Οσο κι αν είναι κανείς συνηθισμένος να ζει σε μια χώρα υπό διαρκή ένταση, είναι πράγματι πολύ σκληρό να καταλήξει εγκλωβισμένος στον αστικό ιστό μιας αφρικανικής πόλης, εν μέσω διασταυρούμενων πυρών. Σε αυτήν την κατάσταση βρέθηκαν αρχικά περίπου 15 Ελληνες, την Κυριακή του Πάσχα εντός του μητροπολιτικού ναού στο κέντρο του Χαρτούμ. Μέσα σε λίγες ώρες, τα μέλη της ελληνικής κοινότητας που εξέφρασαν προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών την επιθυμία τους να φύγουν απ’ τη χώρα ξεπέρασαν τους 70. Ο πραγματικός αριθμός όσων Ελλήνων αδυνατούν ακόμα να βγουν από τα σπίτια τους εξαιτίας του ορυμαγδού των πυρών είναι αδιευκρίνιστος. Αυτά που συμβαίνουν στην πρωτεύουσα του Σουδάν αγγίζουν τα όρια του πρωτόγνωρου, καθώς πρόκειται περί μιας ακραίας ρήξης περίπου ισάριθμων και καλά οργανωμένων ενόπλων, οι οποίοι δεν δείχνουν καμία διάθεση συμβιβασμού. Αντιθέτως διαθέτουν πολλά χρήματα, άρα και ισχυρή δύναμη πυρός.
Οπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, αυτοί που έχουν μείνει πίσω, εκτός από την ανησυχία, εκφράζουν και τα παράπονά τους προς τη μητέρα-πατρίδα. Θέλουν να φύγουν — και θέλουν να φύγουν το ταχύτερο δυνατό. Το ίδιο απαιτεί και μερίδα των μίντια, σπεύδοντας να αποδώσει ευθύνες στην εκάστοτε κυβέρνηση. Προκύπτει, όμως, ένα εύλογο ερώτημα: Είναι ικανή αφ’ εαυτής η Ελλάδα, σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο, να σχεδιάσει και να εκτελέσει μια τόσο απαιτητική επιχείρηση απεγκλωβισμού υπό κατά γενική ομολογία εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες; Ή καλύτερα: Θα έπρεπε να είναι ικανή;
Η Ελλάδα δεν διαθέτει διπλωματική αποστολή στο Σουδάν —άρα αυτομάτως ο οποιοσδήποτε επί του πεδίου σχεδιασμός είναι ανέφικτος. Αλλά ούτε εξ αποστάσεως μπορεί κανείς να δώσει οδηγίες σε δεκάδες εγκλωβισμένους για το ποια οδό θα πρέπει να ακολουθήσουν ώστε να φτάσουν ασφαλείς σε αεροδρόμια, πρεσβείες ή άλλα σημεία συγκέντρωσης. Πολλώ δε μάλλον όταν τα λεγόμενα «παράθυρα ευκαιρίας», δηλαδή τα διαστήματα κατάπαυσης του πυρός, είναι σχεδόν ανύπαρκτα, καθώς αμφότερες οι πλευρές είναι αναξιόπιστες.
Αυτό, λοιπόν, που απομένει είναι η ανάθεση της επιχείρησης —άρα η προσκόλληση— σε άλλες, φίλιες, διπλωματικές αποστολές. Κάτι που δεν είναι διόλου ασυνήθιστο. Στο πρόσφατο παρελθόν, άλλωστε, η Ελλάδα έχει πρωταγωνιστήσει σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις, διευκολύνοντας εκατοντάδες πολίτες τρίτων χωρών να εγκαταλείψουν εδάφη όπου εξελίσσονταν πολυεπίπεδες συγκρούσεις. Το 2006 στο Λίβανο και το 1997 στην Αλβανία. Και στις δύο περιπτώσεις, βέβαια, υπήρχε πρόσβαση δια θαλάσσης, με το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό να διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Καθώς η Γαλλία διέθετε, έως και πριν από λίγες ώρες, την πλέον πολυπρόσωπη και οργανωμένη διπλωματική εκπροσώπηση στο Σουδάν, και με δεδομένη τη στρατηγική συνεργασία των δύο πλευρών, η Αθήνα έσπευσε να συνεργαστεί με το Παρίσι, σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι στα αεροπλάνα της Γαλλικής Δημοκρατίας θα επιβιβαστούν, έστω λίγοι, Έλληνες. Το ίδιο συνέβη και με την Ιταλία, αλλά και με τη Γερμανία. Εν τω μεταξύ, η πλέον σημαντική παράμετρος της πολύπλοκης εξίσωσης, είναι η Αίγυπτος, ως γειτνιάζουσα και με 10.000 πολίτες της στο έδαφος του Σουδάν. Είναι γνωστό ότι οι σχέσεις Αθήνας – Καΐρου είναι άριστες, ενώ από την πρώτη στιγμή υπήρχε εντατική προσπάθεια συντονισμού και πάλι σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών.
