Τα δομικά προβλήματα της προεκλογικής στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ είχαν διαφανεί εδώ και μήνες. Υστερούσε στην ατζέντα της Οικονομίας, έχοντας μείνει προσκολλημένος σε διάφορες ταξικές συνταγές του παρελθόντος. Υπολειπόταν στη διαχείριση κρίσεων, τόσο στο πολιτικό πεδίο, όσο και σε αυτό των εκτάκτων αναγκών- με την τραγωδία στο Μάτι να παραμένει χαραγμένη στη μνήμη, όχι τόσο για τις επιχειρησιακές, αλλά κυρίως για τις επικοινωνιακές επιλογές. Εγκλωβίστηκε στην «παγίδα» της απλής αναλογικής- όχι μόνο επειδή ο ίδιος πίεσε για την εφαρμογή της, αλλά πολύ περισσότερο επειδή δεν είχε ένα υπαρκτό μετεκλογικό σενάριο διακυβέρνησης. Ο Αλέξης Τσίπρας καλούσε αρχικά σε κυβέρνηση συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα. Εν συνεχεία εμφανίστηκε ανοικτός σε σχήμα ανοχής, άρα σε κυβέρνηση ηττημένων- όλα αυτά όμως διέπονταν από ένα βασικό πρόβλημα: δεν έβγαιναν οι αριθμοί.
Υπάρχει, όμως, και μια κρίσιμη παράμετρος την οποία, παρότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης προέτασσε στον προεκλογικό λόγο του, στη δημόσια συζήτηση έμεινε σε δεύτερο πλάνο. Και αυτή δεν είναι άλλη από την ατζέντα της ασφάλειας και των εθνικών θεμάτων, η οποία λειτούργησε αναφανδόν υπέρ της Νέας Δημοκρατίας.
Η εξέλιξη αυτή θα πρέπει να ενταχθεί στην ευρύτερη κατεύθυνση που κινούνται οι δυτικές κοινωνίες. Ακόμα και πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ειδικότερα όμως μετά την 24η Φεβρουαρίου 2022, είναι σαφές ότι η έννοια του εθνικού κράτους και όσων αυτό σημαίνει λαμβάνει ξανά πρωταρχικό ρόλο για τους πολίτες. Ο πρώτος πόλεμος που ξέσπασε στην Ευρώπη μετά το 1945, καθώς και όλα όσα αυτός σήμαινε για την καθημερινότητα των πολιτών, ήρθαν να προστεθούν στη μεταναστευτική κρίση, στην ανάπτυξη όλο και περισσότερων αναθεωρητικών αφηγημάτων, αλλά και στην εν γένει αμφισβήτηση των διακρατικών θεσμών.
Δεν είναι μόνο ότι οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ διακρίνονται από διαπιστωμένο έλλειμμα σε αυτά τα ζητήματα. Είναι ότι, όπως αποδείχθηκε, η Νέα Δημοκρατία έπεισε ότι μπορεί να αντεπεξέλθει παραπάνω από ικανοποιητικά στις εθνικές προκλήσεις της νέας εποχής. Κι όχι μόνο αυτό. Φαίνεται ότι ακόμα και στα ζητήματα της σκληρής ιδεολογίας κράτησε το στενό δεξιό πυρήνα της στη δική της κάλπη. Το κυβερνών κόμμα δεν απώλεσε σχεδόν τίποτα προς τα δεξιά- κάτι που ήταν ένας από τους μεγαλύτερους φόβους του επιτελείου Μητσοτάκη, ειδικά όταν εμπεδώθηκε ότι η Νέα Δημοκρατία δεν χάνει προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός τήρησαν μια πολύ καθαρή στάση στο Ουκρανικό- μια στάση η οποία επικρίθηκε σκληρότατα, κυρίως στο θέμα της στρατιωτικής βοήθειας, με τις εκτιμήσεις να υποδεικνύουν μεγάλες απώλειες ειδικά στη Μακεδονία. Ούτε αυτές οι εκτιμήσεις επιβεβαιώθηκαν. Ο Μητσοτάκης επικρίθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ ότι κατέστησε τη χώρα «προπύργιο της Δύσης». Μόνο που ο Μητσοτάκης το έκανε αυτό συνειδητά- η ταύτιση των ελληνικών συμφερόντων με το ΝΑΤΟ αποτέλεσε στρατηγική επιλογή της Αθήνας.
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να τοποθετηθούν τόσο η πενταετής ανανέωση της αμυντικής συμφωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείας, όσο και η υπογραφή της αντίστοιχης συμφωνίας με τη Γαλλία. Στο ίδιο πεδίο πρέπει να προστεθούν οι προμήθειες των γαλλικών Rafale και των φρεγατών Μπελαρά, καθώς και οι κινήσεις για την αγορά των F-35.
Κοινός και ισχυρότερος παρονομαστής στην ατζέντα της εθνικής ασφάλειας είναι, βέβαια, η αντιμετώπιση της τουρκικής αναθεωρητικής στρατηγικής κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών. Όχι απλώς στη θεωρία, αλλά και στην πράξη. Η Ελλάδα απέκρουσε με μεγάλη επιτυχία τον Μάρτιο του 2021 μια άτυπη εισβολή χιλιάδων μεταναστών από τα ανατολικά της σύνορα. Και δεν έμεινε εκεί, αλλά ενίσχυσε τον φράχτη στον Έβρο – ένα θέμα το οποίο είναι βέβαιο ότι στον ΣΥΡΙΖΑ θέλουν πλέον να ξεχάσουν ή μάλλον θα εύχονται να το είχαν χειριστεί αλλιώς. Ομοίως συνέβη και στην Ανατολική Μεσόγειο κατά τη διάρκεια της κρίσης του καλοκαιριού του 2020. Οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις δήλωσαν παρούσες και εκτέλεσαν το αποτρεπτικό καθήκον τους.
Ο Μητσοτάκης κυριάρχησε και στο πεδίο των συμβόλων, τόσο κραδαίνοντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα την εθνική ατζέντα, όσο και κυρίως δια της διεθνούς παρουσίας του και δη αυτής στο αμερικανικό Κογκρέσο – μια ομιλία η οποία επικοινωνήθηκε εκείνη την εποχή περισσότερο από κάθε τι άλλο. Και φαίνεται ότι λειτούργησε πολύ θετικά, κυρίως στο ηθικό των Ελλήνων, την ίδια ώρα που η διεθνοποίηση της τουρκικής προκλητικότητας στις μεγάλες δυτικές πρωτεύουσες κεφαλαιοποιούνταν όλο και περισσότερο. Μπορεί η γενικότερη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γερμανίας έναντι της Τουρκίας να μην έχει αλλάξει άρδην, παρόλα αυτά όμως οι στρατηγικές επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης επιβραβεύονται- ή τουλάχιστον θεωρούνται επαρκέστερες από αυτές του ΣΥΡΙΖΑ.
Το αίτημα της σταθερότητας ήταν κυρίαρχο στις κάλπες της 21ης Μαΐου. Και η σταθερότητα μιας χώρας –είτε η κοινωνική, είτε η πολιτική, είτε η οικονομική– εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την ασφάλεια – έναν ακόμα τομέα στον οποίο κυριάρχησε η πολιτική της Νέας Δημοκρατίας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News