο μόνο για την επιδίωξη του παντοδύναμου δολαρίου, γράφει στον Guardian ο Σκοτ Τομπάιας. Από τέτοιους δημάρχους, όμως, διοικείται ο κόσμος.
Αργότερα, όταν ο διάσημος αμερικανός σκηνοθέτης γύρισε το «Jurassic Park» (1993), βασισμένο στο μπεστ σέλερ επιστημονικής φαντασίας του Μάικλ Κράιτον (1990), βρήκε έναν παρόμοιο χαρακτήρα στο πρόσωπο του δρ Τζον Χάμοντ: ο δισεκατομμυριούχος βιομήχανος, με τη βοήθεια μιας ομάδας γενετικών επιστημόνων από την εταιρεία του, σπεύδει να φτιάξει ένα θεματικό πάρκο ψυχαγωγίας με κλωνοποιημένους δεινόσαυρους.
Ο Χάμοντ, τον οποίο υποδύεται ο Ρίτσαρντ Ατένμπορο, είναι ένας παππούς με άσπρα γένια και μια λάμψη στα μάτια, πρόθυμος να ξοδέψει για τη δημιουργία ενός προϊστορικού ζωολογικού κήπου, αλλά θέλει να το κάνει γρήγορα και οικονομικά. Ωστόσο, είναι δύσκολο να τον εκλάβεις ως παλιάνθρωπο, γράφει ο Τομπάιας στον Guardian, ίσως επειδή ο Σπίλμπεργκ βλέπει και ένα κομμάτι του εαυτού του στον ρόλο του εμπορικού οραματιστή που προσφέρει θαύματα στις μάζες. Ισως όμως είναι η χειρότερη εικόνα που μπορεί να έχει για τον εαυτό του.
Τριάντα χρόνια αργότερα, το «Jurassic Park» διατηρεί τη φήμη μιας από τις καλύτερες υπερπαραγωγές του Σπίλμπεργκ, ο οποίος σκηνοθέτησε και τη δεύτερη ταινία του franchise, αλλά όχι και τα υπόλοιπα τέσσερα σίκουελ, με τελευταίο το «Jurassic World: Dominion» (2022).
Το πιο αστείο μέρος του «Jurassic Park» είναι ότι τίποτα δεν λειτουργεί σωστά στο θεματικό πάρκο, παρά τη μάταιη ελπίδα του Χάμοντ ότι μπορεί να εξασφαλίσει την έγκριση μερικών σπουδαίων επιστημόνων. Με τους ασφαλιστές του πάρκου να ανησυχούν για μήνυση από έναν υπάλληλο που τον ταλαιπώρησε ένας δεινόσαυρος βελοσιράπτορας, ο Χάμοντ καλεί τον παλαιοντολόγο Αλαν Γκραντ (Σαμ Νιλ), την παλαιοβοτανολόγο Ελι Σάτλερ (Λόρα Ντερν) και τον Ιαν Μάλκολμ (Τζεφ Γκόλντμπλουμ), γνώστη της Θεωρίας του Χάους, στο Ισλα Νάμπλαρ· στο (φανταστικό) τροπικό νησί όπου βρίσκεται το θεματικό πάρκο, ο Χάμοντ και οι γενετιστές της εταιρείας του αναβίωσαν δεινόσαυρους από DNA το οποίο ελήφθη από αίμα δεινόσαυρου που βρέθηκε σε ένα κουνούπι παγιδευμένο μέσα σε κεχριμπάρι…
Με μια λαμπρή σατιρική πινελιά, οι καλεσμένοι μαθαίνουν τα πάντα σε μια βόλτα με τζιπάκια σε στυλ σαφάρι στο Epcot (ένα από τα τέσσερα θεματικά πάρκα του Disney world), με τον Χάμοντ, ως άλλον Γουόλτ Ντίσνεϊ, να αλληλεπιδρά με ένα κινούμενο σχέδιο σκέλους DNA.
