1651
| CreativeProragon

Διάλογος με τον εαυτό μου: Ποια κανονικότητα;

Διάλογος με τον εαυτό μου: Ποια κανονικότητα;

— Από πότε έχεις να δεις τον Γιάννη;

— Δεν θυμάμαι. Οχι συχνά, πάντως. Μου λείπει. Αποκοπήκαμε με την Covid. Φοβηθήκαμε, όσοι δεν κάνουμε ότι τα ξέρουμε όλα. Τώρα, μετά την πανδημία, η επιστροφή δεν είναι εύκολη.

— Μου λένε, πάντως, ότι είναι ασφαλές να μην προσέχεις τώρα.

— Είναι; Γιατί εγώ νομίζω πως τίποτα δεν είναι ασφαλές πια; Ο,τι ήταν φυσιολογικό, φίλοι, παρέες, εστιατόρια, βιβλιοπωλεία, κουρέας, ταξίδια, αμεσότητα, όλα φαίνονται τόσο παράξενα πια. 

— Παράξενα, όχι. Λάθος, να λες. Φοβόμουν τον ιό, έτρεμα. Τώρα φοβάμαι την κανονικότητα. Μουδιάζω. Ακόμα και που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κήρυξε το τέλος της πανδημίας… ή, πιο σωστά, του συναγερμού της. 

— Σκεφτόμουν τότε ότι όταν ξαναγυρίσουμε στο νορμάλ μας θα μπορούσαμε να διορθώσουμε μερικά πράγματα που μπροστά στα μάτια μας είδαμε πόσο στρεβλά ήταν. Ομως…

— Ομως τι;

— Πώς να σ’ το πω τώρα; Να! Δεν θέλω να διορθώσω πια το σύστημα· το δικό μου, το κοντινό και το συνολικό, το δικό μας. Να το κατεδαφίσω θέλω! Και στη θέση του να κτίσω κάτι καινούργιο και καλύτερο.

— Βαρέθηκα να διορθώνω κομμάτια του συστήματος. Μπαλώματα. Μια πτέρυγα νοσοκομείου. Μια εγκύκλιο για ασφάλεια στο εργοστάσιο. Ενα καινούργιο πρόγραμμα σπουδών. Πες και συ…

— Μια διάταξη για την αξιολόγηση. Ενα σώμα για τη δίωξη οικονομικού εγκλήματος. Μια αστυνομία να φυλάει τα πανεπιστήμια. Ενα ειδικό δικαστήριο να δικάζει τα προφανή. Μια απόφαση να βγαίνει πιο γρήγορα. Ενα φορολογικό νομοσχέδιο να περιορίζει την φοροδιαφυγή…  βαρέθηκα να με ακούω!

— Εκλεισε η «Ελευθεροτυπία» το 2010, πέρασαν 13 χρόνια, και υπάρχουν δεκάδες εργαζόμενοι που ακόμα σύρονται στα δικαστήρια για να πάρουν δεδουλευμένα και αποζημιώσεις.

— Ας μην πάρουν τίποτα, αν έτσι πρέπει. Αλλά τουλάχιστον να το μάθουν όσο είναι στη ζωή – φαντάσου πόσες υποθέσεις, που μάλιστα δεν αφορούν ανθρώπους που έχουν μια επιρροή στα πράγματα, είναι ακόμα στα αζήτητα. 

— Πάντως, όταν βγει τέλος πάντων μια απόφαση, τουλάχιστον θα είναι καθαρογραμμένη!

— Εχω εμπιστοσύνη, λέει ο άλλος, στην Ελληνική Δικαιοσύνη. Πιο πολύ για να πειστεί εκείνος να αντέξει, να μείνει όρθιος, να μην γκρεμιστεί.

— Θέλω να τα γκρεμίσω όλα. Να φτιάξω κάτι από την αρχή, που να μη σέρνει από πίσω του παθογένειες πολλών ετών, τη σάρα, τη μάρα και το κακό συναπάντημα. Κάτι καλύτερο για το παιδί μου. Για σένα που με ακούς τώρα να παραληρώ. Και για σένα που με βλέπεις να καταρρέω. 

