Toν κίνδυνο να μην επιστρέψει ποτέ η Ελλάδα τα Γλυπτά του Παρθενώνα, αν τελικά αυτά δοθούν υπό τη μορφή κάποιου είδους συμφωνίας δανεισμού από το Βρετανικό Μουσείο, επισημαίνει σε έκθεσή του για το Policy Exchange, ο Σερ Νόελ Μάλκολμ (Sir Noel Malcolm), ανώτερος ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Σύμφωνα με την έκθεση του think tank Policy Exchange, που παρουσιάζει η Telegraph, ο δανεισμός των Μαρμάρων (όπως συνηθίζουν να αποκαλούν τα Γλυπτά οι Βρετανοί λες και είναι ακατέργαστα κομμάτια) είναι «πολύ επικίνδυνος», παρά τους ισχυρισμούς της Αθήνας ότι τα τεχνουργήματα θα επιστραφούν.
Στο δημοσίευμα γίνεται αναφορά στο ενδεχόμενο συνάντησης των δύο πλευρών αυτή την εβδομάδα για να συζητήσουν μια πιθανή νέα συμφωνία που θα μπορούσε να οδηγήσει στην προσωρινή επιστροφή των Γλυπτών σε αντάλλαγμα με αντικείμενα που θα αποσταλούν από την Ελλάδα ως εγγύηση.
Ωστόσο, στην έκθεσή του για το Policy Exchange, ο Νόελ Μάλκολμ υπογραμμίζει ότι «παρά τις υποσχέσεις που δίνει η Αθήνα, ή οτιδήποτε άλλο προσφέρει ως προσωρινό αντάλλαγμα, ο κίνδυνος να μην επιστραφούν ποτέ τα Μάρμαρα στο Λονδίνο είναι ιδιαίτερα αυξημένος».
Οι κίνδυνοι, εξηγεί ο συντάκτης της έκθεσης, περιλαμβάνουν το ενδεχόμενο μιας «δικαστικής κατάσχεσης» με τη μορφή νομικών ενεργειών, που θα αναληφθούν από άτομα ή οργανισμούς στην Ελλάδα, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια απόφαση ότι τα Μάρμαρα δεν πρέπει να επιστραφούν.
Η έκθεση υποστηρίζει επίσης ότι η επιστροφή των Γλυπτών είναι δυνατόν να προκαλέσει μαζικές διαμαρτυρίες για να κρατηθούν μόνιμα, κάτι που θα μπορούσε να αναγκάσει την ελληνική κυβέρνηση να αλλάξει στάση.
Σημειώνεται εξάλλου ότι σύμφωνα με το think tank, νέα δημοσκόπηση δείχνει ότι μόνο το 11% των ερωτώμενων πιστεύει ότι τα Γλυπτά θα επιστρέψουν στο Λονδίνο στο τέλος της περιόδου δανεισμού, εάν σταλούν στην Ελλάδα.
Το Βρετανικό Μουσείο -τονίζεται στην έκθεση- δεν θα πρέπει να δανείσει τα Μάρμαρα στην Ελλάδα χωρίς η Αθήνα να αποδεχθεί πρώτα τη νόμιμη ιδιοκτησία του μουσείου. Η Telegraph υπενθυμίζει στο σημείο αυτό ότι η ελληνική κυβέρνηση αρνείται να αναγνωρίσει τη νόμιμη ιδιοκτησία του μουσείου, με το σκεπτικό ότι τα αντικείμενα κλάπηκαν από τον λόρδο Ελγιν στις αρχές του 18ου αιώνα.
Επικριτικός έναντι του Policy Exchange και της θέσης που διατυπώνει κατά της Ελλάδας, εμφανίστηκε από την πλευρά του ο Λόρδος Βέιζι, πρώην υπουργός Πολιτισμού των Συντηρητικών που τώρα ηγείται του Parthenon Project.
«Η άποψή τους ότι δεν μπορεί να υπάρξει εμπιστοσύνη προς την Ελλάδα ότι θα επιστρέψει τα Μάρμαρα λέει τα πάντα για την ξεπερασμένη και πατερναλιστική άποψή τους για αυτό το θέμα», επισημαίνει, για να συμπληρώσει:
«Πρέπει να υποστηρίξουμε τις ευφάνταστες προσπάθειες του προέδρου του Βρετανικού Μουσείου Τζορτζ Οσμπορν να προχωρήσει πέρα από το status quo. Είμαστε ένα γενναιόδωρο έθνος με πολιτιστικούς πόρους παγκόσμιου διαμετρήματος και έχουμε την πολυτέλεια να κάνουμε μια λογική συζήτηση για αυτό το θέμα».
Στο σκεπτικό της έκθεσης για το Policy Exchange, αναφέρεται επίσης ότι τα Γλυπτά έχουν γίνει μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Βρετανίας εδώ και 200 χρόνια και η απομάκρυνσή τους θα μπορούσε να αποτελέσει προηγούμενο και για την επιστροφή άλλων τεχνουργημάτων.
Στο πλαίσιο αυτό καλείται η βρετανική κυβέρνηση να επιβεβαιώσει την υποστήριξή της για τη διατήρηση τους και να μην αλλάξει τον ισχύοντα νόμο, ο οποίος δεν επιτρέπει στο Μουσείο να τα παραχωρήσει.
Με τη σειρά του, ο πρόεδρος της διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το Βρετανικό Μουσείο, συντηρητικός βουλευτής Τιμ Λότον, χαρακτηρίζει άστοχες και επικίνδυνες «τις πρόσφατες εκκλήσεις από εκστρατείες που υποστηρίζονται από διασημότητες που χρηματοδοτούνται από εκατομμυριούχους μεγιστάνες πλατικών προϊόντων (σσ: εννοεί τον απόδημο έλληνα βιομήχανο Γιάννη Λέφα ο οποίος χρηματοδοτεί τον αγώνα για την επιστροφή των Γλυπτών) για να δώσουν τα Μάρμαρα στην Ελλάδα», υποστηρίζοντας ότι «απειλούν να ανοίξουν τους ασκούς του Αιόλου για την καταστροφή των παγκόσμιων ιδρυμάτων μας».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News