Η υπόσχεση ενός «Τουρκικού Αιώνα» ήταν ένα από τα μεγάλα συνθήματα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ενόψει των προεδρικών και κοινοβουλευτικών εκλογών, που θα διεξαχθούν στην Τουρκία την Κυριακή. Ο λόγος είναι προφανής: σε λιγότερο από έξι μήνες η Türkiye Cumhuriyeti, η Δημοκρατία της Τουρκίας, όπως αποκαλείται επίσημα η χώρα, πρόκειται να γιορτάσει την πρώτη εκατονταετηρίδα της ίδρυσής της υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ, την 29η Οκτωβρίου του 1923. Και σύμφωνα με τον Χιου Πόουπ, νυν συγγραφέα με ειδίκευση στην Τουρκία και πρώην ανταποκριτή στη χώρα επί μία τριακονταετία, ο Κεμάλ Ατατούρκ είναι ο πραγματικός αντίπαλος του Ερντογάν. Αυτόν ανταγωνίζεται, αυτόν επιδιώκει να ξεπεράσει ο πρόεδρος της Τουρκίας.
«Από τότε που κέρδισε την εξουσία, το 2002, ο Ερντογάν έχει σίγουρα αποδειχθεί ο πιο αποτελεσματικός και με τη μεγαλύτερη επιρροή τούρκος ηγέτης μετά τον Ατατούρκ. Εχει παραμείνει στην εξουσία περισσότερο από οποιονδήποτε, απέδειξε ότι είναι ικανός πολιτικός και πρωτοστάτησε στην κατασκευή κολοσσιαίων έργων υποδομής, μεταξύ των οποίων τεράστιες γέφυρες, γιγάντια αεροδρόμια, σιδηρόδρομοι υψηλής ταχύτητας – καθώς και ένα παλάτι 1.100 δωματίων για τον εαυτό του», θυμίζει ο Πόουπ σε εκτενές κείμενό του στο Politico.
Προβληματίζεται, ωστόσο, αν όλα όσα έκανε ως απόλυτος ηγέτης της Τουρκίας τα τελευταία περισσότερα από 20 χρόνια ο Ερντογάν είναι αρκετά ούτως ώστε να τον απαλλάξουν, να τον θεραπεύσουν από αυτό που οι κοσμικοί πολίτες της Τουρκίας χαρακτηρίζουν ως «φθόνο για τον Ατατούρκ».
«Μπορεί η κληρονομιά του Ερντογάν να επισκιάσει εκείνη του ξεχωριστού απελευθερωτή ήρωα της Τουρκίας; Και σε τι βαθμό σχετίζεται αυτό με το όραμα του Ατατούρκ για απόλυτη κοσμικότητα έναντι της λαχτάρας του Ερντογάν να επανατοποθετήσει τις ρίζες του έθνους του στο Ισλάμ;», διερωτάται ο Πόουπ στην ανάλυσή του, σημειώνοντας πως τα ερωτήματα που θέτει θα απαντηθούν σε μεγάλο βαθμό το βράδυ της ερχόμενης Κυριακής, με τον νικητή και μελλοντικό ηγέτη της Τουρκίας να είναι αυτός που θα θέσει τις βάσεις και θα καθορίσει τον τόνο του επόμενου «τουρκικού αιώνα».
Κάνοντας λόγο για «μάχη των αιώνων» ο συγγραφέας και δημοσιογράφος με ειδίκευση στην Τουρκία αναφέρει πως, ενώ τα όποια μεγάλα επιτεύγματα του Ερντογάν είναι ευρέως γνωστά (εν μέρει επειδή τα διατυμπανίζει ο ίδιος), συχνά λησμονείται πώς αξιολογούνται σε σύγκριση με την πορεία που διήνυσε η νεαρή τουρκική Δημοκρατία υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ μετά το 1923.
Αναφερόμενος στην πρώιμη καριέρα του Ατατούρκ, αναγνωρίζει ότι πολύ δύσκολα θα μπορούσε να τον ξεπεράσει κάποιος. Θυμίζει ότι ως υψηλόβαθμος στρατιωτικός και αργότερα ως αρχιστράτηγος ηγήθηκε στα περισσότερα από τα μέτωπα όπου Βρετανοί, Γάλλοι, Ιταλοί, Ρώσοι, και Ελληνες πολέμησαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία την περίοδο 1908-1923, από τη Λιβύη έως την Καλλίπολη, την ανατολική Τουρκία, την Παλαιστίνη και τη Συρία.
Παρά τις αντιξοότητες, ο Ατατούρκ «σφράγισε την ηρωική του φήμη στην εγχώρια σκηνή μετά το 1919, συλλαμβάνοντας, οργανώνοντας και καθοδηγώντας προσωπικά την αντίσταση σε εσωτερικούς και εξωτερικούς αντιπάλους που προσπαθούσαν να διασπάσουν τη χώρα σε κομμάτια υπό την κυριαρχία των ξένων, σύμφωνα με την καταδικασμένη να αποτύχει Συνθήκη των Σεβρών. Ηταν η σιδερένια θέλησή του που ανάγκασε τις μεγάλες δυνάμεις να αναγνωρίσουν τη νέα Δημοκρατία της Τουρκίας στη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, χαράσσοντας τα σύνορά της –ακόμα και διαφωνώντας σε ορισμένες λεπτομέρειες– και εμμένοντας σε αυτά», συνοψίζει ο Πόουπ.
