Στην πρωινή ομίχλη, γυναίκες ντυμένες στα μαύρα και άντρες με ζοφερές εκφράσεις συγκεντρώνονται στο αιωνόβιο νεκροταφείο Σαγιέντα Ναφίσα του Καΐρου. Ομως δεν βρίσκονται εδώ για να θάψουν τους συγγενείς τους. Εχουν έρθει για να τους ξεθάψουν.
«Είναι διπλό το τραύμα», λέει η Ιμάν, κλαίγοντας, καθώς διευθύνει τις διαδικασίες. «Πρώτα η μητέρα μου –ο μέντορας μου– πέθανε πέρυσι. Τώρα ξεθάβω το φρέσκο σώμα της και τα λείψανα των παππούδων μου, τα βάζω σε σάκους και οδηγώ για να τα ξαναθάψω σε νέους τάφους στην έρημο».
Η ιστορία της Ιμάν δεν είναι ασυνήθιστη. Τα τελευταία δύο χρόνια, οι τοποθεσίες πολλών χιλιάδων τάφων στο «Ιστορικό Κάιρο», ένα μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της Unesco, έχουν ισοπεδωθεί. Περιλαμβάνουν και τη διάσημη «Πόλη των Νεκρών», αναφέρει εκτενές ρεπορτάζ του BBC.
Η «Πόλη των Νεκρών», ή «Νεκρόπολη του Καΐρου», είναι μια σειρά από τεράστιες νεκροπόλεις και νεκροταφεία της ισλαμικής εποχής στην πρωτεύουσα της Αιγύπτου. Εκτείνονται στα βόρεια και στα νότια της ακρόπολης του Καΐρου, κάτω από τους λόφους Μοκαττάν και έξω από τα ιστορικά τείχη της πόλης, καλύπτοντας μια περιοχή μήκους περίπου 6,5 χιλιομέτρων.
Η αιγυπτιακή κυβέρνηση εκκαθαρίζει μια ευρεία περιοχή για να δημιουργηθεί χώρος για νέους κεντρικούς δρόμους και αερογέφυρες, οι οποίες, όπως ισχυρίζεται, θα βελτιώσουν τη ροή της κυκλοφορίας στην τεράστια, συμφορημένη μεγαλούπολη, όπου ζουν περίπου 20 εκατομμύρια άνθρωποι.
Αυτά τα οικιστικά έργα θα συνδέσουν επίσης την καρδιά της πρωτεύουσας με ένα νέο διοικητικό κέντρο, που κατασκευάζεται 45 χιλιόμετρα ανατολικά – ένα εμβληματικό, μέγα-έργο που κοστίζει δισεκατομμύρια ευρώ.
Οι κατασκευές εντάσσονται στο πλαίσιο μιας προσπάθειας εκσυγχρονισμού της Αιγύπτου. Από τότε που ο Πρόεδρος Αμπντούλ Φάτα αλ-Σίσι ανέλαβε την εξουσία το 2014, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, συνολικά 7.000 χιλιόμετρα δρόμων και περίπου 900 γέφυρες και σήραγγες έχουν κατασκευαστεί σε όλη τη χώρα, με στρατιωτικούς εργολάβους να εκτελούν μεγάλο μέρος των έργων.
Οι αρχές επιμένουν ότι κανένα από τα πολλά καταγεγραμμένα μνημεία σε αυτό το παλιό τμήμα του Καΐρου –μερικά από τα οποία χρονολογούνται από τις αραβικές κατακτήσεις του 7ου αιώνα–, δεν έχει υποστεί ζημιά και ότι καταδεικνύεται ο απαιτούμενος σεβασμός στους πιο σημαντικούς τάφους.
«Δεν θα κάνουμε τίποτα για να βλάψουμε τους τάφους των ανθρώπων που θαυμάζουμε, ή εναντίον μνημειακών περιοχών. Χτίζουμε γέφυρες για να το αποφύγουμε», λέει ο πρόεδρος Σίσι. «Δεν πρέπει να προσφέρουμε επιχειρήματα σε όσους θέλουν να αμαυρώσουν τις προσπάθειές μας». Οι αξιωματούχοι του ισχυρίζονται ότι οι πληγέντες τάφοι είναι κυρίως του περασμένου αιώνα, και ότι δίνονται αποζημιώσεις στους συγγενείς των θανόντων.
Ωστόσο, υπήρξε δημόσια κατακραυγή για την απώλεια της πολύτιμης αρχιτεκτονικής και μιας μοναδικής πολιτιστικής κληρονομιάς σε έξι ιστορικά νεκροταφεία, όπου οι ευγενείς της Αιγύπτου είναι από καιρό θαμμένοι, συχνά σε φανταχτερούς μαρμάρινους τάφους, χαραγμένους με αραβική καλλιγραφία. Μέλη βασιλικών οικογενειών, διάσημοι ισλαμιστές λόγιοι, ποιητές, διανοούμενοι και εθνικοί ήρωες, δεν έχουν αφεθεί να αναπαυθούν εν ειρήνη.
Με τα κατάλευκα μαλλιά του και την επαγγελματική του κάμερα, ο δρ. Μουσταφά Ελ-Σαντέκ συνθέτει μια χαρακτηριστική φιγούρα που ψάχνει τα ερείπια των κατεδαφισμένων νεκροταφείων με νεαρούς εθελοντές. Είναι διακεκριμένος μαιευτήρας και καθηγητής πανεπιστημίου, που έχει μετατραπεί σε επιδρομέα μνημάτων.
