Ο γιος μου γίνεται 18 τον Αύγουστο και εδώ και κάμποσους μήνες μπορεί να κάνει επισήμως δύο πράγματα: Να οδηγεί. Και να ψηφίζει. Την οδήγηση τη βαριέται. Την ψήφο, πάλι, όχι. Τουναντίον, τον προβληματίζει και μάλιστα πολύ. Και έχει ενδιαφέρον ότι η πρώτη του φορά στην κάλπη (όπως και δεκάδων χιλιάδων παιδιών) συμπίπτει σχεδόν απόλυτα με ένα άλλο κομβικό σημείο της ζωής του: Τις πανελλαδικές εξετάσεις.
Επειδή είμαστε πολύ δεμένοι εδώ στο σπίτι, αλλά βασικά επειδή με τρώει η περιέργεια, του το φέρνω, καιρό τώρα, απέξω απέξω: «Αλεξ, θα ψηφίσεις φέτος. Το έχεις σκεφτεί;»
Με αποφεύγει πάντα εντέχνως, αλλά εγώ είμαι επίμονη, οπότε τον έπιασα στο κατάλληλο σημείο προχθές· στην κουζίνα πάνω στην πείνα του, εκεί που έφτιαχνε μια ομελέτα, η μάνα πάντα ξέρει.
«Για πες, ρε Αλεξ, πώς τα βλέπεις με τις εκλογές;»…
Η κουβέντα που ακολούθησε είναι πολύ ενδιαφέρουσα ή, τουλάχιστον, εμένα μου φάνηκε έτσι. Τα παιδιά των 17-18 είναι αυτά στα οποία θες δεν θες ακουμπάς όλες τις χαμένες δικές προσδοκίες σου, όσο συνειδητοποιημένος γονιός κι αν είσαι, αυτό είναι νομοτέλεια.
Οι ψυχαναλυτές του μέλλοντος τι θα γίνουν στην τελική; Ζητιάνοι;
Μια από τις προσδοκίες αυτές είναι να γίνουν Πολίτες.
Κάτι που στην Ελλάδα πάντα παρουσιάζει υστέρημα. Να γίνουν Πολίτες με την ολοκληρωμένη έννοια του όρου, συνειδητοποιημένοι, ανέγγιχτοι από επιρροές και χειρισμούς, με το μυαλό τους στο κοινό καλό και τη δημοκρατία, αλώβητοι σε micromanagment και μικροπολιτικά παιχνίδια.
Και παγκόσμια ειρήνη, που λένε οι επίδοξες «Σταρ» και «Μις»…
Ο γιος μου με αιφνιδίασε. Θα πάει, λέει, να ψηφίσει ο κόσμος να χαλάσει. «Είναι βλακεία να έχεις αυτό το δικαίωμα και να το πετάς», μου είπε και συμπλήρωσε ότι πολλοί από τους φίλους και τις φίλες του αισθάνονται το ίδιο. «Φυσικά μιλάμε για πολιτική», μου απάντησε όταν τον ρώτησα, πετώντας ταυτόχρονα την ομελέτα στον αέρα για να τη γυρίσει στο τηγάνι. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς το κάνουν οι άνθρωποι αυτό με την ομελέτα…
«Κάποιοι δεν θέλουν να πάνε, όμως, διότι κανένα από τα κόμματα, ιδιαίτερα αυτά που μπορεί να κυβερνήσουν, δεν τους εκπροσωπεί», συνέχισε προβληματισμένος και μου είπε ότι αυτό προκύπτει όλο και περισσότερο όσο πλησιάζουμε στις εκλογές.