Η πρώτη πρόκληση που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Ατατούρκ μετά την ίδρυση της Δημοκρατίας της Τουρκίας «ήταν ο τραυματισμένος και εξαθλιωμένος πληθυσμός της», καθώς οι Ελληνες και οι Αρμένιοι, που συχνά αποτελούσαν την πλειονότητα στις οθωμανικές πόλεις, είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη Μικρά Ασία με πολέμους, ανταλλαγές πληθυσμών και σφαγές. Στη θέση τους ήρθαν τούρκοι μουσουλμάνοι, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα παλιά τους σπίτια στις απομακρυσμένες επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Στοχεύοντας στην επανεκκίνηση της χώρας, ο Ατατούρκ «δημιούργησε μια νέα κουλτούρα για αυτόν τον νέο λαό, ειδικά για εκείνους που ένιωθαν ότι βρέθηκαν σε έναν νέο τόπο», σημειώνει ο Πόουπ. Σε αυτό το πλαίσιο, μια αυτοκρατορία μετατράπηκε σε δημοκρατία, τα οθωμανικά τουρκικά εκκαθαρίστηκαν από αραβικές και περσικές λέξεις και υιοθετήθηκε η λατινική γραφή και το Ισλάμ έπαψε να αποτελεί την πρωταρχική πηγή της εθνικής ταυτότητας στο όνομα μιας απόλυτης κοσμικότητας, με την Αγία Σοφία να μετατρέπεται, έπειτα από αιώνες που λειτουργούσε ως τζαμί, συμβολικά σε μουσείο.
Καθώς οι Τούρκοι μάθαιναν τα αστικά επαγγέλματα και τις τέχνες των Ελλήνων και των Αρμένιων, ο Ατατούρκ επεδίωξε και την εκβιομηχάνιση της Τουρκίας. Η πρόοδος, ωστόσο, ήταν αργή –εν μέρει επειδή τη δεκαετία του 1930 είχαν πέραση ο μιλιταρισμός, ο κρατικός έλεγχος και η εθνική κυριαρχία–, με αποτέλεσμα έως τη δεκαετία του 1980 η Τουρκία να εξάγει φουντούκια και ξερά σύκα.
Τάχιστος υπήρξε, αντιθέτως, ο εξευρωπαϊσμός (συνώνυμο τότε του εκσυγχρονισμού) της χώρας, καθώς η κυβέρνηση υιοθέτησε διαδοχικά σχεδόν πιστά αντίγραφα του ελβετικού οικογενειακού κώδικα, του γερμανικού εμπορικού κώδικα, του ιταλικού ποινικού κώδικα και του γαλλικού αστικού κώδικα.
Αλλά αυτή η απότομη ρήξη με το παρελθόν υπήρξε βασανιστική για πάρα πολλούς που εξακολουθούσαν να ευνοούν τις ισλαμικές παραδόσεις, κυρίως τους συντηρητικούς, ευσεβείς κατοίκους της Μικράς Ασίας, που δεν είχαν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν. Δεδομένης της απογοήτευσής τους, μετά τη δεκαετία του 1950 άρχισαν να εμφανίζονται πολιτικά ρεύματα που διεκδικούσαν την ψήφο τους και ενδυναμώνονταν σταδιακά, καθώς ορδές ανθρώπων συνέρρεαν στις πόλεις για να εργαστούν, υποστηρίζοντας τους πολιτικούς μέντορες του Ερντογάν και αργότερα τον ίδιο τον Ερντογάν.
«Ηταν το “άνοιγμα” της Τουρκίας που εφάρμοσε ο πρωθυπουργός Τουργκούτ Οζάλ μετά το 1983, που έθεσε στη συνέχεια τη βάση για πολλές από τις πραγματικές διεθνείς ιστορίες επιτυχίας της χώρας» γράφει ο Πόουπ, αναφερόμενος στις τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες και βιομηχανίες που έχουν κατακτήσει τις ευρωπαϊκές αγορές, στην ευρεία περιφερειακή επιτυχία του τουρκικού κινηματογράφου, της τουρκικής μουσικής και της τουρκικής τηλεόρασης, στην εκπληκτική άνοδο της Turkish Airlines.
Πατώντας πάνω σε αυτές τις προηγούμενες επιτυχίες της Τουρκίας, ο Ερντογάν (ένας πρώην ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής που ανήλθε στην εξουσία αφού υπήρξε δραστήριος και αποτελεσματικός δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης) αρχικά προσπάθησε και κατάφερε να σταθεροποιήσει την τουρκική οικονομία μετά τη χαοτική δεκαετία του 1990.
