Πόσο αντέχει άραγε στις δύο πλευρές του Αιγαίου μια συζήτηση περί «ελληνοτουρκικής σύγκλισης»; Οχι μόνο σε επίπεδο δημόσιας σφαίρας, αλλά και σε αυτό της ρεαλιστικής διπλωματίας; Οι εκατέρωθεν φιλοφρονήσεις και χειρονομίες των τελευταίων 60 ημέρων ήταν, πράγματι, κάτι ξένο για τους περισσότερους. Δεν είναι, μόνο, ότι έχουμε μάθει αλλιώς ή ότι αναλόγως της συγκυρίας η συνθήκη της ρήξης κλιμακώνεται και αποκλιμακώνεται.
Είναι τέτοια η πραγματικότητα, καθορισμένη από τον διαχρονικό μαξιμαλισμό της Τουρκίας, που δεν επιτρέπει ούτε εφησυχασμούς, ούτε περισσότερο σκέψεις περί οριστικής ή έστω τμηματικής επίλυσης. Παρ’ όλα αυτά, βήματα προόδου και κυρίως ενέργειες που παρατείνουν τις περιόδους νηνεμίας είναι ευπρόσδεκτες. Για όλους; Μάλλον όχι. Και αυτό διότι η υπόθεση «ελληνοτουρκική σύγκλιση» είναι γεμάτη μύθους και (σκληρές) πραγματικότητες.
Το απόγευμα της περασμένης Δευτέρας ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών ανέπτυξε πλήρως, μέσα σε 20 δευτερόλεπτα, την αναθεωρητική ατζέντα της Αγκυρας στο Αιγαίο. Γκρίζες ζώνες, διαφορά 6 και 10 ναυτικών μιλίων στη θάλασσα και στον αέρα, παραβιάσεις από τις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις, «πρόβλημα» οι δηλώσεις Ελλήνων περί επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια. Και αμέσως μετά ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου επανέλαβε ότι η Τουρκία είναι διατεθειμένη να πάει στη Χάγη, αλλά για μια λύση-«πακέτο», με όλα τα προαναφερόμενα πάνω στο τραπέζι, σε μια α λα τούρκα διαπραγμάτευση με έντονη εσάνς οθωμανικής διπλωματίας.
Μια μέρα μετά δημοσιεύθηκε η προεκλογική πλατφόρμα του ΑΚΡ –κάτι σαν πολιτικό μανιφέστο του επί 20 χρόνια κυρίαρχου Ερντογάν. Εκεί περνάμε από το Αιγαίο στην Ανατολική Μεσόγειο – αναθεωρητισμός και πάλι, σε πλήρη ανάπτυξη. Η Αγκυρα υποστηρίζει ότι τα ελληνικά νησιά, ανεξαρτήτως μεγέθους, έχουν δικαίωμα μόνο σε χωρικά ύδατα, «απλώνοντας» κατά βούληση και κυρίως κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου την τουρκική υφαλοκρηπίδα.
Οι πράξεις της Ελλάδας, αναφέρεται στο κείμενο, παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο και θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια της Τουρκίας – απόσπασμα που προφανώς αποτελεί έμμεσο «αίτημα» αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών. Φυσικά, στην ατζέντα και η Κύπρος, με την επανάληψη της διχοτομικής θέσης περί δύο κρατών. Αλλά και η στοχοποίηση της Ελλάδας ως ιμπεριαλιστικού πολιορκητικού κριού των ξένων δυνάμεων, οι οποίες επιβουλεύονται την κυριαρχία της Τουρκίας. Οπως το 1919, έτσι και το 2022, μόνο που τώρα τη θέση της πατρωνίας των Αγγλων την έχουν αναλάβει οι Αμερικανοί.