«Λυπάμαι πολύ που βλέπω τους τάφους του Ιστορικού Καΐρου να αφαιρούνται. Μπορούμε να μάθουμε την ιστορία μας μέσα από τα νεκροταφεία», λέει ο δρ. Σαντέκ, ο οποίος προσπαθεί να σώσει ταφόπλακες και άλλα αντικείμενα τέχνης. «Είναι ανεκτίμητης αξίας. Πιστεύω ότι αυτοί οι θησαυροί πρέπει να σώζονται».
Αφηγείται πώς αυτό το μήνα έριξε μια φευγαλέα ματιά σε μια πέτρινη πλάκα, χτισμένη σε έναν γκρεμισμένο τοίχο, που περιείχε γκραβούρες σε κουφική γραφή, ένα πρώιμο στυλ αραβικής καλλιγραφίας, ενώ έκανε έρευνες και στο νεκροταφείο Ιμάμ Σαφέι, απέναντι από το Σαγιέντα Ναφίσα.
Η ομάδα του αφαίρεσε προσεκτικά την ταφόπλακα και βρήκε ότι είχε μια επιγραφή για μια γυναίκα που ονομαζόταν Ουμάμα, και χρονολογείται από τον 9ο αιώνα. Η επιτύμβια στήλη έχει πλέον παραδοθεί στο υπουργείο Τουρισμού και Αρχαιοτήτων, με την ελπίδα ότι θα εκτεθεί σε μουσείο.
Κάτω από διαδοχικά χαλιφάτα και μουσουλμανικές δυναστείες, οι νεκροί του Καΐρου έχουν ταφεί σε αυτό το τμήμα της πόλης, κάτω από τη χαμηλή περιοχή των λόφων Μουκάταμ. Στο παρελθόν, κάθε ευκατάστατη οικογένεια είχε το δικό της περιφραγμένο οικόπεδο με ένα μαυσωλείο σε καταπράσινο κήπο. Μερικές φορές προσθέτονταν και βοηθητικά κτίρια για να φιλοξενήσουν επισκεπτόμενους συγγενείς, ενώ κατά τα άλλα ήταν σπίτια για επιστάτες.
Με νεκροθάφτες και τυμβωρύχους και τις οικογένειές τους και, αργότερα, δεκάδες χιλιάδες φτωχούς Αιγύπτιους, να έρχονται για να ζήσουν ανάμεσα στους τάφους, η «Πόλη των Νεκρών» ειδικότερα ήρθε να στεγάσει μια ασυνήθιστη κοινότητα – η οποία τώρα απειλείται από τις αναδομήσεις.
Ορισμένοι κάτοικοι έχουν ήδη δεχθεί κυβερνητικές προτάσεις για να μετακομίσουν σε ενοικιαζόμενα διαμερίσματα που χτίστηκαν στα περίχωρα του Καΐρου. «Δυστυχώς, το Κάιρο θα χάσει μια πολύτιμη κληρονομιά», λέει η Γκαλιλά ελ-Καντί, μια αρχιτέκτονας που μελετά την «Πόλη των Νεκρών» και τους κατοίκους της, μαζί με άλλα ιστορικά νεκροταφεία, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Δεν δέχεται τα επιχειρήματα των κυβερνητικών υπουργείων για ένα νέο γενικό σχέδιο για το Κάιρο. «Δεν ξέρουν ποιο είναι το νόημα της κληρονομιάς, ποιο είναι το νόημα της ιστορίας», καταγγέλλει. «Αυτό είναι ένα περιβάλλον όπου όλοι οι προηγούμενοι ηγεμόνες έχουν διατηρήσει – από την αρχαιότητα ως και τη σύγχρονη εποχή».
Η Καντί προσπαθεί να σταματήσει τη διαδικασία, χωρίς αποτέλεσμα μέχρις στιγμής. Ακόμη και η προσέγγιση της στην Unesco δεν είχε αποτέλεσμα, αν και ο οργανισμός εξέφρασε την ανησυχία του ότι οι κατεδαφίσεις τάφων και η κατασκευή δρόμων θα μπορούσαν να έχουν «μεγάλο αντίκτυπο στον ιστορικό αστικό ιστό» της περιοχής.
Τα λείψανα της βασίλισσας Φαρίντα, συζύγου του βασιλιά Φαρούκ Α’, που ανατράπηκε με πραξικόπημα το 1952, μεταφέρθηκαν σε τζαμί μετά την καταστροφή του τάφου της. Επίσης κατεδαφίστηκε ο τάφος του Αμπντάλα Ζουντί, καλλιγράφου του 19ου αιώνα, του οποίου τα εξαίσια έργα κοσμούν τα δύο πιο σεβαστά τζαμιά του Ισλάμ στη Μέκκα και τη Μεδίνα.
Υπήρξαν κάποιες περιορισμένες νίκες των ακτιβιστών, όπως μια πρόσφατη εκστρατεία για τη διάσωση του τάφου του σπουδαίου Αιγύπτιου μυθιστοριογράφου και διανοούμενου του 20ου αιώνα, Τάχα Χουσεΐν, όταν ο τάφος του σημάνθηκε με κόκκινο «Χ» για κατεδάφιση.
Ωστόσο, οι συντηρητές επισημαίνουν ότι η ακεραιότητα της περιοχής χάνεται, επειδή οι τάφοι και τα μνημεία που έχουν απομείνει θα βρίσκονται θαμμένα στο υπέδαφος, ή θα περιτριγυρίζονται από νέους δρόμους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News