Το πρόβλημα με τις αναθέσεις των απεγκλωβισμών είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει μαζική μετακίνηση, καθώς προτεραιότητα κάθε κράτους είναι η ασφαλής μεταφορά των δικών του πολιτών. Ο χώρος, δε, στα αεροπλάνα είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένος. Επίσης, είναι οι Έλληνες αυτοί που πρέπει να προσεγγίσουν τις ξένες αποστολές και όχι το αντίθετο. Κάτι όχι μόνο δύσκολο, αλλά και επικίνδυνο. Είναι αυτό που προσπάθησαν να κάνουν ο μητροπολίτης Νουβίας μαζί με μια μικρή ομάδα Ελλήνων, το όχημα των οποίων δέχτηκε πυροβολισμούς.
Ακούστηκαν σχόλια για την επιλογή της Αθήνας να στείλει πτητικά μέσα και άνδρες στο Ασουάν της Αιγύπτου, περίπου 1.000 χιλιόμετρα από το επίκεντρο του προβλήματος. Αυτό θεωρήθηκε κίνηση περισσότερο επικοινωνιακή, παρά ουσίας. Από την άλλη πλευρά, αν κανείς οραματιζόταν μια ελληνική στρατιωτική επιχείρηση στο Σουδάν με αντικειμενικό σκοπό τον απεγκλωβισμό των Ελλήνων που έμειναν πίσω, τότε καλό θα ήταν να σταθμίσει καλύτερα τα δεδομένα. Πρώτον, τα ελληνικά αεροπλάνα δεν διαθέτουν τα συστήματα αυτοπροστασίας και έγκαιρης προειδοποίησης, όπως έχουν για παράδειγμα τα αμερικανικά ελικόπτερα, προκειμένου να πετάξουν πάνω από μια ουσιαστικά εμπόλεμη ζώνη- ασχέτως αν οι έλληνες πιλότοι δηλώνουν έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να προσγειωθούν οπουδήποτε. Δεύτερον, η επιχείρηση ξεπερνά κατά πολύ τα όρια μιας απλής μεταφοράς. Στο αεροδρόμιο, όπου κι αν είναι αυτό, θα πρέπει να στηθεί μια περίμετρος ασφαλείας, πράγμα που απαιτεί δεκάδες άνδρες. Άλλοι τόσοι είναι αυτοί που θα οδηγήσουν ένα κομβόι στο σημείο παραλαβής αυτών που θα απεγκλωβιστούν. Κι όλα αυτά θα γίνουν μέσα σε μία πόλη, εν μέσω μιας πραγματικά ανεξέλεγκτης κατάστασης, γεγονός που καθιστά την επιχείρηση ακόμα πιο επικίνδυνη.
Προφανώς, οι άνδρες των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων είναι σε θέση να εκτελέσουν μια τέτοια επιχείρηση, ασχέτως αν δεν έχουν αντίστοιχη εμπειρία, όπως έχουν οι Αμερικανοί ή οι Γάλλοι. Ποιο είναι, όμως, το ισοζύγιο κόστους- οφέλους μιας τέτοιας επιλογής; Πιο συγκεκριμένα: Αντέχει μια ελληνική κυβέρνηση και κατ’ επέκταση η ελληνική κοινωνία να ρισκάρει τη ζωή στελεχών των Ειδικών Δυνάμεων σε μια τέτοια συγκυρία; Οι απαντήσεις είναι, μάλλον, προφανείς.
