Στη διάρκεια της τρομερής περιόδου των lockdown κάποιες γυναίκες σταμάτησαν να λούζονται, μεταξύ άλλων και η βιβλιοκριτικός της εφημερίδας The Washington Post Μπέκα Ρόθφιλντ. Τι νόημα είχε; Δεν υπήρχε κανείς να τη δει ή να τη μυρίσει, εκτός από τον τότε (και προφανώς όχι πια…) σύντροφό της. Η άρνησή της να λούσει τα μαλλιά της δεν ήταν μια θαρραλέα διαμαρτυρία με στόχο τους κανόνες ομορφιάς, αλλά ένα μέτρο της απομόνωσής της, γράφει. Εκπληκτη διαπίστωσε ότι της έλειπε ο καλλωπισμός, ο οποίος ήταν αναπόσπαστο και απαραίτητο μέρος του προνομίου να τη βλέπουν άλλοι άνθρωποι. Την ίδια στιγμή, η κάθοδός της στην εγκατάλειψη και την άρνηση περιποίησης ήταν αναμφισβήτητα λυτρωτική. Οπως σημειώνει η δημοσιογράφος Ελίζ Χου στο βιβλίο της «Flawless: Lessons in Looks and Culture From the K-Beauty Capital»: «Η πανδημία πρόσφερε μια σπάνια ευκαιρία στους ανθρώπους να αλλάξουν το σενάριο. Σταματήσαμε το μακιγιάζ γιατί δεν το θέλαμε», γράφει.
Η Ελίζ Χου είναι σε θέση για να καταλάβει πόσο επαναστατική πράξη μπορεί να είναι μια ανάπαυλα από τις απαιτήσεις της ομορφιάς: Από το 2015 έως το 2019, ήταν επικεφαλής του γραφείου του ΝPR (η αμερικανική Δημόσια Ραδιοφωνία) στη Σεούλ και βομβαρδιζόταν με εικόνες του ίδιου απόκοσμα τέλειου προσώπου. Αυτό το «αναπόφευκτο πρόσωπο» που ερχόταν κατά πάνω της από πάρα πολλές διαφημίσεις ήταν «λευκό γαλακτώδες, απαλό, λαμπερό, με στενή μύτη, μάτια σε μέγεθος anime (καρτούν) και ένα μικρό, λεπτό σαγόνι σε σχήμα V».
Παρουσιάζοντας το βιβλίο της Χου στην Washington Post, η Μπέκα Ρόθφιλντ γράφει ότι η αμερικανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας μίλησε με παραγωγούς καλλυντικών, πλαστικούς χειρουργούς και απλές Κορεάτισσες, διερευνώντας την ηγεμονία αυτού του προσώπου, και το πόσο μακριά αναγκάζονται να πάνε πάρα πολλές υποψήφιες για να το αποκτήσουν.
Απόλαυσε και η ίδια την ανάπαυλα που της επέτρεψε η πανδημία, αλλά στο Λος Αντζελες, όχι στη Σεούλ, την αδιαφιλονίκητη πρωτεύουσα της πλαστικής χειρουργικής στον κόσμο. Οι Αμερικανίδες μπορεί να μην κυκλοφορούν ανοιχτά με «μετεγχειρητικές μάσκες τύπου Φρέντι Κρούγκερ» που είναι πολύ συνηθισμένες στους δρόμους της Σεούλ, γράφει η Χου σαρκαστικά, αλλά τρέχουν επίσης σε ινστιτούτα αισθητικής και βιώνουν επίσης την ομορφιά ως απελπιστικά επιτακτική ανάγκη.
Το «Flawless», γράφει η αμερικανίδα βιβλιοκριτικός της Washington Post, παρουσιάζει την τρομερή βιομηχανία ομορφιάς της Κορέας ως εντυπωσιακό (και ακραίο) παράδειγμα σκληρών πρακτικών. Η κουλτούρα της αισθητικής χειρουργικής είναι πιο ακραία στη Σεούλ από ό,τι στο Λος Αντζελες, ωστόσο αυτές οι δύο περιπτώσεις διαφέρουν ως προς τον βαθμό, όχι το είδος.
