«Αλλά το πλείστον κακόν οφείλεται αναντιρρήτως εις την ανικανότητα της ελληνικής διοικήσεως. Θα έλεγέ τις ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες διά ν’ αποδειχθή ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν. […]»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Βαρδιάνος στα σπόρκα (1893), σε: Άπαντα, Τόμος β’, φιλολογική επιμέλεια: Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. εφ. «Το Βήμα»/εκδ. Δόμος, Αθήνα 2011, σ.171
Η είδηση πέρασε μάλλον απαρατήρητη, ίσως επειδή θεωρήθηκε λυτρωτική η ενασχόληση της Κομισιόν με την υπόθεση του προβληματικού ελληνικού σιδηρόδρομου.
Σε ρεπορτάζ εφημερίδων διαβάζουμε ότι, σε επαφές που είχε ο υπουργός Μεταφορών Γιώργος Γεραπετρίτης στις Βρυξέλλες, αποφασίσθηκε, μεταξύ άλλων, η εμπλοκή της ΕΕ στη διερεύνηση του δυστυχήματος των Τεμπών (πέρα από τη διερεύνηση της εγχώριας επιτροπής εμπειρογνωμόνων), στην παρακολούθηση της εφαρμογής των συμβάσεων αναβάθμισης των συστημάτων ελέγχου του σιδηροδρομικού δικτύου, και στην αξιολόγηση των υποψηφίων για τη στελέχωση των διοικήσεων του ΟΣΕ (βλ. Καθημερινή, 22/2/2023).
«Γιατί όχι;», ίσως πείτε. Και τι δεν θα δίναμε πολλοί από μας να κάνουν κουμάντο οι Βρυξέλλες ή το Βερολίνο στα τρένα, στα νοσοκομεία, στα σχολεία, ακόμα και στην ποινική δικαιοσύνη (αν και εδώ μαντεύω ότι ο έλληνας συνήγορος της κυρίας Καϊλή ίσως είχε αντιρρήσεις). Αν μη τι άλλο θα εμπιστευόμασταν το κράτος περισσότερο.
Αν, όμως, δούμε το θέμα από απόσταση, τι απο-καλύπτει η ευρωπαϊκή εμπλοκή; Ότι απλώς η χώρα δεν διαθέτει τεχνογνωσία σε θέματα προηγμένης ασφάλειας του σιδηροδρομικού δικτύου; Αν ήταν αυτό, θα ήταν απλό. Αν ξέρεις τι σου λείπει (μια συγκεκριμένη τεχνολογία, ας πούμε) και αυτό πωλείται, το αγοράζεις. Αυτό θα κάναμε αν χτίζαμε πυρηνικό εργοστάσιο λόγου χάρη, δεδομένου ότι θα μας έλειπε η τεχνολογία και η τεχνογνωσία. Τρένα, όμως, έχουμε πάνω από έναν αιώνα. Σύμφωνοι, το δίκτυο δεν είναι μεγάλο αλλά το προσωπικό και η γενική τεχνογνωσία υπάρχουν. Ναι, χρειαζόμαστε πιο προηγμένα συστήματα ελέγχου της κυκλοφορίας του δικτύου, αλλά αυτά ακριβώς είχαμε αναλάβει την ευθύνη να εγκαταστήσουμε με τις συμβάσεις που υπογράψαμε (π.χ. η διαβόητη σύμβαση 717).
Τότε προς τι η εμπλοκή της ΕΕ; Η ΕΕ δεν μας πουλά ή παρέχει τεχνολογία. Κάνει κάτι άλλο, ουσιαστικότερο. Μας προστατεύει από τον κακό μας εαυτό. Εμείς, ο περήφανος λαός που γιόρτασε πριν δύο χρόνια τους δύο αιώνες ανεξαρτησίας, δεν εμπιστευόμαστε τη δική μας διοικητική ικανότητα, ούτε διαθέτουμε την αυτοπεποίθηση ότι μπορούμε να κυριαρχήσουμε στα κομματοκρατικά-πελατειακά πάθη μας. Χρειαζόμαστε τη συνδρομή των Βρυξελλών, λοιπόν, για να μάθουμε έγκυρα γιατί και πώς έγινε το δυστύχημα, να μας παρακολουθούν αδέκαστα πως εφαρμόζουμε τις σιδηροδρομικές συμβάσεις, να μας βοηθήσουν με την αξιοκρατική στελέχωση του ΟΣΕ.