— Για όλους, που θα πάμε πάλι να ψηφίσουμε κάτι, που απλώς θα διορθώνει τη ζωή μας αλλά δεν θα την αλλάζει. Δεν βλέπεις που ολονών τα προγράμματα είναι φτιαγμένα στο πόδι – μόνο του ΚΚΕ είναι σταθερό. Αιώνες τώρα. Σαν το φρούριο που το λένε και Σπίτι του Λαού. Το εκθειάζουμε ακόμα και οι απ’ έξω. Πόσο τρελό είναι αυτό;

— Ανέβηκα στη ταράτσα του νοσοκομείου όπου πήγαινα για ρεπορτάζ αυτοψίας τον καιρό της πανδημίας. Ανεμβολίαστοι ακόμα, σχεδόν όλοι. Κοίταζα πέρα, εκεί που η νύχτα απλωνόταν φαρδιά και σκέπαζε την πόλη μου. Είδα ένα φως ν’ ανάβει στην απέναντι πολυκατοικία. Επειτα άλλο ένα. Ωσπου γίνανε πολλά…

— Τα βλέπω καθαρά! Να φωτίζουν ακαθόριστες ανθρώπινες φιγούρες.

— Χαιρετούσαν τους γιατρούς. Χειροκροτούσαν τους νοσηλευτές και τις νοσηλεύτριες. Ασπάζονταν τον πρώτο που εμβολιάστηκε. Αγκάλιαζαν τη δεύτερη – με όση αγκαλιά τους επέτρεπαν τα μέτρα.

— Τριβόσουν επάνω στην πλαστική σου ρόμπα. Που σ’ έσφιγγε κιόλας, γιατί φούσκωνες από περηφάνεια. Φούσκωνε και η μάσκα σου και άφηνε ραβδώσεις στο πρόσωπο, έφερνε μπροστά τ’ αυτιά σου και σ’ έκανε να μοιάζεις του Ντόκτορ Σποκ.

— Από κάποιο ηχείο άκουγα το «What a Wonderful World», από έναν άγνωστό μου, John Batiste μου τον είπαν. Νόμιζα πως ήταν μια παραίσθηση, η μουσική με διόρθωνε, με κρατούσε. 

—  Ημουν μέσα στη μικρή αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής, τη «Δημήτρης Μητρόπουλος», και περίμενα να αρχίσει η συναυλία με δύο σπουδαίους έλληνες σολίστ της διασποράς, τον Θεόδωρο Κερκέζο στο σαξόφωνο και τη Δανάη Ντέρκεν στο πιάνο…

— Εγώ και άλλοι πέντε. Και απορούσα «μα, για μια χούφτα ανθρώπους θα παίξουνε;» Τι ντροπή! Ντροπή κρυμμένη κάτω από τη μάσκα μου…

— Πέντε λεπτά πριν την έναρξη, όμως, άρχισαν να μπαίνουν ένας-ένας, μία-μία, τους μετρούσα, σαν μια αλυσίδα από σκιές. Βολεύτηκαν αθόρυβα, θέση παρά θέση, κοιταχτήκαμε δίχως έκφραση, κάτι όμως πρέπει να πρόδωσαν τα βλέμματά μας και ένα φωτάκι φώτισε τη σκηνή. Καλησπέρα, και άρχισε η μουσική.

— Τέτοια που δεν ξανάκουσα ποτέ! Μέσα από το σκοτάδι και τη σιωπή, ανάμεικτη με ανάσες φοβισμένες που σχεδόν τις άγγιζες… Μαζευτήκαμε όσοι έπρεπε! Αξιοπρεπώς. Από τόσο μακριά ήρθαν οι δυο μουσικοί μας.

— Την επόμενη μέρα πήγα για δεύτερη φορά στο «Σωτηρία». Στην Εντατική της κυρίας Κουτσούκου, που μου έκανε τη χάρη να με χρήσει παρατηρητή του εφιάλτη, για να μαζέψω εικόνες και στοιχεία και να γράψω κάποια στιγμή το χρονικό της πανδημίας. Με έντυσαν από πάνω ως κάτω θλιβερό αστροναύτη και με καλωσόρισαν εκεί που είχαμε μείνει έναν μήνα πριν. 

— Τρεις είδα να πεθαίνουν. Δεν ήταν όμως όλα τα νέα κακά. 