Διαφέρουν επίσης ως προς την πολυπλοκότητα. Από κάθε άποψη, η Νότια Κορέα είναι η πιο προηγμένη χώρα του πλανήτη στον τομέα της Αισθητικής. Οι συντάκτες ομορφιάς εκτιμούν ότι, εν μέρει λόγω της μεγάλης επένδυσης της κυβέρνησης στη βιομηχανία ομορφιάς, η χώρα είναι 10 χρόνια μπροστά από τους ανταγωνιστές της και οι πολίτες της ξοδεύουν «διπλάσια χρήματα σε προϊόντα περιποίησης της επιδερμίδας από τους καταναλωτές στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία». Οι Κορεάτες, εξάλλου, είναι ίσως οι πιο απαιτητικοί καταναλωτές στον κόσμο. Οκτώ στις 10 Κορεάτισσες ηλικίας 20 και 30 ετών χρησιμοποιούν την εφαρμογή Hwahae, κάτι σαν Yelp εξειδικευμένο στα καλλυντικά, για να συζητήσουν τα πλεονεκτήματα διαφόρων κοινών συστατικών.
Ωστόσο, υπάρχει λόγος που οι Κορεάτισσες είναι τόσο ικανές στο κυνήγι των καλύτερων προϊόντων, γράφει η Χου. Οι περισσότερες αιτήσεις εργασίας στην Κορέα απαιτούν φωτογραφίες πορτρέτου: Το Υπουργείο Απασχόλησης και Εργασίας, για παράδειγμα, «μοιράστηκε κάποτε έναν σύνδεσμο στο Twitter, ενθαρρύνοντας όσους αναζητούν εργασία να προσέχουν την εμφάνισή τους». Δημοφιλείς εφαρμογές γνωριμιών φιλτράρουν τους χρήστες ανάλογα με το βάρος τους. Οι Κορεάτες και των δύο φύλων αναγκάζονται να καλλωπίζονται -«περίπου το 13% των προϊόντων περιποίησης της ανδρικής επιδερμίδας παγκοσμίως» καταναλώνονται στη Νότια Κορέα- αλλά οι γυναίκες υποφέρουν περισσότερο από τις, πολύ τιμωρητικές και διαδεδομένες, «διακρίσεις λόγω εμφάνισης». Μέλη του κινήματος #EscapeTheCorset, στο οποίο εκτιμάται ότι συμμετέχουν 300.000 γυναίκες (σε μια χώρα 51 εκατομμυρίων), «απέρριψαν εμφανώς τα ιδανικά εμφάνισης», έχουν «απολυθεί από τις δουλειές τους», στιγματίστηκαν από τους γνωστούς τους, οι οικογένειές τους τις αποφεύγουν, ενώ έχουν αναφερθεί ακόμη και «επιθέσεις εναντίον τους».
Χλωμό πρόσωπο, μάτια ορθάνοιχτα, σώμα νεανικό
Το αρχέτυπο, στο οποίο αρνούνται να υποταχθούν αυτές οι νεαρές γυναίκες, είναι αυτό που παρατήρησε η Χου όταν έφτασε για πρώτη φορά στη Σεούλ: πρόσωπο χλωμό, μάτια ορθάνοιχτα, σώμα αιώνια νεανικό και εξαιρετικά λεπτό. Να σημειωθεί ότι τα περισσότερα καταστήματα ενδυμάτων στην Κορέα έχουν μόνο ένα μέγεθος, το «free», που αντιστοιχεί στο μέγεθος 2 των ΗΠΑ, το αγγλικό 6 και το ευρωπαϊκό 32. Σχολιαστές υποθέτουν συχνά ότι αυτό το ιδανικό οφείλεται στον ιμπεριαλισμό του δυτικού πολιτισμού, στην πραγματικότητα, όμως, προέρχεται από τις παραδόσεις της χώρας.