Και κάπως έτσι έσπασε ο μύθος –αν ποτέ υπήρξε τέτοιος– της διαλλακτικής Τουρκίας. Ολα τα παραπάνω αποτυπώνουν τη σκληρή πραγματικότητα και το πραγματικό πρόσωπο των γειτόνων έναντι της Ελλάδας. Αποτελεί έκπληξη η επαναφορά της Αγκυρας στην προ των σεισμών ρητορική; Προφανώς όχι. Ενδεχομένως κανείς να περίμενε ότι οι Τούρκοι θα αργούσαν να επανέλθουν, καθώς κάτι τέτοιο θα εξυπηρετούσε τα πρόσκαιρα συμφέροντά τους.
Προχώρησε η Αθήνα παραπάνω από όσο θα έπρεπε τις τελευταίες 60 μέρες, μιλώντας για «παράθυρο ευκαιρίας» και «χείρα φιλίας» που τείνει η Τουρκία, απλώς απέχοντας από παραβιάσεις, υπερπτήσεις, απειλές επίθεσης κλπ.; Οι περισσότεροι απαντούν ναι, αλλά αν κρίνει κανείς από τη γενικότερη λογική που επικρατούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας, η απάντηση είναι ξεκάθαρα αρνητική. Ανέκαθεν ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειχνε στην Τουρκία τον δρόμο του διαλόγου, με μοναδικό εργαλείο όμως το Διεθνές Δίκαιο και δη το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Το τετράπτυχο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν ναι στον διάλογο, ούτε βήμα πίσω στα θέματα κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων, ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας, διεθνοποίηση του τουρκικού αναθεωρητισμού.
Η πραγματικότητα είναι ότι η Ελλάδα επιδιώκει τον διάλογο με την Τουρκία, αρκεί αυτός να περιοριστεί στη μία μόνο διαφορά που αναγνωρίζει, δηλαδή τη διευθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο είναι πολύ λίγες – άρα εξίσου λίγες είναι και οι πιθανότητες μιας πραγματικής «ελληνοτουρκικής σύγκλισης». Αυτό όχι απλώς το ξέρουν, αλλά το έχουν εκφράσει ποικιλοτρόπως, τόσο από το Μέγαρο Μαξίμου, όσο και από το υπουργείο Εξωτερικών.
Υπάρχει περίπτωση να συρθεί η Ελλάδα στο τραπέζι ενός εφ’ όλης της ύλης διαλόγου, όπως εύγλωττα –και μάλιστα με παράδειγμα το Ελσίνκι του 1999– γράφεται σε συγκεκριμένη –και με συγκεκριμένη στόχευση– μερίδα του αθηναϊκού Τύπου; Ουδέποτε στο εγγύς μέλλον. Αυτός είναι ο πλέον μεγάλος μύθος. Αλλωστε, ποια ελληνική κυβέρνηση θα έκανε κάτι τέτοιο; Μια οριακά αυτοδύναμη ΝΔ ή μήπως μια κυβέρνηση συνεργασίας –«προοδευτικής» ή μη–, το μέλλον της οποίας θα κρέμεται από μια κλωστή; Ποιος έλληνας πρωθυπουργός και ποια γραφειοκρατία του υπουργείου Εξωτερικών θα δεχόταν να πάρει πίσω την πάγια θέση περί μίας και μόνης διαφοράς;
Ακόμα, όμως, κι αν ήταν οι Τούρκοι αυτοί που έκαναν πίσω και προσέρχονταν στον διάλογο απλώς και μόνο για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, μεταξύ των οποίων και τα χωρικά ύδατα στο Αιγαίο, πιστεύει κανείς ότι ο ελληνικός λαός θα μπορούσε να αποδεχτεί κάτι άλλο πέραν του «όλου», τόσο σε Αιγαίο, όσο και σε Ανατολική Μεσόγειο; Καλώς ή κακώς, αυτή είναι η πραγματικότητα. Αν κανείς δει το παρελθόν θα αντιληφθεί πότε και υπό ποιες συνθήκες φτάναμε σε τέτοιου είδους συμφωνίες.
