Θρησκευόμενη δεν είμαι, αλλά κάποια θρησκευτικά έθιμα γεννούν ένα σκίρτημα και στη δική μου καρδιά. Η ατμόσφαιρα κατάνυξης του Πάσχα, για παράδειγμα, ακόμα και για κάποιον που δεν πιστεύει, έχει μια συναισθηματική δυναμική σε ορισμένες εκφάνσεις της.
Οι πένθιμες καμπάνες της Μεγαλοβδομάδας. Ο Επιτάφιος που περνάει στις γειτονιές με χορωδίες, τελετουργικά. Το τσούρμο των γειτόνων, που σαν Χορός αρχαίας τραγωδίας ξεκινούν με αναμμένες λαμπάδες να κατευθύνονται στις εκκλησίες για την Ανάσταση. Η στιγμή του «Χριστός Ανέστη», όπου οι καμπάνες χτυπούν με όλη τους τη φόρα και αγκαλιάζεις και φιλάς τους οικείους σου.
Ολα τα παραπάνω είναι το Πάσχα που με συγκινεί. Είναι το εκκλησάκι που θα συναντήσω στον δρόμο μου, όσο πιο μικρό, τόσο πιο όμορφο, και θα μου έρθει να μπω να ανάψω ένα κεράκι. Είναι το Πάσχα που κρατάω και που στην πορεία της ζωής έχω διαπιστώσει ότι μου αρέσει. Αλλά υπάρχει και το Πάσχα που έχω αφήσει πίσω μου και μήτε θέλω να το ξαναδώ. Μπορεί να είμαι η περίεργη, αλλά κάτι μου λέει ότι δεν είμαι η μόνη.
Θα ξεκινήσω με τη μαγειρίτσα μετά την Ανάσταση. Η παράδοση λέει ότι είναι το ενδιάμεσο διατροφικό στάδιο μεταξύ της νηστείας της Σαρακοστής και του πασχαλιάτικου τραπεζιού, το οποίο έχει μια λογική, αν νηστεύεις. Το ότι πρέπει να τη φας μεταμεσονύχτια, όμως, να φορτώσεις δηλαδή απότομα και λίγο πριν πέσεις για ύπνο το στομάχι σου με ένα φαγητό που δεν το λες και ελαφρύ, δεν έχει καμία λογική, από διατροφικής άποψης τουλάχιστον.
Στο δικό μου Πάσχα η μαγειρίτσα έχει τοποθετηθεί σε μια λογική ώρα δείπνου. Για να τη φάω χωρίς τύψεις, να την ευχαριστηθώ και να γλιτώσω τη δυσπεψία βραδιάτικα. Και μετά να πάω στην Ανάσταση. Ή να μην πάω, εξαρτάται από τα βαρελότα. Θα κάνω μια μικρή έρευνα εκκλησίας και αν μου πουν ότι υπάρχει κάποια με λίγα βαρελότα ή, ακόμα καλύτερα, καθόλου βαρελότα, θα πάω. Αλλιώς, μια χαρά θα την κάνω την Ανάσταση και στη βεράντα μου, από απόσταση ασφαλείας.
Τα φοβάμαι τα βαρελότα, εκεί που σκάνε ακριβώς πάνω από το κεφάλι σου το ένα μετά το άλλο, και ακούς παράλληλα όλα τα ζώα της γειτονιάς να ουρλιάζουν πανικόβλητα, είναι ένας μικρός εφιάλτης. Την επόμενη μέρα διαβάζεις και πόσοι την έπαθαν και σκιάζεσαι περισσότερο. Γιατί κάθε χρόνο κάποιοι θα την πάθουν, είναι πλέον παράδοση. Θα χάσουν κάνα δάχτυλο, θα τους καεί το χέρι, θα σκάσει στα μούτρα τους το πυροτέχνημα και θα ψάχνουν το μάτι τους ή θα πέσει επάνω σε κανέναν αμέριμνο, που δεν θα φταίει σε τίποτα ο άνθρωπος, αλλά θα πληρώσει τον παραλογισμό μερικών που κάθε Πάσχα κάνουν διαγωνισμό ρίψης κρότου – βλακείας.
Να πω και για το παραδοσιακό πασχαλινό τραπέζι; Τις τριακόσιες σούβλες που στήνονται σε κάτι πλατείες και φέτος θα έχουν ανάμεσά τους και μπόλικους υποψήφιους για την προεκλογική κοινωνικοποίηση; Το πανηγύρι ζωικής πρωτεΐνης και χοληστερίνης συνοδεία δημοτικών τραγουδιών και κλαρίνων, που περισσότερο σαν ενοχλητικό βουητό φτάνει στα αφτιά σου παρά σαν μουσική υπόκρουση; Το ότι κάνεις τρεις μέρες να χωνέψεις το φαγητό ενός μεσημεριού, το οποίο έχουμε αποφασίσει, σχεδόν ψυχαναγκαστικά, ότι πρέπει να είναι ένα τσιμπούσι κρεατοφαγίας άνευ προηγουμένου;
Για να είμαι ειλικρινής, στέκω ακόμα αδύναμη μπροστά στην υπερβολή του πασχαλινού γεύματος. Πάντα κάθομαι στο τραπέζι με τη σκέψη να μην το παρακάνω και πάντα ξεφεύγω στην πορεία. Αυτό το έθιμο δεν έχω καταφέρει ακόμα να το φέρω στα μέτρα μου. Ισως τελικά να μην είμαι τόσο περίεργη όσο αυτοχαρακτηρίστηκα στον τίτλο.
ΥΓ. Καλό Πάσχα, αναγνώστες!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News