Οι πιο ανοιχτόχρωμες επιδερμίδες -ανέκαθεν προνόμιο των μελών της ανώτερης τάξης που δεν ήταν υποχρεωμένη να δουλεύει- θεωρούνταν πολύτιμες στην Κορέα, τουλάχιστον από την περίοδο Κοντζοσάν (η οποία τελείωσε το 108 π.Χ.). Ομοίως, γράφει η Χου, η δημοφιλής διαδικασία διεύρυνσης των ματιών που «οδήγησε στην εξάπλωση της βιομηχανίας της πλαστικής χειρουργικής τη δεκαετία του 1990 οφείλεται σε κοντινές επιρροές, όπως η κινέζα ηθοποιός Λιού Σουέ-Χουά» (γνωστή και ως ΛιΑν Λου) και η κορεάτισσα σταρ του κινηματογράφου Χουάνγκ Σιν-χιε. Περίπου το 50% των Κορεατών γεννιούνται με διπλά βλέφαρα και όσοι προχωρούν σε χειρουργική επέμβαση για να τα επιδιορθώσουν, δεν στοχεύουν να φαίνονται σαν Δυτικοί αλλά να μιμηθούν τους «άλλους Ασιάτες της Απω Ανατολής» (η έμφαση είναι της Χου).
Οποιες κι αν είναι οι ρίζες της εμφάνισης που έχει γίνει της μόδας, για την επίτευξή της απαιτείται ένας τεράστιος όγκος «δουλειάς για την εμφάνιση» λέει η Χου. Οι διατροφικές διαταραχές είναι ανεξέλεγκτες και η πλαστική χειρουργική ευρέως διαδεδομένη: «Μία στις τέσσερις κορεάτισσες μητέρες με κόρες μεταξύ 12 και 16 ετών έχει προτείνει πλαστική επέμβαση στις κόρες της», γράφει.
Παρατηρεί επίσης: «Αμερικανοί πλαστικοί χειρουργοί και δερματολόγοι επινόησαν τον όρο “Snapchat dysmorphia” για να περιγράψουν αυτό που συμβαίνει σε νεαρούς ασθενείς που θέλουν αισθητικές επιδιορθώσεις, ώστε να μοιάζουν περισσότερο με τις φιλτραρισμένες selfies», αλλά «οι κορεάτες χειρουργοί είπαν ότι το έκαναν αυτό σε ασθενείς τους εδώ και χρόνια, χωρίς ωστόσο να το παθολογοποιούν ως σύνδρομο», προσθέτει η Χου.
Το οικονομικό κόστος όλης αυτής της αυτοβελτίωσης είναι υψηλό -γυναίκες που συμμετέχουν στο κίνημα #EscapeTheCorset παραδέχθηκαν ότι ξόδευαν έως και 700 δολάρια το μήνα σε προϊόντα ομορφιάς πριν απαρνηθούν την επικρατούσα κουλτούρα- ενώ το συναισθηματικό κόστος είναι αναμφίβολα ακόμη πιο μεγάλο. Ωστόσο, με εξαίρεση μερικές τολμηρές αποστάτριες, οι περισσότερες Κορεάτισσες συνεχίζουν την απολέπιση και την ενυδάτωση με στρατιωτική πειθαρχία.
Σε κάποιο βαθμό, είναι πιασμένες στα δίχτυα του μάρκετινγκ: η Χου παραδέχεται με αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια ότι ακόμη και αυτή, μια ξεκάθαρη αντίπαλος της «καταναλωτικής ομορφιάς», μερικές φορές γοητεύεται από τις πιο λαμπερές υποσχέσεις της. Λέει ακόμη ότι, ως επί το πλείστον, οι Κορεάτισσες επιμένουν στις εξαντλητικές τους δίαιτες επειδή δεν είναι ανόητες: Καταλαβαίνουν ότι η συμμόρφωση με τα ισχύοντα πρότυπα είναι μια ορθολογική απάντηση στα κίνητρα στο πλαίσιο των οποίων ζουν και εργάζονται.