Η ΕΕ δεν θα μας μεταφέρει τεχνολογία και συναφή τεχνογνωσία αλλά θα μας προσφέρει προστασία από τις κακές μας πρακτικές (δηλαδή: πελατειακές, κομματικοποιημένες, αναποτελεσματικές, και διεφθαρμένες πρακτικές). Φαντάζεστε τη Δανία, τη Σουηδία ή τη Φινλανδία (για να μείνω στις μικρές χώρες της ΕΕ) να στρεφόταν στην Κομισιόν για βοήθεια με ανάλογα θέματα; Λίγο δύσκολο…
Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό – η εμπλοκή της ΕΕ ταιριάζει στο ιστορικό μοτίβο λειτουργίας του ελληνικού κράτους. Η ηλεκτρονική συνταγογράφηση δεν ήταν μια αυτοεπιβληθείσα ιδέα- ήταν απαίτηση της τρόικας. Η δημιουργία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, την οποία θέλει να καταργήσει ένας θρασύς τύπος που πουλά καφενειακή αριστεροσύνη, δεν θα υπήρχε αν δεν επέμεναν οι δανειστές. Η μετατροπή της ΕΛΣΤΑΤ από Γενική Γραμματεία (με επικεφαλής πολιτικά διορισμένο πρόσωπο-υποχείριο, κατά κανόνα, του κόμματος που τον διόρισε) σε Ανεξάρτητη Αρχή επιβλήθηκε απ’ έξω. Η «δέσμευση για επαγγελματισμό και απο-πολιτικοποίηση της ελληνικής διοίκησης σε όλα τα επίπεδα» (βλ. συμπληρωματικό Μνημόνιο, Δεκέμβριος 2017) ήταν επιταγή των Βρυξελλών (βλ. συναφώς το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο της Καλλιόπης Σπανού, Ποιες Μεταρρυθμίσεις; Πατάκης, 2020).
Αν πάμε ιστορικά πιο πίσω, σε όλη την ιστορία του ελληνικού κράτους, το μοτίβο είναι σαφές: είμαστε μια χώρα που επιζητεί τη γνωστική (και συνεπώς πολιτική) κηδεμονία των ισχυρών. Δεν είναι τόσο το σύνδρομο της μικρής χώρας που μας χαρακτηρίζει, όσο το σύνδρομο του ανθρώπου που είναι ανεπαρκής, το απωθεί συστηματικά, αλλά, σε κρίσιμες στιγμές, μόνο στους άλλους μπορεί να προσβλέπει για να διορθώσει την ανεπάρκειά του. Δεν είναι ό,τι καλύτερο για την εθνική αξιοπρέπειά μας.
Οι εταίροι μας προσφέρουν λιγότερο εξειδικευμένη τεχνογνωσία σε θέματα σιδηροδρόμων και περισσότερο προστασία από τις προβληματικές μας συνήθειες. Είναι κακό; Όχι, και καλά κάνει ο κ. Γεραπετρίτης που εμπλέκει την ΕΕ. Συμπεριφέρεται ορθολογικά, όπως ο Οδυσσέας που δένεται στο κατάρτι για να μην ενδώσει στις μελωδίες των Σειρήνων. Η ορθολογικότητα του Οδυσσέα, όμως, εμπεριέχει αυτογνωσία. Η δική μας εμπεριέχει απόγνωση.
Αναρωτηθείτε: τι προστιθέμενη αξία θα μας προσφέρει η ΕΕ στην εξεύρεση των κατάλληλων προσώπων που θα στελεχώσουν τον ΟΣΕ; Ξέρουν κάτι που δεν ξέρουμε εμείς; Όχι, έχουν απλώς κάτι που εμείς ιστορικά δεν διαθέτουμε: εμπεδωμένη παράδοση στην ορθολογική διοίκηση. Οι εταίροι μάς προστατεύουν από την «ακρασία» από την οποία χρονίως πάσχουμε – να ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε αλλά να αδυνατούμε να το κάνουμε.
Χαίρομαι που η ΕΕ θα μας συνδράμει αλλά δεν μπορώ να αποφύγω το αίσθημα της ταπείνωσης – ότι «η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες διά ν’ αποδειχθή ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν».
* Ο Χαρίδημος Τσούκας είναι Καθηγητής Στρατηγικής Διοίκησης στην Έδρα Columbia Ship Management στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής Οργανωσιακής Συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Warwick (www.htsoukas.com)
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News