Το Σύμφωνο Κεμάλ – Βενιζέλου, το πλέον ηχηρό παράδειγμα, ήρθε το 1930, με τις δύο πλευρές αφενός να έχουν να διαχειριστούν μια εξαιρετικά δύσκολη και κυρίως νεοπαγή κατάσταση στο εσωτερικό, ως αποτέλεσμα ενός παρατεταμένου πολέμου και μιας αναγκαστικής ανταλλαγής πληθυσμών, αφετέρου να βρίσκονται ενώπιον ενός νέου παγκόσμιου κινδύνου, του κομμουνισμού. Η πραγματικότητα είναι ότι πόρρω απέχουμε, ευτυχώς, από μια τέτοια συγκυρία.
Μια άλλη πραγματικότητα, ίσως λίγο ενοχλητική, είναι ότι εν μέσω μιας δύσκολης προεκλογικής περιόδου, τόσο στην Τουρκία όσο και στην Ελλάδα, η λελογισμένη ένταση βολεύει και τις δύο πλευρές. Ο Ερντογάν παλεύει να γυρίσει το παιχνίδι, επιδιδόμενος σε μια μάχη χωρίς αύριο – όπου ο εθνικισμός λειτουργεί διαχρονικά ως η πιο στιβαρή σανίδα σωτηρίας. Ο ανθελληνισμός, ως μια πτυχή του αντιδυτικισμού με τον οποίο τρέφεται η τουρκική κοινωνία, κοινώς «πουλάει». Οπως «πουλάει» και ο επεκτατισμός, πλαισιωμένος από το σύνδρομο των Σεβρών, την περίφημη περικύκλωση της τουρκικής ενδοχώρας από τον εκάστοτε ξένο επιβουλέα.
Αλλά και ο Μητσοτάκης έχει δάφνες να δρέψει από την εξωτερική πολιτική του. Εβρος, Καστελλόριζο, Μεταναστευτικό, συμφωνίες με ΗΠΑ και Γαλλία, ενισχυμένη θέση στην Ανατολική Μεσόγειο, Ραφάλ, Μπελαρά, F-35 και πάει λέγοντας. Ολα αυτά είναι πεδία στα οποία υπερέχει κατά κόρον σε σχέση με τον κύριο αντίπαλό του. Αρα, δεν θα εκπλαγούμε αν η ρητορική ένταση όχι απλώς διατηρηθεί, αλλά ανέβει και περισσότερο όσο πλησιάζουμε στις κάλπες της 14ης και της 21ης Μαΐου. Εδώ ισχύει ότι «το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο». Ετσι κι αλλιώς, οι Τούρκοι αυτή τη στιγμή δεν είναι σε θέση να κάνουν κάτι άλλο πέρα από το να μιλάνε – όλοι οι πόροι είναι στραμμένοι στο εσωτερικό.
Τελευταία πραγματικότητα, κάπως αντιφατική με την προηγούμενη. Την Ελλάδα αυτή τη στιγμή τη συμφέρει, για μια σειρά από λόγους, να διατηρηθεί η νηνεμία σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο τουλάχιστον έως το φθινόπωρο, εξ ου και οι κινήσεις της ελληνικής διπλωματίας θα περιοριστούν συνειδητά στο υπάρχον θετικό πλαίσιο. Αυτό, άλλωστε, προκύπτει εναργώς από την τελευταία δημόσια παρουσία του Νίκου Δένδια στην ΕΡΤ, το βράδυ της Τετάρτης, όπου και ο υπουργός Εξωτερικών υποβάθμισε τα λεγόμενα του ομολόγου του, αποδίδοντας τα στην προεκλογική αναγκαιότητα.
Η αλήθεια, την οποία προφανώς γνωρίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, είναι ότι κανένας πρωθυπουργός –ο οποίος θα έχει εκλεγεί διά πυρός, ενδεχομένως σχετικά αδύναμος και μπροστά σε σειρά καίριων ζητημάτων προς αντιμετώπιση– δεν θα ήθελε να έχει απέναντί του μια Τουρκία στα κάγκελα. Για του λόγου το αληθές, θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει τον Κώστα Σημίτη για όσα συνέβησαν εκείνο τον χειμώνα του 1996. Το τι θα γίνει από εκεί και πέρα, είναι μάλλον εύκολο να προβλεφθεί. Το δείχνει από μόνη της η πραγματικότητα των τελευταίων δεκαετιών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News