Δύο ιρανές δημοσιογράφοι που αποκάλυψαν τη δολοφονία της Μαχσά Αμινί από την αστυνομία των ηθών, τον περασμένο Σεπτέμβριο, δικάζονται ενώπιον «Επαναστατικού» Δικαστηρίου στην Τεχεράνη.
Οι Νιλουφάρ Χαμεντί και Ελαχέχ Μοχαμάντι κατηγορούνται για «συνεργασία με την εχθρική κυβέρνηση των ΗΠΑ» και «προπαγάνδα κατά του κατεστημένου».
Ο σύζυγος της Χαμεντί δήλωσε ότι η δίκη της ξεκίνησε στην Τεχεράνη την Τρίτη, μία ημέρα μετά την έναρξη της δίκης της Μοχαμέντι.
Οι δημοσιογράφοι αρνούνται τις κατηγορίες και τονίζουν ότι απλώς έκαναν τη δουλειά τους.
Οι ιρανικές αρχές έχουν συλλάβει τουλάχιστον 75 δημοσιογράφους από τότε που μαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις σάρωσαν τη χώρα μετά το θάνατο της Αμινί, σύμφωνα με τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα (RSF). Δεκαεπτά από αυτούς, μεταξύ των οποίων η Χαμεντί και η Μοχαμάντι, εξακολουθούν να βρίσκονται στη φυλακή.
Η Αμινί πέθανε στο νοσοκομείο της Τεχεράνης στις 16 Σεπτεμβρίου, τρεις ημέρες αφότου συνελήφθη από την αστυνομία ηθών επειδή φέρεται να φορούσε το χιτζάμπ της «λάθος».
Μάρτυρες δήλωσαν ότι η 22χρονη Ιρανή κουρδικής καταγωγής ξυλοκοπήθηκε κατά τη διάρκεια της κράτησης, ενώ οι αρχές απέδωσαν τον θάνατό της σε «αιφνίδια καρδιακή ανεπάρκεια».
Η Χαμεντί, μία 30χρονη δημοσιογράφος της εφημερίδας Sharq, φωτογράφισε τον πατέρα και τη γιαγιά της Αμινί να αγκαλιάζονται την ημέρα της κηδείας. Ανέβασε τη φωτογραφία στο Twitter με τη λεζάντα: «Το μαύρο φόρεμα του πένθους έχει γίνει η εθνική μας σημαία».
Η Μοχαμάντι, μια 35χρονη δημοσιογράφος της εφημερίδας Hammihan, δημοσίευσε ένα ρεπορτάζ σχετικά με την κηδεία της Αμινί στη γενέτειρά της Σαγέζ. Σε αυτό, περιέγραφε πώς εκατοντάδες πενθούντες φώναζαν «γυναίκα, ζωή, ελευθερία», το οποίο έγινε ένα από τα κύρια συνθήματα των διαδηλώσεων.
Οι δυνάμεις ασφαλείας συνέλαβαν την Χαμεντί στις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ η Μοχαμάντι συνελήφθη μια εβδομάδα αργότερα.
Οι εισαγγελείς αρνήθηκαν να παράσχουν στις οικογένειές τους και στους δικηγόρους τους πληροφορίες σχετικά με τις υποθέσεις εναντίον των δύο γυναικών, οι οποίες κρατούνταν σε άσχημες συνθήκες στις γυναικείες φυλακές Εβίν και Καρτσάκ της Τεχεράνης.
Στα τέλη Οκτωβρίου, το υπουργείο Πληροφοριών του Ιράν και η υπηρεσία πληροφοριών των Φρουρών της Επανάστασης εξέδωσαν ανακοίνωση με την οποία κατηγορούσαν την Χαμεντί και την Μοχαμάντι ότι εκπαιδεύτηκαν από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες για να υποδαυλίσουν ταραχές στο Ιράν.
Τον περασμένο μήνα, ο εκπρόσωπος του δικαστικού σώματος ανακοίνωσε ότι τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για «συνεργασία με την εχθρική κυβέρνηση της Αμερικής, συνωμοσία και συμπαιγνία για τη διάπραξη εγκλημάτων κατά της εθνικής ασφάλειας και προπαγάνδα κατά του κατεστημένου».
Τη Δευτέρα, ο δικηγόρος της Μοχαμάντι επιβεβαίωσε ότι παρακολούθησε την πρώτη συνεδρίαση της κεκλεισμένων των θυρών δίκης της στο Τμήμα 15 του Επαναστατικού Δικαστηρίου της Τεχεράνης, στο οποίο προεδρεύει ο διαβόητος δικαστής Αμπολκασέμ Σαλαβατί.
Ο δικηγόρος της, Σαχαμπεντίν Μιρλόχι, δήλωσε στη Hammihan ότι δεν του επιτρεπόταν να μιλήσει.
«Είχαμε σημαντικές και σοβαρές τυπικές ενστάσεις στην υπόθεση. Κατά την άποψή μας, το Επαναστατικό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία για την υπόθεση αυτή και θα πρέπει να εκδικαστεί σε αρμόδιο δικαστήριο με την παρουσία ενόρκων και κοινού».
Η δημοσιογράφος της Sharq, Μιλάντ Αλάβι, έγραψε στο Twitter ότι, «παραβιάστηκαν τα βασικά δικαιώματα (της Μοχαμάντι) και οι σαφείς νομικές απαιτήσεις. Γελοιοποίησαν τις έννοιες δικαστήριο και δίκαιη δίκη!».
Η δίκη της Χαμεντί ξεκίνησε την Τρίτη, σύμφωνα με τον σύζυγό της.
«Η Νιλουφάρ αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες εναντίον της και τόνισε ότι ενήργησε στο πλαίσιο του νόμου ως δημοσιογράφος και ότι δεν είχε προβεί σε καμία ενέργεια κατά της ασφάλειας του Ιράν», έγραψε στο Twitter ο Μοχάμαντ Χοσεΐν Ατζορλού.
Πρόσθεσε επίσης ότι δεν του επετράπη να είναι παρών κατά τη διάρκεια της δίωρης ακροαματικής διαδικασίας και ότι ο δικηγόρος της συζύγου του δεν είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει την υπεράσπισή του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News