Συγχρόνως, ενέτεινε τις προσπάθειες του Οζάλ με στόχο να αποκατασταθεί πλήρως (για να αρχίσει στη συνέχεια να ενισχύεται σταδιακά) η χαμένη τιμή των ευσεβών, θρησκευόμενων, συντηρητικών πολιτών της Τουρκίας, ενώ επεδίωξε και την ανάπτυξη των σχέσεων της Τουρκίας με ισλαμικά κράτη, κυρίως με εκείνα που ανήκαν κάποτε στην πρώην Οθωμανική αυτοκρατορία.
«Ο Τουρκικός Αιώνας του Ερντογάν –που ανακοινώθηκε πέρυσι– συνεχίζει αυτή τη μακροχρόνια σιωπηρή αντιπαράθεση μεταξύ του δυτικισμού που επιβλήθηκε από τον Ατατούρκ και μιας στενής ιδέας της τουρκικότητας. Στο εσωτερικό της Τουρκίας, αυτή η θολή νεο-οθωμανική κουλτούρα έχει μέχρι στιγμής να επιδείξει ένα μουσείο χτισμένο έξω από τα βυζαντινά τείχη, που εξυμνεί την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 με εκπληκτικό ρεαλισμό, τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί και μια νοοτροπία που απαιτεί από τους κρατικούς υπαλλήλους να παρακολουθούν υποχρεωτικά την προσευχή της Παρασκευής», εξηγεί ο Πόουπ.
Θεωρεί, όμως, πως το όραμα του Ερντογάν για τον νέο Τουρκικό Αιώνα δεν είναι συνεκτικό και συνεπές τόσο ώστε να μπορεί να ανταγωνιστεί την κεμαλική ιδεολογία του Ατατούρκ. Γιατί στην Τουρκία σήμερα έχει εδραιωθεί ο αυταρχισμός. Γιατί η τουρκική λίρα έχει πέσει στο ένα δέκατο της αξίας της σε σχέση με πριν από μια δεκαετία και ο ετήσιος πληθωρισμός κυμαίνεται άνω του 43%. Γιατί οι εσωτερικές συγκρούσεις οξύνονται και αυξάνονται οι εξωτερικές εντάσεις. Γιατί η διαδικασία ένταξης στην ΕΕ έχει σταματήσει, ενώ οι μουσουλμάνοι γείτονες της Τουρκίας έχουν αποδείξει ότι δεν ενδιαφέρονται για τις νεο-οθωμανικές φιλοδοξίες του τούρκου προέδρου.
Ο Πόουπ αναφέρει επίσης πως ο Ερντογάν υπήρξε ασυνεπής και ως προς τους πολιτικούς του στόχους. Γιατί, ενώ άρχισε να συνομιλεί με αντάρτες του PKK (Εργατικό κόμμα του Κουρδιστάν), εξαπέλυσε συγχρόνως τις ένοπλες δυνάμεις του για να τους συνθλίψουν. Γιατί άφησε να εισέλθουν στην Τουρκία 3,5 εκατομμύρια σύροι πρόσφυγες, ενώ στη συνέχεια δημιούργησε ζώνες ελεγχόμενες από τον τουρκικό στρατό κατά μήκος των συνόρων με στόχο τον επαναπατρισμό τους. Γιατί υποστήριξε τις συνομιλίες για τον τερματισμό της διχοτόμησης της Κύπρου και στη συνέχεια έστειλε πολεμικά πλοία για να απειλήσει τα πλοία αναζήτησης φυσικού αερίου στα ανοιχτά των διεθνώς αναγνωρισμένων ελληνοκυπριακών χωρικών υδάτων, στα νότια του νησιού.
Οσον αφορά τη σημασία όλων των παραπάνω, «100 χρόνια αφότου ο τελευταίος οθωμανός σουλτάνος έφυγε από την πρωτεύουσα με ένα βρετανικό θωρηκτό, λίγοι φαντάζονται ότι ο αιώνας του Ατατούρκ θα επισκιαστεί σύντομα» σημειώνει ο Πόουπ. «Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο άλλοτε αντίπαλός του και ο βρετανός ηγέτης πίσω από την αποτυχημένη επίθεση του 1915 στην Καλλίπολη, είχε χαρακτηρίσει τον Ατατούρκ “ήρωα, πρωτεργάτη και πατέρα της σύγχρονης Τουρκίας”. Εν τω μεταξύ, οι ιδρυτικοί ηγέτες τόσο του Αζερμπαϊτζάν όσο και του Καζακστάν τον ανέφεραν ρητά ως εμπνευστή τους. Και είναι ασφαλές να πούμε ότι στο άμεσο μέλλον η εικόνα του Ατατούρκ θα συνεχίσει να υπάρχει σε κάθε τουρκικό νόμισμα, τραπεζογραμμάτιο και τοίχο γραφείου», προσθέτει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News