Οι επισκέπτες ξεφεύγουν εύκολα από την ξενάγηση μέσα στο πάρκο (συμμετέχουν και τα εγγόνια του Χάμοντ), για να ελέγξουν το εργαστήριο. Μερικοί από τους δεινόσαυρους δεν εμφανίζονται, ενώ ένας τρικεράτωψ φαίνεται ότι έχει αρρωστήσει από ένα τοξικό φυτό, από αυτά που προστέθηκαν για χάρη της αληθοφάνειας.
Δυστυχώς, τα πράγματα ξεφεύγουν εντελώς από τον έλεγχο όταν το ρεύμα πέφτει εξαιτίας μιας τροπικής καταιγίδας και ενός δόλιου προγραμματιστή υπολογιστών (Γουέιν Νάιτ), που θέλει να κλέψει έμβρυα αξίας 1,5 εκατ. δολαρίων. Κανείς άλλος δεν ξέρει πώς να επαναφέρει το σύστημα αναχαίτισης των θηρίων, που το σκάνε σκορπίζοντας τον τρόμο και τον πανικό στους επισκέπτες, οι οποίοι είναι πλέον στο έλεός τους.
Πριν πάνε όλα εντελώς στραβά, ο Ιαν, ο Αλαν και η Ελι κατηγορούν τον οικοδεσπότη τους ότι ανέτρεψε τη φυσική τάξη των πραγμάτων τόσο απερίσκεπτα («Αυτό που ονομάζεις ανακάλυψη, εγώ το αποκαλώ βιασμό του φυσικού κόσμου» λέει ο Ιαν), ενώ ο Χάμοντ και ο δικηγόρος του τους κοιτάζουν με το σύμβολο του δολαρίου στα μάτια τους. Και ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει;
Πριν αρχίσουν να παίρνουν σάρκα και οστά οι υπαινιγμοί του για τον Κινγκ Κονγκ και τον Φρανκενστάιν, ο ίδιος ο Σπίλμπεργκ δημιουργεί ένα όραμα που προκαλεί δέος, για ένα μέρος όπου οι οικογένειες μπορούν να δουν 15 είδη δεινοσαύρων πριν φύγουν περνώντας από το κατάστημα δώρων.
Το «Jurassic Park» έδωσε στον Σπίλμπεργκ την ευκαιρία να επιστρέψει στον επιθετικό τρόμο των ταινιών του franchise «Τα Σαγόνια του Καρχαρία», ο ρυθμός του ωστόσο είναι πολύ πιο φρενήρης, με λιγότερες παύσεις μεταξύ των επιθέσεων των δεινοσαύρων. Η τεχνική του όμως είναι απαράμιλλη, ακόμη και με τη σχετικά νέα δύναμη του CGI που είχε στη διάθεσή του.
Στον Κράιτον, γράφει ο Σκοτ Τομπάιας στον Guardian, άρεσε να γράφει μυθιστορήματα για ένα πιστευτό μέλλον που προκαλεί πανικό. Το «Jurassic Park» είναι λίγο πολύ ένα update του βιβλίου του «Westworld» –περιγράφει ένα θεματικό πάρκο που θυμίζει Αγρια Δύση, όπου ζουν διάφορα ρομπότ τα οποία υποδύονται όλους τους χαρακτήρες ενός γουέστερν: κλέφτες, ιδιοκτήτες σαλούν, σερίφηδες, πόρνες–, μόνο που, αντί να φρικάρει κανείς με τα ρομπότ, μπορούσε να φρικάρει με τις εξελίξεις στο DNA και την κλωνοποίηση.
Στα χέρια του Σπίλμπεργκ, ωστόσο, το «Jurassic Park» συνδέεται περισσότερο με την παραβίαση του φυσικού κόσμου από τον άνθρωπο και την αλαζονεία μας να πιστεύουμε ότι μπορεί να χειραγωγηθεί και να εξημερωθεί. Το ακόμα χειρότερο; Να μετατραπεί σε επικερδή επιχείρηση… Οι ταινίες που επηρέασε το «Jurassic Park» διδάσκουν όλες τα ίδια μαθήματα περί ύβρεως. Τρεις δεκαετίες αργότερα η ταινία του Σπίλμπεργκ είναι μια προειδοποίηση πιο σοβαρή από ποτέ άλλοτε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News