Βρισκόμαστε στη Via Veneto, στο κέντρο της Ρώμης, όταν ξαφνικά ακούγεται ένα απότομο φρενάρισμα και αμέσως μετά μια τράκα. Μεταξύ όλων όσοι σπεύδουν να δουν τι ακριβώς συνέβη συγκαταλέγεται και ο Ενρίκο Λουκερίνι. Σε ένα από τα αυτοκίνητα, ημιλιπόθυμη, επιβαίνει η Σίλβα Κόσινα. «Σίλβα, να καλέσω ένα ασθενοφόρο;», τη ρωτάει ο Λουκερίνι. «Μα είσαι τρελός; Κάλεσε τους φωτογράφους!» του απαντάει η ηθοποιός και εκείνη τη στιγμή, έχοντας αντιληφθεί τα πάντα, ο Λουκερίνι εφευρίσκει το επάγγελμα του press agent στην Ιταλία.
«Αυτή ήταν η Dolce Vita, ανέμελη και κοσμική. Αυτή ήταν η Via Veneto» γράφει σε άρθρο στο ROBINSON της La Repubblica, το σαββατιάτικο ένθετο της ιταλικής εφημερίδας που είναι αφιερωμένο στον πολιτισμό, ο Φραντσέσκο Πίκολο. «Αλλά δεν υπήρχαν μόνον φωτογράφοι και ηθοποιοί: υπήρχαν συγγραφείς, δημοσιογράφοι, ζωγράφοι, σκηνοθέτες που συναντιούνταν στα διάφορα καφενεία, όπου συνομιλούσαν μέχρι αργά το βράδυ, αστειεύονταν και συνέθεταν αφορισμούς. Την ημέρα δούλευαν, το βράδυ συναντιούνταν και διασκέδαζαν. Αυτή ήταν η Ρώμη – η Ρώμη όπου ο Γκρέγκορι Πεκ και η Οντρεϊ Χέπμπορν περιφέρονταν με μια βέσπα. Πρόκειται για πράγματα που δεν συμβαίνουν πια, αλλά ο μύθος αυτής της πόλης και εκείνου του δρόμου παραμένει ισχυρός για τους τουρίστες που φτάνουν και βρίσκουν βέσπες προς ενοικίαση για να ξαναβρούν αυτόν τον κόσμο, να προσποιηθούν ότι υπάρχει ακόμα» προσθέτει ο διακεκριμένος (βραβευμένος με το Premio Strega, την κορυφαία λογοτεχνική διάκριση της Ιταλίας) συγγραφέας.
Την «Dolce Vita» την αφηγήθηκαν πρωτίστως οι πρωταγωνιστές εκείνων των βραδιών, ο Φεντερίκο Φελίνι, ο Ενιο Φλαϊάνο (σεναριογράφος πολλών ταινιών του Φελίνι, μεταξύ των οποίων οι «La Strada», «La Dolce Vita» και «8½»), και ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι.
«Ηθελαν να συλλάβουν τη στιγμή, τη ζωή καθώς συνέβαινε, τη συγχρονικότητα, και κατά κάποιο τρόπο την ακινητοποίησαν για πάντα, δημιουργώντας ένα αέναο έπος, ακόμα και τώρα που η Via Veneto δεν είναι τίποτε από αυτά εδώ και πολλά χρόνια, και μόνο οι τουρίστες παραμένουν, που κοιτάζουν γύρω τους και μπορούν μόνο να φανταστούν μια ζωή που δεν υπάρχει πια: αλλά αφού έχουν μάθει να τη φαντάζονται, λίγη σημασία έχει το ότι δεν τη βλέπουν» γράφει ο Φραντσέσκο Πίκολο.
Πώς, όμως ήταν εκείνη η Ρώμη; Ο ιταλός συγγραφέας επικαλείται τον Ορσον Γουέλς και μια πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεσή του. Σύμφωνα με τον κορυφαίο αμερικανό κινηματογραφιστή, η Ρώμη της «Dolce Vita» στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ούτε εκείνα τα χρόνια: «Ο Φελίνι είναι ουσιαστικά ένα αγόρι από την επαρχία που δεν έφτασε ποτέ στη Ρώμη. Ακόμα την ονειρεύεται. Και θα πρέπει να του είμαστε πολύ ευγνώμονες για αυτά τα όνειρα… Η δύναμη της “Dolce Vita” πηγάζει από την επαρχιακή της αθωότητα… Είναι προικισμένος όσο κανένας άλλος που γυρίζει ταινίες σήμερα. Το μόνο που τον περιορίζει –αλλά αποτελεί και την πηγή της γοητείας του– είναι ότι κατά βάση είναι πολύ επαρχιακός. Οι ταινίες του είναι τα όνειρα ενός μικρού παιδιού για τη μεγαλούπολη», είχε αναφέρει σχετικά ο αμερικανός κινηματογραφιστής.
O Ενιο Φλαϊάνο είχε σημειώσει από την πλευρά του πως «ό,τι χτίζεται εδώ καθίσταται επικό και ταυτόχρονα θεωρείται ήδη νεκρό. Μαζί με το μικρόβιο της εξύψωσης γεννιέται και το μικρόβιο της κόπωσης, που θα καταβροχθίσει την εξύψωση αμέσως μετά. Η παραβολή εξελίσσεται πολύ γρήγορα – και αυτό είναι το μεγαλείο της ταινίας του Φελίνι: το ότι κατάφερε να συλλάβει ένα παρόν που ήδη πέθαινε ενώ γεννιόταν».
Σύμφωνα με τον Φραντσέσκο Πίκολο, «σήμερα ζούμε στον μύθο εκείνης της εποχής, όλοι αισθάνονται τις συνέπειες της μέθης, όλοι θα ήθελαν να βρίσκονται ακόμη στα τραπεζάκια του Caffè Paris ή στου Ροζάτι, στη Via Veneto, θα ήθελαν να τρώνε ακόμα στις ίδιες τρατορίες όπου έτρωγαν οι μεγάλοι καλλιτέχνες της εποχής […] Η νοσταλγία είναι διδακτική, θέλει το σκούτερ, το Fiat 1500, τα ρούχα της εποχής, θέλει λίγη κίνηση και όχι κινητά» γράφει.
Θεωρεί πως ο μύθος της «Dolce Vita» εξακολουθεί να επιβιώνει επειδή η νοσταλγία αφορά περισσότερο «εκείνη την ταινία, παρά την πραγματικότητα. Εν ολίγοις, είναι νοσταλγία όχι τόσο για τη Via Veneto, αλλά για την ανακατασκευή της Via Veneto στην Cinecittà – που ήταν επίπεδη και όχι ανηφορική, όπως στην πραγματικότητα: αυτή είναι η διαφορά του μύθου, η Via Veneto όπως θα την ήθελε κανείς (χωρίς λαχανιάσματα) και όχι όπως ήταν πραγματικά».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News