Πριν από μισό αιώνα, το 1973, μεταφράστηκε και εκδόθηκε στην Ιταλία το «Getting Even», το πρώτο βιβλίο του Γούντι Αλεν. Η κυκλοφορία του ακολουθούσε την προβολή των ταινιών που είχαν συστήσει στο ιταλικό κοινό τον νεαρό Αλεν, όπως οι «Take the Money and Run» (1969), «Bananas» (1971), «Everything You Always Wanted to Know About Sex (But Were Afraid to Ask)» (1972). Και στην εισαγωγή του βιβλίου ο Ουμπέρτο Εκο έκανε λόγο τότε για μια «περιορισμένη ελίτ» ικανή να αντιληφθεί και, οπότε, να απολαύσει τις ταινίες του Αλεν.
Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, ο περίφημος αμερικανός σεναριογράφος και σκηνοθέτης σίγουρα δεν χρειάζεται συστάσεις ενώ εξακολουθεί να μιλάει με απίστευτο ενθουσιασμό για τη δουλειά του. Συνομιλώντας, όμως, με τον Μασολίνο ντ’ Αμίκο της La Repubblica, με αφορμή την επανέκδοση στην Ιταλία πολλών από τα βιβλία του, ο Γούντι Αλεν εστίασε αποκλειστικά στο έργο που έχει παράξει ως συγγραφέας.
Ερωτηθείς εάν αληθεύει πως ανέκαθεν ήθελε να γίνει συγγραφέας, απάντησε: «Απολύτως, από τότε που ήμουν μικρός. Πάντα έγραφα όλη την ώρα, ακόμη και πριν πάω στο σχολείο. Πάντα μου άρεσε. Και χθες το βράδυ έγραφα και σήμερα το πρωί θα συνεχίσω».
Οσον αφορά το περιεχόμενο των πρώτων γραπτών του, «πάντα έγραφα τα πάντα», εξήγησε. «Ιστορίες, ανέκδοτα, κωμωδίες… κάποια στιγμή, ήμουν ακόμη νέος, ειδικεύτηκα στα ανέκδοτα τα οποία μετά τα πουλούσα σε επαγγελματίες. Μου ήταν εύκολο και σύντομα άρχισα επίσης να κερδίζω αρκετά χρήματα. Αλλά με θεωρούσα σοβαρό συγγραφέα, αληθινών βιβλίων – αν και στο τέλος επιδίωκα να είμαι πάντα διασκεδαστικός».
Ο Αλεν σημείωσε επίσης πως δεν έχει αναπτύξει κάποιο ιδιαίτερο στιλ, «γράφω όπως μου έρχεται φυσικά. Υπάρχει ρυθμός, όπως στη μουσική. Αλλά ας πούμε ότι εάν έχω έναν στιλ, ναι, δεν ταιριάζει πολύ στην τραγωδία, αν μη τι άλλο τείνει προς την κωμωδία». Και παραδέχτηκε πως προτιμά να γράφει διηγήματα παρά μυθιστορήματα.
«Ναι, ανέκαθεν έγραφα μικρά κείμενα. Είναι πολύ πιο εύκολο. Οχι ότι δεν έχω αποπειραθεί επίσης να γράψω ένα μυθιστόρημα. Πριν χρόνια το δοκίμασα, το δούλεψα και πολύ. Αλλά μάταια, δεν μου έβγαινε. Οπότε τα παράτησα. Ισως προσπαθήσω ξανά, γιατί ούτως ή άλλως μου αρέσει η ιδέα. Αλλά είναι πραγματικά πολύ δύσκολο. Ποτέ δεν έχω καταφέρει να γράψω ένα μεγάλο έργο που να με ικανοποιεί. Προσέξτε, και η συγγραφή διηγημάτων είναι δύσκολη. Πραγματικά πολύ δύσκολη. Πολλοί αποτυγχάνουν. Και το να καταφέρει να γράψει πολλά κάποιος είναι ένα επίτευγμα. Υπάρχουν σπουδαίοι συγγραφείς που ειδικεύονται σε αυτό. Οσο για μένα, αυτή είναι η φύση μου, αυτό μπορώ να κάνω. Γεννιόμαστε, όπως γεννιόμαστε για να συνθέτουμε μουσική ή να ζωγραφίζουμε. Η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει να δουλεύω μόνος. Το ξέρω, ο κινηματογράφος γίνεται αναγκαστικά με πολύ κόσμο. Ομως τα γυρίσματα μιας ταινίας διαρκούν οκτώ εβδομάδες. Ολο τον υπόλοιπο χρόνο δουλεύεις μόνος, και αυτό είναι που μου αρέσει περισσότερο. Οταν απλώς δουλεύω για μένα. Δεν σκέφτομαι ένα κοινό, δεν σκέφτομαι την επιτυχία που μπορεί να προκύψει ή όχι από αυτό. Δεν με απασχολεί, πραγματικά», είπε.
