To «Whole Lotta Love» το έγραψαν ο Τζον Μπόναμ, ο Τζίμι Πέιτζ, ο Τζον Πολ Τζόουνς και ο Ρόμπερτ Πλαντ, οι Led Zeppelin δηλαδή, το 1969. Ηταν το πρώτο κομμάτι από τον δεύτερο δίσκο τους, το «Led Zeppelin ΙΙ», και το τραγούδι με ένα από τα καλύτερα, αν όχι το καλύτερο, ριφ κιθάρας όλων των εποχών –από τον Πέιτζ, φυσικά– και τη φωνάρα του Πλαντ στα ντουζένια της, ήταν και παραμένει αξεπέραστο σε σύνθεση και εκτέλεση. ‘Η… σχεδόν αξεπέραστο.
Οταν έβαλα να ακούσω για πρώτη φορά τη διασκευή του Αϊκ Τέρνερ, με τη φωνή της τότε συζύγου του Τίνα, ήμουν δύσπιστη· δύσπιστη είμαι πάντα σε διασκευές πραγμάτων, πολλώ δε μάλλον «αξεπέραστων».
Η Τίνα δεν φτάνει ούτε από απόσταση τη φωνή του Πλαντ, που πάει έτσι κι αλλιώς πολύ πιο ψηλά από τη δική της· δεν προσπαθεί καν. Ο Αϊκ έχει χαμηλώσει τον ρυθμό του κομματιού από τα αρχικά 92 bpm και έχει αντικαταστήσει τις κιθάρες και τα ξερά, καταιγιστικά ντραμς με ένα βαθύ σόουλ μπάσο, πνευστά και κρουστά.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια συγκλονιστική διασκευή. Οχι επειδή είναι καλύτερο από το αρχικό –δεν είναι–, αλλά επειδή η Τίνα Τέρνερ βγάζει τόσο πάθος, που σε κολλάει εκεί που κάθεσαι. Αυτό που έκανε πάντα δηλαδή.
Δεν υπήρξε ποτέ η ομορφότερη ούτε η καλύτερη σόουλ φωνή, ούτε η συγκλονιστικότερη περφόρμερ, ούτε τίποτε απ’ όλα αυτά. Αυτό που υπήρξε είναι μια γυναίκα με ασταμάτητη ενέργεια και πάθος. Τόσο πάνω στη σκηνή όσο και εκτός. Μια γυναίκα που μπορούσε να επανεφευρίσκει τον εαυτό της ξανά και ξανά, κυρίως μέσα από τη μουσική, αλλά όχι μόνο. Αλλά και μια γυναίκα που δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει από το παρελθόν της, όσο κι αν προσπάθησε.
To 1981, όταν ακόμη το #ΜeΤoo και τα συναφή δεν υπήρχαν ούτε στα όνειρά μας, η Τέρνερ είχε δώσει μια συνέντευξη στην οποία μίλησε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για την κακοποίηση και το ξύλο που έτρωγε από τον Αϊκ. Οι δυο τους παντρεύτηκαν το 1962, έκαναν τέσσερα παιδιά και αρκετές επιτυχίες, και χώρισαν το 1978.
Παραδόξως, ή ίσως και όχι, αυτή η κακοποιητική σχέση ήταν που έκανε την Τίνα Τέρνερ σταρ. Ισως περισσότερο και από τη μουσική, ήταν αυτό που τη σημάδεψε και την ακολούθησε σε όλη της τη ζωή.
Πράξη πρώτη: Η 17χρονη τότε Αννα Μέι Μπούλοκ βλέπει τον Αϊκ στη σκηνή σε ένα κλαμπ του Σεν Λούις. «Εμεινα ακίνητη», θα πει αργότερα. Τον παρακαλεί να την ακούσει να τραγουδάει, είναι το όνειρό της και το εισιτήριό της για να ξεφύγει από τη φτώχεια και τη μιζέρια και την απόρριψη που έτρωγε από τη μαμά της, που «δεν με ήθελε ποτέ». Ο Αϊκ δεν ασχολείται, αλλά λίγο καιρό αργότερα εκείνη τον αναγκάζει να την ακούσει, αρπάζοντας κυριολεκτικά το μικρόφωνο πάνω στη σκηνή, σε ένα άλλο κλάμπ.
Μια ταλαντούχα πιτσιρίκα και ένας έμπειρος μουσικός, μια ανασφαλής έφηβη και ένας χειριστικός άντρας. Πόσο δύσκολο ήταν να «κουμπώσουν»; Η ιστορία αρχίζει κάπως έτσι και συνεχίζεται με την πρώτη νύχτα του γάμου τους, όταν εκείνος την πήγε σε έναν οίκο ανοχής για να παρακολουθήσουν ένα σεξ σόου, το ξύλο που έτρωγε ακόμη και έγκυος, τους καυτούς καφέδες που της πέταγε, και τα λοιπά. Σύμφωνα με την ίδια, όλα αυτά. Ο Αϊκ, μέχρι τον θάνατό του, το 2007, αρνείτο κατηγορηματικά όσα του καταλόγισε η Τίνα και έλεγε ότι όλο αυτό δεν είναι παρά «ένα κόλπο δημοσιότητας».