Παρά το γεγονός ότι η Αθήνα ουσιαστικά εκτελεί τους απεγκλωβισμούς σε συνεργασία με χώρες-συμμάχους, ο Νίκος Δένδιας είχε δίκιο όταν έψεξε την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι αδυνατεί να σχεδιάσει και να εκτελέσει κεντρικά την επιχείρηση απεγκλωβισμού Ευρωπαίων πολιτών από το Σουδάν. Πράγματι, οι Βρυξέλλες φαίνονταν, για ακόμα μια φορά, αδύναμες να αντιδράσουν. Σύμφωνα, πάντως, με πληροφορίες από το διπλωματικό σώμα, η Ύπατη Εκπροσώπηση της ΕΕ δεν διατηρεί καλές σχέσεις ούτε με τη μία ούτε με την άλλη αντιμαχόμενη πλευρά στο Σουδάν —εξ ου και η επίθεση που δέχτηκε η οικία του πρέσβη της Ένωσης στο Χαρτούμ. Αποτέλεσμα είναι να μην υπάρχει η απαραίτητη επιρροή επί του εδάφους, άρα να λείπουν και οι απαραίτητες εγγυήσεις για να πλαισιωθεί μια τέτοια ενιαία παρέμβαση.
Τα ίδια, βέβαια, ισχύουν και για το ΝΑΤΟ. Η Συμμαχία θα έπρεπε να έχει δείξει την απαιτούμενη ετοιμότητα και να έχει προετοιμάσει ήδη ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης για την απομάκρυνση όλων των ξένων υπηκόων που επιθυμούν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Η κρίση στο Σουδάν μαίνεται εδώ και εβδομάδες, ενώ η ένοπλη αντιπαράθεση ξεκίνησε πριν από δέκα ημέρες. Η αλήθεια είναι ότι όταν τίθενται σε κίνδυνο οι ζωές τόσων δυτικών αξιωματούχων θα περίμενε κανείς μια πιο στιβαρή αντίδραση.
Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές κυκλοφόρησε η είδηση ότι ο αναπληρωτής στρατιωτικός ακόλουθος της Αιγύπτου στο Σουδάν έπεσε νεκρός από πυρά που χτύπησαν το αυτοκίνητό του. Λίγο αργότερα, η είδηση διαψεύστηκε, χωρίς όμως να διευκρινιστεί τι ακριβώς συμβαίνει. Το περιστατικό αποτυπώνει εναργώς όχι μόνο το απόλυτο χάος που επικρατεί στο Χαρτούμ, αλλά και τη σκληρή κι επικίνδυνη πραγματικότητα που κυριαρχεί στο πεδίο.
Το να μην κάνεις τίποτα δεν είναι σωστό. Πρέπει να κάνεις αυτό που μπορείς. Κι αυτό φαίνεται ότι πράττουν οι ελληνικές αρχές, για τις οποίες δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο απλώς να συνεχίσουν να καλούν τους Έλληνες του Σουδάν να μείνουν στα σπίτια τους. Αυτό, άλλωστε, έκαναν τις πρώτες ώρες της κρίσης, ζητώντας —προφανώς— απόλυτη τήρηση των μέτρων ασφαλείας και αποφυγή των άσκοπων μετακινήσεων. Τελικώς επελέγη άλλη οδός, η οποία έως τώρα τουλάχιστον ακολουθείται με επιτυχία. Οσο δεν χρειάζονται αφορισμοί και υπερβολές περί κρατικής αδιαφορίας, άλλο τόσο δεν χρειάζονται τυμπανοκρουσίες και επικοινωνιακές φιέστες περί ακάματων ενεργειών που καταλήγουν επιτυχώς σε ηρωικές επιστροφές. Κι αυτά ισχύουν ανεξαρτήτως αν είμαστε σε προεκλογική περίοδο ή όχι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News