— Ελα δημοσιογράφε να δεις την κυρία Ρουμπίνη που βγαίνει από το σκοτάδι της. Ξύπνησε και θα την αποσωληνώσουμε. «Ελα καλή μου, μη φοβάσαι» της λέει η Βάσω η Τσιάρα, ο γαλάζιος φύλακας άγγελός της, που της κρατά το χέρι, να νιώσει άγγιγμα φωνής ανθρώπου. Πάρε μια βαθιά ανάσα, καλή μου. Μπράβο. Οχι, μη φοβάσαι. Τέλειωσε. Τέλος!

— Θέλω να πάω σπίτι μου. Θα το βρω όμως; Δεν έχει ακόμα κτηματολόγιο η χώρα μου. Σκορποχώρι είναι. Αυθαίρετο. Και χάνομαι σε κάθε στροφή. «Ελλάδα, γλώσσα τυφλή στη γεωγραφία. Ελλάδα, οικόπεδο και αποικία». 

— Κάπου στο έμπα της Νέας Μάκρης έχει μείνει σε βεράντα τρίτου ορόφου μια πινακίδα που ακόμα γράφει «Νομιμοποίηση Αυθαιρέτων».

— Σε ποια κανονικότητα λοιπόν να πανηγυρίσω ότι επιστρέψαμε; Σε αυτήν όπου ακόμα φοροδιαφεύγουν περίπου 5 εκατ. άνθρωποι και το αναπαράγουμε συνέχεια ως στατιστικό καθεστώς; Που δεν μπορεί να αλλάξει;

— Στις ψεύτικες βεβαιώσεις που μας έδινε πριν από καμιά σαρανταριά χρόνια ο γυμναστής στο Πανεπιστήμιο για να μπορούμε να δώσουμε εξετάσεις; Ποτέ δεν πατήσαμε στη γυμναστική. Μας έστελνε σε μια περιφερειακή εθνική παρέλαση, περπατούσαμε καμιά εκατοστή μέτρα, ένας μιλημένος μας έδινε βεβαίωση και ο επίσημος γυμναστής την πιστοποιούσε. Αγύμναστοι επιστήμονες…

— Τουλάχιστον στην πανδημία αθληθήκαμε! Μάθαμε τη γειτονιά μας, στενάκι-στενάκι. Ανακαλύψαμε πράγματα που ήταν δίπλα και μέσα μας. Προσπάθησα να μάθω και γιόγκα από το YouTube. Δεν τα κατάφερα όμως, και έμεινα να κάνω τον γύρο του τετραγώνου. 

— Περηφανευόμουν που τετραγώνισα τον κύκλο!

— Και βέβαια, κάναμε όλοι τους γιατρούς. Οπως και τώρα, που πάμε σε εκλογές ως παντογνώστες. Οπου ακόμα κι αν ένας καταξιωμένος επιστήμονας πει κάτι που μπορεί, και πρέπει, να είναι τροφή για σκέψη, τον διασωληνώνεις γιατί δεν πρέπει να λέγονται αυτά πριν από την κάλπη. Λάθος timing…

— Είναι όμως καλό timing να λες π.χ. ότι πρώτη προτεραιότητά μου είναι να ενισχυθεί το ΕΣΥ; Από πότε το ακούω; Από τότε που σημείωνα και την «προτεραιότητα για καλύτερη Παιδεία». Και την «ενίσχυση της μικρομεσαίας τάξης», που ποτέ δεν έμαθα πώς καθορίζεται.

— Κάτσε! Εχουν γίνει και καλά πράγματα, μην τα ισοπεδώνεις όλα. Η ψηφιοποίηση του Κράτους… Συμφωνώ, και δεν θα προσθέσω ούτε ένα από τα πολλά «αλλά» που υπάρχουν… θα ήταν μίζερο. 

— Ακόμα και η «κανονικότητα» γελάει μαζί σου. Γιατί πάλι θα σε ρωτήσουν «με απόδειξη ή χωρίς;». Γιατί πάλι θα ενδώσεις στην προτροπή του καθηγητή στο καλό ιδιωτικό σχολείο να ενισχύσεις με «κάποια ιδιαίτερα» το παιδί σου «διότι έχει λίγες ελλείψεις».  

— Μα, είκοσι έχεις μέσα στην τάξη δάσκαλε, γι’ αυτό ήρθαμε εδώ. Για το κάτι παραπάνω στα παιδιά που έχουν… έλλειμμα. Οχι, όχι! Κανένα λογικό επιχείρημα δεν στέκει. Μπλέκεται πάντα το συναισθηματικό με την ανάγκη, και φέρνει την υποχώρηση. Εκατόν πενήντα ευρώ για ένα δίωρο ιδιαίτερο Σαββατοκύριακο. Εξι ήταν η παρέα των συμμαθητών… κάνε υπολογισμό. 

