Περίπου 2.300 χιλιόμετρα χωρίζουν το ουκρανικό Μπαχμούτ από το Βερντέν, στη Γαλλία, όπου το 1916 διεξήχθη η πιο αιματηρή μάχη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ομως, όπως αναφέρει ο Economist, αυτά τα δύο μέρη συμβολίζουν αμφότερα όλες τις φρικαλεότητες του πολέμου, παρά τις πολλές διαφορές τους και την απόσταση που τα χωρίζει. «Η φρίκη του παρελθόντος στο Βερντέν –η βρωμιά των χαρακωμάτων, οι ανελέητοι βομβαρδισμοί, τα οχυρά με σάκους άμμου– είναι η φρίκη τού σήμερα στο Μπαχμούτ» αναφέρει το βρετανικό έντυπο.
Επιπλέον, όπως η μάχη του Βερντέν κατέληξε να συμβολίζει «έναν υπαρξιακό αγώνα ενάντια σε έναν ιμπεριαλιστή επιτιθέμενο», έτσι και η μάχη του Μπαχμούτ κατέληξε να συμβολίζει «έναν σύγχρονο υπαρξιακό αγώνα για την απόκρουση ενός επεκτατικού εισβολέα». Από αυτή τη σκοπιά οι δύο αυτοί τόποι απέκτησαν ξαφνικά μια συμβολική αξία κατά πολύ ανώτερη από τη στρατηγική σημασία τους στο πλαίσιο του πολέμου.
Στο Βερντέν επικράτησαν οι Γερμανοί, ενώ στο Μπαχμούτ οι Ρώσοι, καταβάλλοντας, ωστόσο, βαρύτατο τίμημα αμφότεροι. «Ο πόλεμος δεν κερδήθηκε ούτε χάθηκε στο Βερντέν, αλλά οι Γάλλοι το μετέτρεψαν σε έμβλημα ισχύος που κατέστησε την υποχώρηση αδιανόητη» γράφει ο Economist. Στο Μπαχμούτ οι Ρώσοι επιστράτευσαν όλες τις δυνάμεις τους για να καταλάβουν την πόλη. Τα κατάφεραν, εν μέρει όμως, καθώς οι Ουκρανοί εξακολουθούν να ελέγχουν ένα μέρος της πόλης και τα περίχωρα. «Ωστόσο, δεν είναι πιο κοντά στη νίκη στον πόλεμό τους κατά της Ουκρανίας».
Ορμώμενος από το άρθρο του Economist, ο Πάολο Βαλεντίνο της Corriere della Sera διερωτάται αν η μάχη του Μπαχμούτ θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία μιας διαδικασίας με κατάληξη τον τερματισμό του πολέμου μέσω διαπραγματεύσεων. Ο ιταλός δημοσιογράφος αναγνωρίζει, φυσικά, πως ενδέχεται να φαίνεται άτοπο το να γίνεται λόγος για παύση των εχθροπραξιών με σημείο αναφοράς την πιο σκληρή και αιματηρή μάχη που έχει διεξαχθεί στην Ουκρανία από τον Φεβρουάριο του 2022 έως σήμερα.
Επιστρέφοντας στο Βερντέν, θυμίζει ότι χρειάστηκε να περάσουν 68 χρόνια μέχρι ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν και ο γερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Κολ να δώσουν τα χέρια στο νεκροταφείο του Βερντέν, το 1984, σφραγίζοντας με αυτή την κίνησή τους τη γαλλογερμανική συμφιλίωση και την ειρήνη στην Ευρώπη.
Μια ευκαιρία στη διπλωματία
«Ωστόσο, είναι γεγονός ότι τις τελευταίες εβδομάδες, ένας αυξανόμενος αριθμός πολιτικών, αξιωματούχων και αναλυτών, αμερικανών και ευρωπαίων, θεωρούν ότι η επόμενη φάση του πολέμου θα μπορούσε να δώσει ξανά μια ευκαιρία στη διπλωματία» γράφει ο Βαλεντίνο, σημειώνοντας πως το εν λόγω ενδεχόμενο συζητιέται στην Ουάσινγκτον, όπως συζητιέται επίσης στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ) και στις πρωτεύουσες των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης. Ολοι, όμως, αναγνωρίζουν πως η διαδρομή μέχρι το τραπέζι των διαπραγματεύσεων θα είναι ιδιαίτερα δύσκολη, ενώ σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο αυτή να μην ολοκληρωθεί καν.
