Τρίτη βράδυ στη Λισαβώνα το «Ντα Λουζ» ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Περίπου 65.000 οπαδοί της Μπενφίκα συγκεντρώθηκαν για να απολαύσουν την αγαπημένη τους ομάδα, η οποία εφέτος… πετάει σπίθες. Στην Πορτογαλία καλπάζει προς την κατάκτηση του τίτλου, και στην Ευρώπη έχει να επιδείξει εντυπωσιακά αποτελέσματα. Πήγαν για να παρακολουθήσουν τον πρώτο προημιτελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, εναντίον της Ιντερ, με την πεποίθηση ότι οι «αετοί» θα μπορούσαν τα γίνουν το πρώτο πορτογαλικό club μετά την Πόρτο του Ζοσέ Μουρίνιο (2004) που θα παίξει στον τελικό της διοργάνωσης.
Δυο ώρες αργότερα αποχώρησαν απογοητευμένοι, σχεδόν «σοκαρισμένοι». Η Ιντερ, η οποία στο πρωτάθλημα Ιταλίας έχει χάσει το 1/3 των αγώνων της (είναι 5η στη βαθμολογία), που την περασμένη Παρασκευή έφερε 1-1 με τη Σαλερνιτάνα και στις τέσσερις τελευταίες αγωνιστικές έχει κερδίσει μόνο έναν βαθμό, νίκησε με 2-0. Κατάφερε να μη δεχτεί γκολ, στο γήπεδο που η Μπενφίκα σκοράρει ασταμάτητα εδώ και τρία χρόνια. Βλέπουν το ίδιο «έργο», ξανά και ξανά. Και μένουν, πάντα, με την ίδια απορία: γιατί το καλύτερο εργοστάσιο ποδοσφαίρου δεν μπορεί να παράγει την καλύτερη ομάδα της Ευρώπης;
Πράγματι, το ταλέντο που υπάρχει στις φημισμένες ακαδημίες της Μπενφίκα, δεν θα το βρεις πουθενά αλλού. Το έχει πιστοποιήσει το Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών, που εδρεύει στο Νεσατέλ της Ελβετίας. Το αποδεικνύει και η κατάκτηση της UEFA Youth League (του Τσάμπιονς Λιγκ για νέους κάτω των 19 ετών), πέρυσι τέτοια εποχή, από τους πιτσιρικάδες της Μπενφίκα, οι οποίοι στο δρόμο για τον τελικό κατατρόπωσαν τις αντίστοιχες ομάδες της Μπαρτσελόνα και της Μπάγερν Μονάχου. Τότε;
Η απάντηση κρύβεται στις ετήσιες αναφορές της FIFA για τις μεταγραφές ποδοσφαιριστών που πραγματοποιούνται παγκοσμίως. Τη δεκαετία έως και τη σεζόν 2020-2021 η Μπενφίκα εισέπραξε από τις παραχωρήσεις παικτών της τα περισσότερα χρήματα από κάθε άλλο σύλλογο. Τα άλλα δυο μεγάλα club της χώρας, η Σπόρτινγκ και η Πόρτο, κατέλαβαν τη 2η και την 7η θέση, αντιστοίχως, στη σχετική λίστα. Μέσα σε αυτά τα 10 χρόνια οι πορτογαλικοί σύλλογοι αποκόμισαν, συνολικά, από πωλήσεις ποδοσφαιριστών, 2,7 δισεκατομμύρια ευρώ.
Είναι εκπληκτικό, τονίζουν οι Times, που μια χώρα 10 εκατομμυρίων κατοίκων καταφέρνει να παράγει παίκτες τέτοιας αξίας. Αυτό συμβαίνει επειδή στην Πορτογαλία, κανένα άλλο σπορ δεν πλησιάζει, καν, σε δημοφιλία το ποδόσφαιρο. Αλλά και γιατί έχουν γίνει γενναίες επενδύσεις σε εγκαταστάσεις και εξειδικευμένα στελέχη, με στόχο τον εντοπισμό, την εξέλιξη και την ανάδειξη ταλέντων της μπάλας. Που δεν «αλιεύονται» μόνο εντός των ορίων της χώρας, αλλά και στο εξωτερικό. Κυρίως σε φτωχές ποδοσφαιρομάνες. Μόνο τον περασμένο χρόνο, αφίχθησαν στην Πορτογαλία 338 νεαροί παίκτες από τη Βραζιλία – βοηθάει πολύ και η Γλώσσα.
