Την περασμένη, μόλις, εβδομάδα σίγασε το ύψιστο επίπεδο συναγερμού για την Covid, με την ανθρωπότητα να περνάει (και) επισήμως στην κανονικότητα. Ομως ο ιός δεν μας εγκατέλειψε. Θα συνεχίσει να είναι μαζί μας για πολλά ακόμη χρόνια. Ακόμη, δε, πιο ανησυχητικό είναι πως παραμένει αμφισβητήσιμο αν οι κυβερνήσεις έχουν μάθει από το πρόσφατο πάθημα και είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν την επόμενη υγειονομική πρόκληση, όποτε αυτή αναδυθεί.
Ενόσω, λοιπόν, τα «αν», τα «ίσως» και τα «πιθανόν» παραμένουν στο λεξιλόγιο που σχηματοποιεί την ύπαρξη του SARS-CoV-2, αρκετοί είναι οι επιστήμονες, εκτός αλλά και εντός της χώρας, που διατηρούν μια πιο μετριοπαθή στάση. Και παρότι αναγνωρίζουν πως η οξεία φάση της πανδημίας έχει πλέον τερματιστεί –τον Ιανουάριο του 2021 το παγκόσμιο ποσοστό θνησιμότητας άγγιζε τους 100.000 ανθρώπους ανά επταήμερο, όταν σήμερα κυμαίνεται περίπου σε 3.500–, προειδοποιούν πως το μέλλον δεν θα είναι… βελούδινο.
Ενδεικτική ήταν η πρόσφατη τοποθέτηση στον βρετανικό Guardian του καθηγητή Στίβεν Γκρίφιν, από το Πανεπιστήμιο του Λιντς. Οπως περιέγραψε με γλαφυρό τρόπο, «δεν πατάμε απλώς ένα κουμπί δηλώνοντας πως μια πανδημία έχει λήξει – ιδίως όταν πρόκειται για μiα τόσο επιζήμια και τόσo μεγάλης κλίμακας όπως αυτή».
Στις άνω τελείες και στους πιθανούς κινδύνους εστίασε από την πλευρά της η καθηγήτρια Σούζαν Μίτσι, διευθύντρια του Κέντρου για την Αλλαγή Συμπεριφοράς στο University College of London (UCL). «Είτε η Covid-19 χαρακτηρίζεται παγκόσμια πανδημία είτε όχι, πολλές χώρες σε όλον τον κόσμο αντιμετωπίζουν σημαντικά κύματα μόλυνσης, με χιλιάδες θανάτους κάθε εβδομάδα» σημείωσε με νόημα και επισήμανε τη πιθανότητα ανάδυσης «νέων καταστροφικών παραλλαγών» εξαιτίας της μέτρων για τον περιορισμό των μεταδόσεων.
Τα δεδομένα, άλλωστε, σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν εφησυχασμό: ο SARS-CoV-2 σκοτώνει έναν άνθρωπο ανά τον κόσμο κάθε τρία λεπτά, ενώ εκατομμύρια αναρρώσαντες βιώνουν τα συμπτώματα της long Covid.
Σε κάθε περίπτωση όμως, και όπως επισημαίνει ο καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής και αντιπρόεδρος του ΕΟΔΥ Δημήτρης Παρασκευής, «ο ΠΟΥ δεν επικαλέστηκε με την πρόσφατη απόφασή του τη λήξη της πανδημίας, ούτε υποστήριξε πως η κυκλοφορία του ιού στην κοινότητα έχει μηδενιστεί. Συνεπώς, η απόφαση αυτή δεν θα πρέπει να μεταφράζεται ως ότι ο κορονοϊός έπαψε να αποτελεί απειλή. Είναι, εντούτοις, επιστημονικά τεκμηριωμένο πως το μέγεθος της απειλής αυτής δεν είναι το ίδιο συγκριτικά με την αρχή της πανδημίας. Αρα, διαφορετικές κρίσεις δεν στηρίζονται σε τεκμήρια».
Συγκεκριμένα, ο ΠΟΥ συνέστησε την τροποποίηση της αντιμετώπισης και διαχείρισης της πανδημίας από τη φάση του επείγοντος, που ίσχυε μέχρι τώρα, στη φάση της μακροχρόνιας πλέον διαχείρισης, καθώς ο ιός εκτιμάται ότι θα παραμείνει σε κυκλοφορία επί μακρόν και οι παραλλαγές του θα πρέπει να επιτηρούνται.
Υπό το πρίσμα αυτό, ο ίδιος διευκρινίζει πως σε αυτή τη φάση η έμφαση δίνεται στα άτομα που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες. «Είναι αναγκαίο να τηρούνται οι συστάσεις της Επιτροπής Εμβολιασμού, όπως και τα ατομικά μέτρα από τους ευάλωτες πολίτες. Ομως και όσοι δεν διατρέχουν υψηλό κίνδυνο οφείλουν να μην ξεχνούν βασικούς κανόνες, όπως είναι η απομόνωση και ο περιορισμός των επαφών σε περίπτωση εκδήλωσης συμπτωμάτων, αλλά και η χρήση μάσκας για 10 ημέρες, όταν αυτά υποχωρήσουν».