Καταρχάς επίκειται η ουκρανική αντεπίθεση, η οποία αναμένεται από μέρα σε μέρα, με τους Ουκρανούς να έχουν ενισχυθεί σημαντικά από τους Δυτικούς συμμάχους τους, λαμβάνοντας πληθώρα προηγμένων οπλικών συστημάτων. «Θα μπορούσε να διαρκέσει μήνες και από την έκβασή της θα εξαρτηθεί η προθυμία του Βολοντίμιρ Ζελένσκι και του Βλαντίμιρ Πούτιν, αν όχι για διαπραγματεύσεις, τότε για κατάπαυση του πυρός» αναφέρει ο Βαλεντίνο.
Στην παρούσα φάση ο επικεφαλής του Κρεμλίνου κάθε άλλο παρά διατεθειμένος, έστω και ελάχιστα, δείχνει να προβεί σε διαπραγματεύσεις και παραχωρήσεις, καθώς εξακολουθεί να πιστεύει πως ο χρόνος είναι με το μέρος του και ένας παρατεταμένος πόλεμος φθοράς μπορεί τελικά να τον οδηγήσει στη νίκη. Ομως νέες απώλειες κατεχόμενων εδαφών και, κυρίως, η διακριτική πίεση της Κίνας (της μοναδικής χώρας με επιρροή στο Κρεμλίνο), θα μπορούσαν να αναγκάσουν τον ρώσο πρόεδρο να αλλάξει γνώμη.
Από την πλευρά του, ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, εκφράζοντας τα συναισθήματα ενός ολόκληρου λαού που πολεμά ούτως ώστε να συνεχίσει να υπάρχει, έχει δηλώσει ξεκάθαρα ότι δεν μπορεί να υπάρξει εκεχειρία ή διαπραγματεύσεις έως ότου τα ρωσικά στρατεύματα απωθηθούν από την ουκρανική επικράτεια.
Πέρα, όμως, από την απαραίτητη ρητορική, πόσο πιθανό είναι να είναι επιτυχής η ουκρανική αντεπίθεση και, το κυριότερο, ποια κατάληξη θα χαρακτηριστεί επιτυχής; «Θα είναι αρκετή η ανακατάληψη ορισμένων περιοχών του Ντονμπάς, περιλαμβανομένου του πυρηνικού σταθμού της Ζαπορίζια, ή θα πρέπει τα στρατεύματα του Κιέβου να φτάσουν μέχρι την Αζοφική Θάλασσα, ανακτώντας τον έλεγχο των ακτών και των λιμανιών και απομονώνοντας την Κριμαία;», διερωτάται ο Βαλεντίνο.
Αναφέρει σχετικά ότι, σύμφωνα με τον Φαρίντ Ζακαρία, κορυφαίο αμερικανό διεθνή αναλυτή, «η αντεπίθεση δεν θα επιτρέψει στους Ουκρανούς να κερδίσουν τον πόλεμο, αλλά θα τους βάλει σε ένα απείρως καλύτερο στρατηγικό και πολιτικό πλαίσιο». Πάντως, οι Δυτικές κυβερνήσεις εξακολουθούν να θεωρούν πως η στρατιωτική υποστήριξη της Ουκρανίας πρέπει να συνεχιστεί ανεξάρτητα από την έκβαση της ουκρανικής αντεπίθεσης.
Αλλά όλοι αποδέχονται πως αυτή η έκβαση της ουκρανικής αντεπίθεσης είναι «το πιο σημαντικό κομμάτι του μωσαϊκού που θα μπορούσε να αποτελέσει το φόντο μιας εκεχειρίας, η οποία στη συνέχεια θα μπορούσε να μετατραπεί σε διαπραγμάτευση» συνοψίζει ο Βαλεντίνο. Επισημαίνει, όμως, πως χρειάζονται και άλλα κομμάτια, εξίσου σημαντικά. «Γίνεται πολύς λόγος αυτές τις μέρες για εγγυήσεις ασφαλείας τις οποίες πρέπει να παράσχουν οι Δυτικοί σύμμαχοι στο Κίεβο, ενώ θα συνεχίσουν την πλήρη στρατιωτική υποστήριξη, εξαλείφοντας, έτσι, εξαρχής κάθε αμφιβολία ότι η τήρηση ενός διπλωματικού οδικού χάρτη συνεπάγεται το τέλος της» εξηγεί ο αναλυτής της Corriere.