Επιπλέον, στο πορτογαλικό πρωτάθλημα υπάρχουν μόνο τρεις δυνατές ομάδες (στα 88 χρόνια της Πριμέιρα Λίγκα μόνο δυο φορές δεν κατέκτησαν τον τίτλο οι Big-3 σύλλογοι), πράγμα που σημαίνει ότι για την Μπενφίκα, την Πόρτο και τη Σπόρτινγκ υπάρχουν πολλά παιχνίδια με μηδενικό κίνδυνο ήττας. Οι συνθήκες επιτρέπουν στους μεγάλους συλλόγους να δώσουν στα «αστεράκια» τους αρκετές ευκαιρίες συμμετοχής στην πρώτη ομάδα, προκειμένου να ωριμάσουν πιο γρήγορα, αλλά και να διαφημιστούν στην ευρωπαϊκή αγορά.
Στο ματς εναντίον της Ιντερ αγωνίστηκε με την Μπενφίκα ο Αντόνιο Σίλβα. Είναι κεντρικός αμυντικός και παίζει με μια ωριμότητα απίστευτη για έναν 19χρονο. Πολύ σύντομα θα τον δούμε σε ένα μεγαλύτερο club της Ευρώπης. Οπως και τον 21χρονο Γκονζάλο Ράμος, αυτόν που στο πρόσφατο Παγκόσμιο Κύπελλο πέτυχε «χατ-τρικ» στον αγώνα της Πορτογαλίας εναντίον της Ελβετίας. Μόλις χθες, γερμανικά media έγραφαν ότι η Μπάγερν ενδιαφέρεται για τον νεαρό «στράικερ», και είναι διατεθειμένη να προσφέρει ένα ποσό κοντά στα 100 εκατ. ευρώ. Ο Σίλβα και ο Ράμος θα ακολουθήσουν στην έξοδο τον 22χρονο Εντσο Φερνάντες, που τον περασμένο Ιανουάριο έφυγε για την Τσέλσι έναντι 120 εκατ. ευρώ. Το ερώτημα, αν η Μπενφίκα θα καταφέρει να φτιάξει την καλύτερη ομάδα στην Ευρώπη, απαντήθηκε, κατά κάποιο τρόπο, στο άλλο παιχνίδι της Τρίτης, στο Μάντσεστερ. Στη Σίτι έπαιζαν τρία «προϊόντα» του εργοστασίου της Μπενφίκα: ο Εντερσον, ο Ρούμπεν Ντίας και ο Μπερνάρντο Σίλβα. Και στην Μπάγερν, δανεικός, ο Ζοάο Κανσέλο.
Αν ο Ντίας δεν είχε πάρει μεταγραφή, την Τρίτη θα έπαιζε στο κέντρο της άμυνας, δίπλα στον Σίλβα. Η Μπενφίκα δεν θα αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει σε ένα τόσο καθοριστικό ματς τον άπειρο Βραζιλιάνο, Μοράτο, στη θέση του τραυματία Οταμέντι. Αν ο Κανσέλο δεν είχε φύγει για το Μόναχο, θα έπαιζε εκείνος αντί του βασικού της δεξιού μπακ, Αλεξάντερ Μπαχ, που ήταν τραυματίας, και μάλλον θα είχε αποτρέψει τη σέντρα που έφερε το πρώτο γκολ της Ιντερ. Το πρόβλημα της Μπενφίκα, αλλά και των άλλων δυο μεγάλων πορτογαλικών συλλόγων που πωλούν διαρκώς τα ταλέντα τους, είναι το «βάθος» του ρόστερ. Αυτό που στο Τσάμπιονς Λιγκ, συνήθως, κάνει τη διαφορά.
Στο πορτογαλικό πρωτάθλημα τα χρήματα από την TV, τις χορηγίες και τις πωλήσεις εισιτηρίων, δεν είναι τόσο πολλά, όσο σε άλλες χώρες. Οι παραχωρήσεις παικτών είναι για τους συλλόγους η κυριότερη πηγή εσόδων. Εστω κι αν, λόγω διαφθοράς, αυτά τα ποσά δεν καταλήγουν ακέραια στα ταμεία τους. Μήπως, όμως, η Μπενφίκα το παρακάνει με τις πωλήσεις;
«Εφέτος θα είναι η χρονιά μας», σκέφτονταν οι οπαδοί της στο δρόμο για το «Ντα Λουζ». Αλλά η οδυνηρή ήττα από την Ιντερ, τους προσγείωσε στην πραγματικότητα. Οσο η κερδοφορία θα είναι το πρωταρχικό μέλημα του club, ίσως η χρονιά τους να μην έρθει ποτέ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News