Ομως ο Γούντι Αλεν δεν γράφει μόνον μικρές ιστορίες και διηγήματα, γράφει και σενάρια. «Βεβαίως. Αλλά αναγνωρίζω τον εαυτό μου σε αυτό που είπε κάποτε ο Τενεσί Ουίλιαμς σε μια συνέντευξη: “Γράφω ένα έργο, μου αρέσει να το γράφω. Οταν ολοκληρώνεται θέλω να το βάλω σε ένα συρτάρι και να αρχίσω ένα άλλο, χωρίς να μπω στη διαδικασία να το δω να ανεβαίνει στη σκηνή”. Και για μένα η ταινία τελειώνει όταν τελειώνω το σενάριό της. Αυτό που θα συμβεί στη συνέχεια μπορεί να έχει αποτέλεσμα, αλλά κατά κάποιο τρόπο δεν βελτιώνει αυτό που είχα οραματιστεί. Χρειάζεται πολλή δουλειά… δουλειά που ξέρω πώς να την κάνω […] Από την άλλη πλευρά, δεδομένου ότι συμβαίνουν τόσα πολλά πράγματα κατά το πέρασμα από τη σελίδα σε οθόνη, είναι απαραίτητο να ελέγχω εγώ την όλη διαδικασία. Και εάν χρειαστεί να γίνουν κάποιες αλλαγές, τότε καλύτερα να τις κάνω εγώ. Αλλά συνήθως δεν αλλάζω τίποτα εκτός και αν είμαι σίγουρος ότι η ταινία μπορεί να βελτιωθεί. Για αυτό δεν θα έγραφα ποτέ μια ταινία που δεν θα μπορούσα να σκηνοθετήσω. Δεδομένου του πόσο κοστίζουν οι αλλαγές, δεν θα τις εμπιστευόμουν σε κανέναν άλλον», παραδέχτηκε.
Από τα βιβλία του, αυτό που τον ικανοποιεί περισσότερο είναι το «Apropos of Nothing», η αυτοβιογραφία του («Σχετικά με το Τίποτα» από τις εκδόσεις Ψυχογιός) «που είναι και το πιο μακροσκελές βιβλίο που μπόρεσα ποτέ να ολοκληρώσω. Κατάφερα να γράψω εκατοντάδες σελίδες, αλλά ήταν πολύ πιο εύκολο από το να γράψω ένα μυθιστόρημα: επρόκειτο για τις ιστορίες της ζωής μου, δεν ξέμεινα από υλικό. Μου άρεσε να βυθίζομαι ξανά στο παρελθόν, να ανακτώ πολλά πράγματα και νομίζω ότι τελικά πήγε καλά», ανέφερε σχετικά ο Γούντι Αλεν.
Ερωτηθείς για τα αγαπημένα του αναγνώσματα, ο συγγραφέας Γούντι Αλεν καταρχάς παραδέχτηκε πως «ποτέ δεν υπήρξα μεγάλος αναγνώστης. Αυτές τις μέρες διαβάζω ένα βιβλίο, ειλικρινά δεν μου έρχεται ο τίτλος, γραμμένο από έναν συνεργάτη του Μπρεχτ, ισάξιο του Τόμας Μαν – που μιλάει για μια εβραϊκή οικογένεια στη Γερμανία και τη γέννηση του ναζισμού: αλλά δεν υπάρχει καμιά κινηματογραφική υστερία, αντίθετα επικρατεί όλη η αίσθηση της βραδύτητας με την οποία φτάνει ο τρόμος. Και αυτό με γοητεύει. Αλλά, για να επιστρέψω στην ερώτησή σας, θυμάμαι λίγα σπουδαία βιβλία στη ζωή μου. Ακόμη και από πολλούς από τους πιο επιφανείς κλασικούς, μπορώ να πω ότι έχω απολαύσει πραγματικά μόνο κάποια αποσπάσματα. Αλλωστε μικρός δεν διάβαζα απολύτως τίποτα. Βιβλιοφάγος ήταν η αδερφή μου. Εγώ καταβρόχθιζα τις αθλητικές εφημερίδες. Ακόμη και σήμερα διαβάζω σχετικά λίγο».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News