Δύσκολο να ήταν ψέματα όλα αυτά, υπήρχαν και μάρτυρες, εξάλλου, που επιβεβαίωσαν ότι ο Αϊκ ήταν «βάναυσος» μαζί της. Χρόνια αργότερα, είπε ότι «ήταν παγιδευμένη στη σχέση και τον φοβόταν τρομερά». Με τα πολλά, η Τέρνερ τον χωρίζει και προχωράει μόνη της.
Πράξη δεύτερη: Χωρίς τον κακοποιητικό μέντορα και σύζυγο, η Τίνα συνεχίζει, κάνοντας κάποιες εμφανίσεις στο Λας Βέγκας και στην τηλεόραση. Μέχρι που, το 1981, αποφασίζει να τα πει όλα σε μια συνέντευξη. Ηταν διστακτική. Οχι πλέον επειδή φοβόταν τον Αϊκ, αλλά μήπως καταστραφεί η καριέρα της. Ρώτησε το προσωπικό της μέντιουμ αν έπρεπε να το κάνει. Εκείνη της απάντησε: «Να τα φέρεις όλα στο φως, θα βοηθήσει».
Η συνέντευξη κάνει πάταγο και η καριέρα της απογειώνεται ξανά. Οι αποκαλύψεις της, όμως, τη στιγματίζουν. Η ίδια νόμιζε ότι μιλώντας θα «ξόρκιζε» το παρελθόν, αλλά συνέβη ακριβώς το αντίθετο: Το παρελθόν άρχισε να την καταδιώκει, καθώς δεν υπήρχε πλέον δημόσια εμφάνισή της που να μην συνοδεύεται από ερωτήσεις για όσα της συνέβησαν. Το 1986 έγραψε την πρώτη αυτοβιογραφία της, «για να ξεφορτωθώ τους επίμονους δημοσιογράφους, δίνοντας μόνη μου τις απαντήσεις που ήθελαν».
Δεν τα κατάφερε και η ταμπέλα της «κακοποιημένης γυναίκας» παρέμεινε μαζί της. Το 1993 ένα αυστραλέζικο τηλεοπτικό δίκτυο της κάνει ζωντανή συνέντευξη και ξαφνικά βγαίνει στον αέρα μια προηχογραφημένη συνέντευξη του Αϊκ, στην οποία αυτός αρνείται τα πάντα. Της ζητούν να σχολιάσει. «Θα με βάλετε να τσακωθώ με τον Αϊκ Τέρνερ μέσω δορυφόρου; Οχι, δεν θα το κάνω», απαντά εκείνη. Τα ίδια επαναλαμβάνονται, με παραλλαγές, σχεδόν όπου κι αν εμφανίζεται.
Η Οπρα Γουίνφρεϊ λέει ότι μια συνάντηση με την Τίνα την έκανε να εγκαταλείψει κι εκείνη τον πολύ κακοποιητικό σύζυγό της και κάνει την Τέρνερ παγκόσμια «σημαία» της γυναικείας κακοποίησης. Η ίδια η Τέρνερ συνεχίζει να προσπαθεί να ξεφύγει από το παρελθόν της και το 2018 γράφει μια δεύτερη αυτοβιογραφία, στην οποία μιλάει πολύ για την αγάπη που βρήκε στο πρόσωπο του δεύτερου συζύγου της, του ηθοποιού και παραγωγού Εντουιν Μπαχ, αλλά και πώς αντεπεξήλθε στην αυτοκτονία του γιου της, Κρεγκ.
Η Τίνα Τέρνερ ήθελε να είναι μια ευτυχισμένη γυναίκα. Το «φώναζε» με κάθε τρόπο και με κάθε νότα και με κάθε της κίνηση. Ο κόσμος, όμως, δεν την άκουγε. Ηθελε από αυτήν να είναι ένα αιώνιο «θύμα κακοποίησης», μια επιζήσασα, ένα σύμβολο. Αναμφίβολα βοήθησε πολλές γυναίκες λέγοντας την ιστορία της, όμως η ίδια το μόνο που ήθελε είναι να τα αφήσει όλα αυτά πίσω της. Δεν της το επέτρεψαν –δεν της το επιτρέψαμε– ποτέ.
Από την Τετάρτη που πέθανε, ο Τύπος και τα social έχουν γεμίσει με ιστορίες για την κακοποίησή της. Οπως και τούτη εδώ.
Εγώ θα ήθελα να ήξερε ότι το κείμενο μού το ζήτησε ο 17χρονος, «για την Τίνα να γράψεις», μου είπε. «Ξέρεις την Τίνα;», ρώτησα έκπληκτη. «Τινάρα, σύμβολο», μου απάντησε.
Εχουν νόημα οι θυσίες, Τίνα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News