Με σαφείς αναφορές στον Ντόναλντ Τραμπ και την απειλή που εξακολουθεί να αποτελεί για την αμερικανική δημοκρατία, και πλάνα από την εισβολή του όχλου στο Καπιτώλιο το 2021, ο Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε την Τρίτη ότι θα διεκδικήσει ξανά την προεδρία των ΗΠΑ.
Αν οι δυο τους είναι πάλι οι τελικοί υποψήφιοι τον Νοέμβριο του 2024, θα είναι η πρώτη φορά από το 1956 που επαναλαμβάνεται το σκηνικό σε προεδρικές εκλογές. Τότε, υποψήφιοι για δύο συνεχείς εκλογές ήταν οι Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και Αντλάι Στίβενσον, με νικητή τον πρώτο και τις δύο φορές, επισημαίνουν οι New York Times.
«Σε όλη τη χώρα, οι εξτρεμιστές του MAGA (Μake America Great Again, το σύνθημα του Τραμπ), οργανώνονται για να μας πάρουν αυτές τις θεμελιώδεις ελευθερίες», λέει στο βίντεο που κυκλοφόρησε στα social media ο Μπάιντεν.
«Κόβουν την κοινωνική ασφάλιση που πληρώσατε για όλη σας τη ζωή, ενώ μειώνουν τους φόρους για τους πολύ πλούσιους. Υπαγορεύουν τις αποφάσεις για την υγειονομική περίθαλψη των γυναικών, απαγορεύουν βιβλία και λένε στους ανθρώπους ποιον μπορούν να αγαπήσουν. Και όλα αυτά ενώ δυσκολεύουν ολοένα και περισσότερο το να ψηφίσετε», προσθέτει.
Η επίσημη δήλωση έθεσε οριστικά τέλος στη φημολογία σχετικά με τις προθέσεις του αμερικανού προέδρου. Τώρα η ομάδα του μπορεί να συγκροτήσει την επίσημη δομή μιας προεκλογικής οργάνωσης και να συγκεντρώσει χρήματα για τη χρηματοδότησή της.
Ο Μπάιντεν ανέθεσε στην Τζούλι Τσάβεζ Ροντρίγκεζ, ανώτερη σύμβουλο του Λευκού Οίκου και εγγονή του εμβληματικού ηγέτη του εργατικού κινήματος, Σέζαρ Τσάβεζ, τη διεύθυνση της προεκλογικής του εκστρατείας.
Ο Κουέντιν Φουλκς, στελέχος των Δημοκρατικών, ο οποίος πρόσφατα διηύθυνε την επιτυχημένη καμπάνια για την επανεκλογή του γερουσιαστή Ραφαέλ Γουόρνοκ στην Τζόρτζια, θα είναι «το δεξί της χέρι».
Την εκστρατεία θα επιβλέπουν από τον Λευκό Οίκο κορυφαίοι συνεργάτες του προέδρου.
Αν και περιέγραψε τον εαυτό του ως «γέφυρα» προς την επόμενη γενιά κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας το 2020, ένα σχόλιο που ορισμένοι ερμήνευσαν ως υπαινιγμό ότι θα υπηρετήσει μόνο μία θητεία, ο Μπάιντεν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα δεν είναι ακόμη έτοιμος να παραδώσει τη σκυτάλη. Η απόφασή του τροφοδοτήθηκε εν μέρει, δήλωσαν συνεργάτες του, από την αντιπάθειά του για τον Τραμπ και την πεποίθησή του ότι είναι ο Δημοκρατικός που είναι σε καλύτερη θέση για να εμποδίσει τον ποινικά κατηγορούμενο και δύο φορές υπόδικο πρώην πρόεδρο να κατακτήσει εκ νέου τον Λευκό Οίκο, σύμφωνα με τους New York Times.
Και ενώ οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι περισσότεροι Δημοκρατικοί έχουν θετική γνώμη για τον Μπάιντεν, η πλειοψηφία τους θα προτιμούσε να μην είναι ξανά υποψήφιος. Σε έρευνα του NBC News που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα, το 70% των Αμερικανών, συμπεριλαμβανομένου του 51% των Δημοκρατικών, δήλωσε ότι δεν θα πρέπει να διεκδικήσει δεύτερη θητεία. Επτά στους 10 από αυτούς που δεν ήθελαν να υπηρετήσει άλλα τέσσερα χρόνια, ανέφεραν την ηλικία του ως παράγοντα.
Πάντως, στις περισσότερες πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ο Μπάιντεν προηγείται ελαφρώς του Τραμπ, ενώ σε λιγότερες φαίνεται να χάνει. Βέβαια, μέχρι τον Νοέμβριο του 2024, τα πάντα μπορεί να ανατραπούν.