Ακούν, άραγε, τα κόμματα; Κανένα δεν εκπροσωπεί τους νέους. Σιγά την έκπληξη… Φυσικά και ακούν, αλλά δεν τα ενδιαφέρει. Θα προσπαθήσουν να πιάσουν μερίδιο αυτών των νέων με κάποιες πυροτεχνηματικές κινήσεις, προσποιούμενα ότι «μιλάνε» δήθεν τη γλώσσα τους. Η οποία, στην πραγματικότητα, για μας τους μεγάλους είναι σαν να ακούμε αρχαία εσκιμώικα, ενώ εμείς στους πιτσιρικάδες ακουγόμαστε στα αρχαία κινέζικα. Δεν είμαι βέβαιη αλλά νομίζω ότι οι αρχαίοι κινέζοι και οι αρχαίοι Εσκιμώοι δεν συνεννοούντο πολύ καλά μεταξύ τους.
Εμείς ζούμε σε ένα «πολιτικό» σπίτι, με την έννοια ότι εγώ έχω τις απόψεις μου, δεν τις κρύβω αλλά προσέχω κιόλας πολύ να μην τις περνάω στα παιδιά ως κατήχηση. Τον ρώτησα. «Πόσο σε έχω επηρεάσει;». Το ’χω άγχος.
Με αιφνιδίασε και πάλι. «Όχι άμεσα», μου απάντησε, «αλλά τι νομίζεις, ο τρόπος που ζεις, που ζούμε, που μας μεγαλώνεις, δεν είναι πολιτική δήλωση; Για όλους μας ισχύει αυτό».
Προφανώς και είναι και είναι και κάτι πολύ κολακευτικό αυτό, να ακούς δηλαδή ότι η στάση ζωής σου είναι μια πολιτική δήλωση. Δίνει μια αίσθηση πληρότητας και συνέπειας. Δίνει ταυτόχρονα και την απάντηση: Οσο κι αν προσπαθείς να μην επηρεάζεις τα παιδιά σου, αυτό είναι αναπόφευκτο να συμβεί.
Τι θεωρούν σημαντικό τα παιδιά;
Η ομελέτα ψηνόταν και όσο πέταγε επάνω κάτι κόκκινα πιπέρια που έχω φέρει από την Τουρκία, εγώ συνέχισα. «Ποια είναι τα κριτήρια που έχεις στο μυαλό σου για να ψηφίσεις;».
«Διάφορα». (Λίγο καυτερό πιπέρι)
«Ο πολιτισμός, η εκπαίδευση, βασικά αυτά» (λίγη γλυκιά πάπρικα), «αλλά και το περιβάλλον. Μάλλον πιο πολύ το περιβάλλον». (Αλάτι, το απαραίτητο)
Είναι αυτονόητο ότι τα παιδιά των 17-18 έχουν εντελώς διαφορετικά κριτήρια από μας, αυτό έλειπε κιόλας. Ο πολιτισμός, η εκπαίδευση, το περιβάλλον, το μέλλον εν ολίγοις. Η οικονομία, που ταλανίζει σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα τους μεγαλύτερους –εμάς δηλαδή– δεν τους είναι τόσο άμεσο θέμα, καθώς δεν πληρώνουν ακόμη τους λογαριασμούς και επίσης είναι μια γενιά που έχει μάθει στην κρίση· μεγάλωσε σε αυτήν.
Έχουν συνεπώς το περιθώριο (δεν θα το αποκαλέσω «πολυτέλεια», διότι δεν είναι και δεν πρέπει να είναι) να σκέφτονται και άλλα ουσιαστικά πράγματα, από τα οποία εμείς έχουμε απομακρυνθεί πλήρως.
Στις βουλευτικές εκλογές του 2023 έχουν δικαίωμα συμμετοχής περίπου 420.000 νέοι ψηφοφόροι. Είναι τεράστιο νούμερο για τα ελληνικά δεδομένα. Είναι ένα ποσοστό που μπορεί άνετα να καθορίσει το εκλογικό αποτέλεσμα.