— Στη μη κανονικότητα της πανδημίας μειώθηκαν τέτοιες πάγιες εκτροπές, μειώθηκαν και τα μαύρα…

— Μόνος μου τα λέω. Μόνος τα ακούω. Η covid σε πολλές μεγαλουπόλεις της προηγμένης Δύσης ονομάστηκε επιδημία της μοναξιάς. Εδώ, δεν ξέρω αν ήμασταν ποτέ μόνοι. Ή μήπως ήμασταν; 

— Πόσο μιλούσαμε με τον εαυτό μας; Τον ακούγαμε; Και τι κρατήσαμε;

— Ζήσαμε μέσα σε μια δυστοπική τραγωδία. Οι άνθρωποι γύρευαν μια επιβεβαίωση ότι όλα θα πάνε καλά, θα περάσει το κακό. Τους ζητούσαν βεβαίωση εμβολιασμού, νόσησης και κυκλοφορίας, και αυτοί έβγαιναν από τα ρούχα τους γιατί τους περιόριζαν, λέει, την ελευθερία.

— Το μεγάλο θαύμα, να παραχθούν και να διατεθούν εκατομμύρια εμβόλια τόσο γρήγορα, σε μια μεγαλειώδη συνύπαρξη και προσπάθεια της επιστήμης, το καταλάβαμε άραγε;

— Ηθελα να σταματήσω να φοβάμαι, και έγινε. Τουλάχιστον όσον αφορά τη νόσο, κι ας μην έχουμε ξεμπερδέψει ακόμα. Χάθηκαν πολλοί, και με έναν αόριστο και ακαθόριστο τρόπο τους θυμάμαι έναν έναν, μία μία. Το πρωτοσέλιδο των New York Times, που τον Μάιο του 2020, στην αρχή της πανδημίας, μάζεψε και τύπωσε τα ονόματα ανθρώπων που πέθαναν από Covid, και με μερικές ωραίες μνήμες από τη ζωή τους.

— Η… καλύτερη νεκρολογία που διάβασα ποτέ μου. Την έχω φυλαγμένη. Στην ψυχή μου, και σε κάδρο στον τοίχο.

— Παρατήστε με ήσυχο, λοιπόν, και αφήστε με μόνο μου να κάνω τα κουμάντα μου. Να φορώ ακόμα την μάσκα – καλύπτοντας και τα μάτια, να μη βλέπω. Να μην ακούω.

— Τις κιβωτούς του κόσμου. Τους υπεράνω υποψίας που έσφαζαν τις γυναίκες τους, που εξέδιδαν τα παιδιά τους, που βίαζαν από θέση ισχύος (ακόμα και… πνευματικής, αν μ’ εννοείς) τους μαθητές και τις μαθήτριές τους. Τους ψεκασμένους που έκαιγαν στη Χαλκίδα το παιδικό βιβλίο του Τριβιζά γιατί το θεωρούσαν βλάσφημο και σατανικό επειδή έκανε την Covid παραμύθι και ζωγραφιά για να μην τρομάζουν τα παιδιά, αλλά να προσέχουν…

— Η πανδημία της μοναξιάς με βοήθησε να παίρνω και να τηρώ αποστάσεις από καταστάσεις ψεκασμού και πρόσωπα ακραία. Που, τώρα  που έληξε ο συναγερμός και ξαμολήθηκαν, τους βρίσκεις και σε ψηφοδέλτια για τις επόμενες, της κανονικότητας, εκλογές μας… Κύριε Ελέησον! 

— H κανονικότητα στην οποία εγώ προσμένω και ελπίζω, πέρα από το γκρέμισμα που προσδοκώ, είναι και στην πολιτική αλλά και έξω από αυτήν, ο λόγος μας να είναι καθαρός και εμπεριστατωμένος. Να ξέρει ο καθένας τι λέει. Ή μάλλον, να λέει ό,τι ξέρει. Και, όπως λέει κι ο μέγας, αποκηρυγμένος από τους ολίγιστους, Διονύσης Σαββόπουλος, στους «Αχαρνείς» του: Αν δεν ξέρεις τον χορό του Ησαΐα, μη φοβάσαι, θα σ’ τον μάθει ο παπάς!

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...