Η λύση του «συμφώνου ασφαλείας»
Επικαλούμενος σχετικές αναφορές του γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, αναφέρει πως θα πρέπει να βρεθεί μια λύση μεταξύ «των εγγυήσεων ασφαλείας που απολαμβάνει το Ισραήλ και την πλήρη ένταξη στο ΝΑΤΟ». Με άλλα λόγια, όπως πρότειναν οι Ρίτσαρντ Χάας και Τσαρλς Κάπτσαν, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ θα μπορούσαν να προσφέρουν στο Κίεβο ένα επίσημο «σύμφωνο ασφαλείας», το οποίο θα εξασφάλιζε όλη τη στρατιωτική βοήθεια που απαιτείται για την αυτοάμυνά του, περιλαμβανομένης και μιας ρήτρας παρόμοιας με το άρθρο 4 του ΝΑΤΟ, με βάση το οποίο διεξάγονται άμεσα συσκέψεις μεταξύ των μελών του όταν κάποιο από αυτά κρίνει πως απειλείται η εδαφική του ακεραιότητα ή η πολιτική ανεξαρτησία ή η ασφάλεια.
Μόνο με αυτές τις προϋποθέσεις θα μπορούσαν οι Δυτικοί σύμμαχοι του Κιέβου να προτείνουν –όταν η ουκρανική αντεπίθεση φτάσει στα όριά της– μια εκεχειρία, με μερική υποχώρηση αμφοτέρων των πλευρών και την ντε φάκτο δημιουργία μιας αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης. Σε αυτό το πλαίσιο, ουδέτερες δυνάμεις θα καλούνταν να επιτηρούν την τήρηση της εκεχειρίας και την υποχώρηση των στρατευμάτων, ενώ δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ινδία θα έπρεπε να υποστηρίξουν ενεργά την κατάπαυση του πυρός.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του, ο Πάολο Βαλεντίνο γράφει ότι σε έναν ιδανικό κόσμο αυτό θα έπρεπε να συμβεί, οδηγώντας σε ένα στάτους κβο παρόμοιο με της Κορέας, το οποίο ισχύει εδώ και 70 χρόνια, παρότι επισήμως ο πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ. Στη συνέχεια θα ερχόταν η ώρα της διαπραγμάτευσης, η οποία, σύμφωνα με τους Χάας και Κάπτσαν, θα πρέπει να είναι διπλή: άμεσες συνομιλίες μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας με διεθνείς μεσολαβητές και στρατηγικός διάλογος μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας για τον έλεγχο των όπλων και τη νέα αρχιτεκτονική ασφάλεια στην Ευρώπη.
Σε αυτό το πλαίσιο, κανείς δεν θα ζητούσε ούτε θα πίεζε το Κίεβο να απαρνηθεί οριστικά την ιδέα ανακατάληψης, κάποτε, όλων των εδαφών του, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας. Η Ουκρανία θα έπρεπε μόνο να συμφωνήσει να αναβάλει τη διεκδίκησή της, ενώ η Δύση θα μπορούσε να υποσχεθεί ότι θα μετρίαζε τις αντιδράσεις της κατά της Μόσχας μόνο εάν υπέγραφε μια ειρηνευτική συνθήκη που θα είναι αποδεκτή από τους Ουκρανούς.
Θα σήμαινε αυτό ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν θα καλούνταν να λογοδοτήσει για τα εγκλήματα κατά της Ουκρανίας; Οχι απαραίτητα, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος θεωρεί πως το εν λόγω ζήτημα θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο διαπραγμάτευσης με τον Πούτιν, επιδιώκοντας, συγχρόνως, την απόδοση δικαιοσύνης.
«Μπορεί για κάποιους αυτά να είναι υπερβολικά, για άλλους όχι αρκετά. Ενα όμως είναι σίγουρο: όταν έρθει η ώρα, θα πρέπει γίνουν διαπραγματεύσεις. Και εμείς οι Δυτικοί θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να προσφέρουμε λύσεις που συνδυάζουν αυτό που θα θέλαμε με ό,τι είναι δυνατό» καταλήγει ο Πάολο Βαλεντίνο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News