Τα ερωτήματα, βέβαια, είναι πολλά. Πόσοι από αυτούς θα πάνε τελικά να ψηφίσουν; Πόσοι θα πάνε και στις δεύτερες μέσα στο ντάλα καλοκαίρι; Πόσοι θα ψηφίσουν συνειδητά και όχι ως φερέφωνα των γονιών τους;
Και κυρίως, κατά πόσο θα μπορέσει το πολιτικό μας σύστημα να τους κρατήσει ως πολίτες ώστε να συνεχίσουν να ασκούν το δικαίωμά τους; Πόσοι θα ξαναπάνε και στο μέλλον να ψηφίσουν, εν ολίγοις;
Δημοσκοπικά –και με βάση την έως τώρα εμπειρία– ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλα αριστερά κόμματα κερδίζουν σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα και αυτό δεν είναι παράξενο. Ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να εκπροσωπεί θεωρητικά μια πιο ριζοσπαστική ιδεολογικά πολιτική τάση, η οποία είναι απόλυτα φυσιολογικό να έχει απήχηση στη νεολαία, από χαρακτηρισμό και μόνο. Και η Αριστερά γενικότερα· ο Τσόρτσιλ το είχε πει ότι στα νιάτα σου πρέπει να είσαι κομμουνιστής; Οποιος το είχε πει, καλά το είπε.
Η Νέα Δημοκρατία φαίνεται ότι έχει αποτύχει να μιλήσει, πολιτικά ή μαρκετινίστικα, στις καρδιές τους, αλλά όλα αυτά δεν έχουν πολύ μεγάλη σημασία μακροπρόθεσμα.
Διότι, κακά τα ψέματα, υπάρχει σαφέστατα διαφορά ανάμεσα στο πώς βλέπεις τον κόσμο –και άρα ψηφίζεις– στα 18 και πώς τα κάνεις αυτά μόλις μπεις στην παραγωγική διαδικασία.
Στον κόσμο που ζούμε, η παραγωγική διαδικασία στρέφει τον άνθρωπο από το «εμείς» στο «εγώ» ταχύτατα, σχεδόν αυτόματα, άρα τον σπρώχνει στο παγκόσμια κυρίαρχο σύστημα που εκπροσωπεί και το «εγώ», το νεοφιλελευθερισμό. Ας το πούμε ακραίο καπιταλισμό, ας το πούμε όπως θέλετε, η ουσία δεν αλλάζει.
Είναι δύσκολο να παραμείνεις ιδεολογικά ριζοσπαστικός σε έναν κόσμο στον οποίον η ριζοσπαστικότητα σε απομονώνει τελικά και σε καθιστά παρία σε κάθε πρακτικό επίπεδο. Οι νέοι δεν είναι καθόλου κουτοί, τα ξέρουν όλα αυτά πριν ακόμη μπουν στο μαγγανοπήγαδο, βλέπουν, ακούν, επεξεργάζονται. Δεν βλέπουν ειδήσεις, δεν βλέπουν καν τηλεόραση, ούτε διαβάζουν τα ελληνικά sites, με το ζόρι τους βάζω εγώ να με διαβάσουν, αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση όμως ότι όλοι τους είναι τούβλα και δεν ενημερώνονται. Μεγάλη μερίδα τους πιθανώς ενημερώνεται καλύτερα από μας.
Τα social media, για τα οποία τόσο κατηγορούμε τους πιτσιρικάδες (εμείς που είμαστε χωμένοι όλη μέρα μέσα σε αυτά) τους δίνουν μια πιο παγκόσμια οπτική. Εσύ παρακολουθείς μετά μανίας τι έγραψε ο Μήτσος, τα παιδιά παρακολουθούν -και λόγω μεγαλύτερης ευχέρειας στα αγγλικά- τι λένε άνθρωποι απ’ όλον τον κόσμο. Αλλά και ξένα ΜΜΕ. Γι αυτό και δεν ασχολούνται με τον Μιθριδάτη και τον εισαγγελέα Κανελλόπουλο, αλλά ξέρουν τι έχει γίνει με τον Τραμπ ή με ζητήματα δικαιωματισμού και της LGBTQ+ κοινότητας, κι αν ο Πούτιν θα τα φτιάξει τελικά με τον Σι.