Επιμένοντας, δε, πως η εκρίζωση του ιού δεν είναι μια ρεαλιστική προσέγγιση, ο κ. Παρασκευής αντιμετωπίζει ως «νίκη» το γεγονός πως ο ιός έχει περιοριστεί και η ζωή μας έχει επιστρέψει στην κανονικότητα. Επικαλείται, μάλιστα, το παράδειγμα του ιού της γρίπης: «Ο κίνδυνος για σοβαρή νόσηση έχει περιοριστεί σημαντικά σε σχέση με 100 χρόνια πριν, όταν προκάλεσε την πρώτη πανδημία».
Να μην «τελειώσει» και από τη μνήμη
«Οι επιδημίες-πανδημίες ουσιαστικά τελειώνουν όταν οι ίδιες οι κοινωνίες το επιλέγουν: η λήξη τους συνήθως είναι απόφαση πολιτική, που επιβάλλεται από τις οικονομικές και κοινωνικές συγκυρίες και ανάγκες. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η πρόσφατη ανακοίνωση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ότι “η πανδημία της Covid-19 δεν αποτελεί πλέον διεθνή έκτακτη ανάγκη για την υγεία”» επισημαίνει από την πλευρά του ο καθηγητής Μικροβιολογίας στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, Αθανάσιος Τσακρής.
Παρατηρεί, δε, πως αντίστοιχα και οι κοινωνίες έχουν την τάση να ξεχνούν γρήγορα, επικαλούμενος ενδεικτικά ένα παράδειγμα από τη χώρα μας. «Στα χρόνια του Μεσοπολέμου (1927-28) περίπου το 90% των κατοίκων της Αθήνας προσβλήθηκαν από τον ιό του δάγκειου πυρετού και νόσησαν· πολλοί ήταν και οι θάνατοι. Το θυμάται κανείς σήμερα; Το θυμόταν κανείς έστω πριν από μερικές δεκαετίες; Μάλλον όχι».
Η ιστορία, πάντως, μας έχει διδάξει ότι ανθρωπότητα παλεύει με μολυσματικές νόσους –συχνά τις ίδιες– από τους προϊστορικούς χρόνους. «Συνεπώς, το ζητούμενο είναι κάτι να μαθαίνουμε από κάθε “αναμέτρηση” μαζί τους, η εμπειρία κάθε επιδημίας να μας οπλίζει με εργαλεία γνωσιακά, τεχνολογικά και επιχειρησιακά, ώστε να μπορέσουμε να τα χρησιμοποιήσουμε για να προστατευτούμε αποτελεσματικά από την επόμενη. Και αυτό δεν έχει συμβεί στον βαθμό που θα έπρεπε με την τρέχουσα πανδημία» σχολιάζει ο κ. Τσακρής.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ίδιος ανοίγει το κεφάλαιο της επόμενης πανδημίας, υπενθυμίζοντας πως ο σύγχρονος τρόπος ζωής (η παγκοσμιοποίηση, η αστικοποίηση, η αυξημένη διασυνδεσιμότητα), η καταστροφή των φυσικών οικοσυστημάτων, η εντατική γεωργία και κτηνοτροφία και η κλιματική αλλαγή διευκολύνουν την εξάπλωση ιών από ζώα σε άλλα ζώα και στη συνέχεια την προσαρμογή τους στον άνθρωπο. Προβλέπει, δε, ότι θα είναι ολοένα και πιο συχνή η εμφάνιση και η ταχεία εξάπλωση ζωονόσων.
Για τον λόγο αυτόν, σήμερα «τρέχουν» μια σειρά από έρευνες που εξετάζουν «πώς θα μπορούσαμε και θα έπρεπε να ανταποκριθούμε καλύτερα στην πανδημία της Covid-19» δήλωσε ο καθηγητής Μάρκ Γούλχαουζ του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου στον Guardian. Θίγει, για παράδειγμα, το ζήτημα της βλάβης που προκλήθηκε από τη στρατηγική αποκλεισμού μεγάλου μέρους της κοινωνίας (lockdown), σε μια προσπάθεια μείωσης των ρυθμών μετάδοσης. «Δεδομένης της διαρκώς παρούσας απειλής μιας άλλης πανδημίας, πρέπει να ληφθούν μαθήματα».
Και άλλα οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε –και να πράξουμε– πέρα από την «επίσημη» λήξη ή μη της πανδημίας, συμπληρώνει ο κ. Τσακρής, «όπως την ανάγκη ενίσχυσης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο των προγραμμάτων επιτήρησης για ιούς και δημιουργίας μιας κουλτούρας προστασίας της ατομικής και δημόσιας υγείας. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η πανδημία έδειξε ότι ακρογωνιαίος λίθος της δημόσιας υγείας πρέπει να είναι η διαφάνεια και ότι χρήζει άμεσων και ουσιαστικών αλλαγών το Εθνικό Σύστημα Υγείας, που πάσχει από διαχρονικές ελλείψεις και αδυναμίες και υπολείπεται των αντίστοιχων άλλων ευρωπαϊκών χωρών».
«Το χρωστάμε στους σχεδόν 40.000 συμπολίτες μας που έχασαν τη ζωή τους από Covid-19 και σε όσους εξακολουθούν να δίνουν μάχη για την επιβίωση στα νοσοκομεία μας. Η πανδημία μπορεί να τελείωσε. Ας μην τελειώσει, όμως, η μνήμη. Ούτε η ευθύνη» καταλήγει ο κ. Τσακρής.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News