Είτε χάσει είτε κερδίσει, ο Τζο Μπάιντεν πρωταγωνιστεί στην αμερικανική πολιτική σκηνή εδώ και μισό αιώνα, από το 1970 όταν εξελέγη μέλος στο συμβούλιο της κομητείας Νιου Καστλ.
Ηταν 36 χρόνια γερουσιαστής, οκτώ χρόνια αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα και είχε βάλει δύο φορές υποψηφιότητα για πρόεδρος χωρίς επιτυχία, το 1988 και το 2008.
Όπως υπενθυμίζουν οι New York Times, στα «συν» της μέχρι τώρα θητείας του στον Λευκό Οίκο, συγκαταλέγονται τα εξής: έχει πετύχει μερικές από τις πιο φιλόδοξες νομοθετικές νίκες οποιουδήποτε σύγχρονου προέδρου, συμπεριλαμβανομένου ενός πακέτου μέτρων για την πανδημία, ύψους 1,9 τρισ. δολαρίων, ενός προγράμματος ύψους ενός τρισ. δολαρίων για την ανοικοδόμηση δρόμων, αυτοκινητοδρόμων, αεροδρομίων και άλλων υποδομών, καθώς και σημαντικών επενδύσεων για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, τη μείωση του κόστους των συνταγογραφούμενων φαρμάκων για τους ηλικιωμένους, τη θεραπεία βετεράνων που εκτίθενται σε τοξικές εστίες καύσης (από τις οποίες αρρώστησε και πέθανε ο γιος του, Μπο, βετεράνος του πολέμου στο Ιράκ) και την ανάπτυξη της βιομηχανίας ημιαγωγών της χώρας. Ορισμένα από αυτά τα νομοσχέδια πέρασαν και με τις ψήφους των Ρεπουμπλικανών.
Στην πορεία, ο Μπάιντεν αναζωογόνησε τις διεθνείς συμμαχίες που είχε καταστρέψει ο Τραμπ, συσπειρώνοντας το ΝΑΤΟ και άλλους εταίρους σε όλο τον κόσμο να σταθούν απέναντι στην απρόκλητη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Με διακομματική υποστήριξη, δέσμευσε περισσότερα από 100 δισ. δολάρια για να εξοπλίσει τον στρατό της Ουκρανίας και να βοηθήσει την κυβέρνηση και τον λαό της να επιβιώσουν από τη ρωσική επίθεση.
Ωστόσο, η απόφασή του να αποσύρει τις δυνάμεις του από το Αφγανιστάν έπειτα από 20 χρόνια, τηρώντας τη συμφωνία του Τραμπ με τους Ταλιμπάν, οδήγησε σε πανωλεθρία το 2021, κατά την οποία οι εξτρεμιστές κατέλαβαν τη χώρα, οι Αφγανοί που έφευγαν κατέκλυσαν τα αμερικανικά αεροπλάνα που απογειώνονταν από την Καμπούλ και ένας βομβιστής αυτοκτονίας σκότωσε 13 αμερικανούς πεζοναύτες και 170 Αφγανούς κατά τη διάρκεια της χαώδους αποχώρησης από την αφγανική πρωτεύουσα.
Ακόμα, ο Μπάιντεν αγωνίζεται -προς το παρόν με ανάμεικτα αποτελέσματα- να διασφαλίσει τα νοτιοδυτικά σύνορα των ΗΠΑ, όπου η παράνομη μετανάστευση έχει εκτοξευθεί και παλεύει να σταθεροποιήσει την οικονομία μετά την πανδημία, έχοντας να αντιμετωπίσει την άνοδο του πληθωρισμού στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 40 ετών και την αύξηση των τιμών της βενζίνης σε επίπεδα-ρεκόρ. Η ανεργία βρίσκεται κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, χάρη στις δικές του ενέργειες, αλλά πολλοί Αμερικανοί εξακολουθούν να δυσκολεύονται οικονομικά, επισημαίνουν οι NYT.
Ισως όμως, το πιο απογοητευτικό για τον Μπάιντεν είναι ότι παρά τις προσπάθειές του να ενώσει το απόλυτα διχασμένο έθνος μετά την προεδρία του Τραμπ, δεν τα έχει καταφέρει. Η αμερικανική κοινωνία να εξακολουθεί να είναι βαθιά πολωμένη και ο προκάτοχός του εξακολουθεί να ενθαρρύνει τους λευκούς ρατσιστές και αντισημίτες, σύμφωνα με την αμερικανική εφημερίδα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News