Είναι δύσκολο, πάντως, να είσαι 18 και να αναζητάς την ισορροπία ανάμεσα στο ρεαλισμό, στο δικαίωμα να είσαι ιδεολόγος, στη σκληρή πραγματικότητα και στην επιθυμία να την αλλάξεις. Δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση τους. Υπήρξα στη θέση τους, αλλά τότε ο κόσμος ήταν πιο απλός, ή έτσι μας φαινόταν εμάς.
Από την άλλη, η στεγνή, και απαίδευτη σε πολλές περιπτώσεις, ανάγκη για «αντίδραση» και ριζοσπαστικότητα, είναι δίκοπο μαχαίρι. Μπορεί να οδηγήσει σε ψήφο διαμαρτυρίας συνολικά ενάντια στο «σύστημα», όπως αυτό εκπροσωπείται πολιτικά, με συνέπειες όπως η άνοδος της ακροδεξιάς, ή διάφορων γραφικών σχηματισμών που μόνο πολιτικοί δεν είναι, καθώς δεν παράγουν πολιτική αλλά το αντίθετό της: Την απαξίωση της πολιτικής.
Μετά το δυστύχημα στα Τέμπη, τα παιδιά βγήκαν μαζικά στους δρόμους. Η δική τους διαμαρτυρία δεν είχε κομματικό πρόσημο, ήταν συνολική κατά ενός συστήματος που θεωρούν (και όχι άδικα) ότι τα σκοτώνει ή τα «σκοτώνει». Με διάφορους τρόπους. Ως φυσικές οντότητες, ή ως γενιές. Τους σκοτώνει, κυρίως, το μέλλον. Ζώντας το τεράστιο άγχος του «πρέπει να περάσω σε μια απαξιωμένη ρημαδοσχολή και μετά μάλλον θα σέρνομαι να βρω μια δουλειά με το βασικό», προσπαθούν να διατηρήσουν την ελπίδα, να μην τους καταπιεί η ματαίωση, όσο βλέπουν παράλληλα τους γονείς τους να λιώνουν από την κούραση και τα ζόρια για να τα βγάλουν πέρα. Και να ψηφίζουν συστημικά, υπέρ δηλαδή αυτού του συστήματος που τους έχει διαλύσει τη ζωή.
Οι νέοι θέλουν χρήματα, για να ξεφύγουν από την ισοπέδωση της μικρομεσαίας φτώχειας, γνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι η αναγωγή των χρημάτων σε θέσφατο καταστρέφει τον κόσμο μας, τον πλανήτη μας, τις κοινωνίες μας, τα πάντα μας. Πώς ισορροπεί αυτό μέσα σου;
Δύσκολο να υποσχεθείς ένα καλύτερο αύριο με τις πολιτικές του σήμερα σε αυτά τα παιδιά και να καταφέρεις να τα ξεγελάσεις.
Ποιος, όμως, μιλάει πραγματικά για τις πολιτικές του αύριο; Ποιο από τα κόμματα βλέπει πέρα από έναν ορίζοντα τετραετίας, για να μην πω διμήνου μετά τις όποιες εκλογές; Πώς μπορούν οι ιδεολογικά ματαιωμένοι και αλλοτριωμένοι 50άρηδες, 60άρηδες και 70άρηδες να συναισθανθούν τι σημαίνει «ο κόσμος δεν τελειώνει σε μένα και με μένα»;
Οσο τα σκεφτόμουν όλα αυτά, η ομελέτα ήταν έτοιμη και ο Αλεξ με κοιτούσε. «Θα φας;», με ρώτησε.
«Δεν θέλω να ρωτήσω, αλλά τι θα ψηφίσεις;», του είπα.
«Το σκέφτομαι μάνα, άσε με τώρα, πεινάω».
Εξαφανίστηκε με την ομελέτα στο δωμάτιό του.
Μου άφησε λίγη. Ηταν απίθανη. Γλυκιά και καυτερή ταυτόχρονα, σαν τα διλήμματα του γιου μου και των παιδιών της ηλικίας του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News