Αμερικανίδα με γονείς μετανάστες από την Κίνα και την Ταϊβάν, η Ελίζ Χου «μπορούσε να νιώσει το βάρος της προσδοκίας που βιώνουν οι Ασιάτισσες και ταυτόχρονα να ξεφύγει από αυτό μερικές φορές». Αλλά οι Κορεάτισσες φίλες της δεν ήταν τόσο τυχερές. Μια γυναίκα εξήγησε ότι έκανε χειρουργική επέμβαση στο σαγόνι επειδή «δεν πίστευε ότι είχε πραγματικά επιλογή». Η Χου παραδέχεται ότι μάλλον είχε δίκιο.
Με δεδομένη την αδιάλλακτη κριτική της για την κορεατική κουλτούρα της ομορφιάς, θα περίμενε κανείς από την Ελίζ Χου να απορρίψει εντελώς την «δουλειά εμφάνισης». Αλλά δεν το κάνει. Αντίθετα, γράφει στην Washington Post η Μπέκα Ρόθφιλντ, έχει μια πιο φρέσκια και ενδιαφέρουσα προσέγγιση, υπενθυμίζοντάς μας ότι η επιβολή ενός προσωπικού στυλ έχει χρησιμεύσει συχνά σαν μια μορφή επανάστασης.
Τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, τα «Modern Girls» της Κορέας ήταν τα αντίστοιχα των «Flappers»: «έκοψαν κοντά τα μαλλιά τους» και «ξεφορτώθηκαν τα παραδοσιακά ρούχα», αμφισβητώντας τον τρόπο με τον οποίο «παρουσιάζονταν οι ταξικές διακρίσεις της κορεατικής κοινωνίας στα γυναικεία ρούχα και τα στολίδια» και αγκαλιάζοντας τη «ρευστότητα της ταυτότητας που διαφορετικά δεν θα απολάμβαναν». Μισό αιώνα αργότερα, όταν η στρατιωτική δικτατορία της χώρας προσπάθησε να εξαφανίσει τους οπτικούς δείκτες ατομικότητας, οι γυναίκες που αναγκάζονταν να εργάζονται «με στολές τις οποίες επέβαλε η κυβέρνηση με υφάσματα μαζικής παραγωγής» διεκδίκησαν την αυτονομία τους φορώντας λαμπερό μακιγιάζ.
Ωστόσο η Χου δεν διατηρεί την πίστη της στην ομορφιά μόνο λόγω του πολιτικού της δυναμικού. Την απολαμβάνει επίσης επειδή ο καλλωπισμός είναι από μόνος του μια πηγή ευχαρίστησης, ένα μέσο για να αναγνωρίσουμε ότι μας βλέπουν και να σεβόμαστε τους ανθρώπους που μας βλέπουν. Το «Flawless» τελειώνει με μια αντίστοιχα διφορούμενη νότα. Η Χου παραδέχεται ότι οι «τελετουργίες του σώματος» μπορεί να είναι «φροντιστικές και εγγενώς ανθρώπινες», και ότι επιτρέπουν τον «πειραματισμό και την έκφραση». Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου της αποκαλύπτει τις μη επανορθώσιμες αδυναμίες των τελετουργιών του σώματος, που κυριαρχούν σήμερα.
Αν τα μέλη του κινήματος #EscapeTheCorset συμμετέχουν σε «γενική απεργία ενάντια στην αισθητική εργασία», όπως σοφά γράφει στο «Flawless», ποια ακριβώς είναι τα αιτήματά τους; Οι περισσότεροι εργάτες που απεργούν δεν στοχεύουν στην κατάργηση του χώρου εργασίας αλλά στη μεταρρύθμισή του. Πώς μπορεί, λοιπόν, η ομορφιά να ξαναγραφτεί έτσι ώστε να ελευθερώνει αντί να δεσμεύει; Τι θα ζητήσουν οι γυναίκες όταν επιτέλους θα έχουν την ευκαιρία να διαπραγματευτούν για καλύτερους όρους;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News