Το νέο ΕΣΥ, που προϋποθέτει το συνολικό επανασχεδιασμό του Χάρτη Υγείας της Ελλάδας –ο οποίος, 30 χρόνια μετά, φέρει την υπογραφή του εμπνευστή του Γιώργου Γεννηματά– και σημαντικούς πόρους που σε βάθος τετραετίας θα ξεπεράσουν τα 20 δισ. ευρώ, είναι μία από τις κορυφαίες προτεραιότητες του προγράμματος της ΝΔ για τις εκλογές.
Το πρόγραμμα, το οποίο θα παρουσιάσει ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης τις επόμενες ημέρες, ολοκληρώθηκε από τη γραμματεία Προγράμματος της ΝΔ, έχει κοστολογηθεί από τον γενικό γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής Θάνο Πετραλιά και ήδη έχει παραδοθεί από τον υπεύθυνο Χάρη Θεοχάρη στον υπουργό Επικρατείας Ακη Σκέρτσο, που πλέον έχει αναλάβει συντονιστικό ρόλο στην προεκλογική καμπάνια του κυβερνώντος κόμματος.
Προσλήψεις προσωπικού
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Protagon, κεντρικός άξονας του προγράμματος είναι η αναβάθμιση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης –με το δίκτυο των προσωπικών γιατρών, τις πολιτικές πρόληψης και τη διεύρυνση του δικτύου των τοπικών Κέντρων Υγείας–, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα «ανάχωμα» προστασίας στα νοσοκομεία, που σήμερα σηκώνουν τεράστιο βάρος από περισταστικά και ανάγκες που δεν χρήζουν νοσοκομειακής περίθαλψης.
Ο πιο κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχία του νέου ΕΣΥ είναι η στελέχωσή του. Στο πρόγραμμα της ΝΔ δίνεται ιδιαίτερο βάρος στις προσλήψεις προσωπικού, την κάλυψη του συνόλου των κενών θέσεων, αλλά στην αλλαγή του τρόπου των νοσοκομειακών ιδρυμάτων από τις εφημερίες, μέχρι τη λειτουργία των Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών και των μονάδων ημερήσιας νοσηλείας. Στο νέο σύστημα θα υπάρχουν και συνέργειες με τον ιδιωτικό τομέα και παρεμβάσεις ώστε να εκλείψει το φαινόμενο των ράντζων από τα νοσοκομεία.
Πρόγραμμα 20 δισ. ευρώ
Οπως ήδη έχει ανακοινώσει ο Πρωθυπουργός, η οικονομική στήριξη του μεγάλου αυτού εγχειρήματος ξεκινά από εφέτος. «Προίκα» για την αναβάθμιση του συστήματος είναι η αύξηση της χρηματοδότησης, από 3,8 δισ. σε 5,2 δισ. ευρώ για το 2023 με βάση τον τρέχοντα προϋπολογισμό, αλλά και σειρά επενδύσεων που θα ενταχθούν στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Στον πίνακα της ΕΛΣΤΑΤ απεικονίζονται οι συνολικές δαπάνες (δημόσια και ιδιωτική) για την Υγεία κατά το 2021:
Συνολικά, για τη νέα τετραετία υπολογίζεται ότι θα διατεθούν για το νέο ΕΣΥ πόροι που θα υπερβούν τα 20 δισ. ευρώ, στα οποία πρέπει να προστεθεί και η σημαντική συνεισφορά –με τη μορφή οικονομικής στήριξης για νέα νοσοκομεία, νέες μονάδες εντατικής θεραπείας και 0 εξειδικευμένες κλινικές– από πλευράς των μεγάλων ιδρυμάτων της χώρας και των ιδιωτών.
Νέο συμβόλαιο και ανταγωνισμός
Για την αναβάθμιση και την επιτυχή λειτουργία του νέου συστήματος, που δοκιμάστηκε στα χρόνια της πανδημίας και, όπως όλοι αναγνωρίζουν, «τα έβγαλε πέρα» χάρη στην αυτοθυσία του προσωπικού του (γιατρών, νοσηλευτών και εργαζομένων), αυτό που απαιτείται περισσότερο από ποτέ είναι η συστράτευση όλων των συντελεστών του, ακόμη και των ασθενών, στους νέους στόχους.
Παράλληλα, πρέπει να δοθούν και απαντήσεις σε σειρά ερωτημάτων ώστε να εκλείψει ο ανταγωνισμός –«τεχνητός» ή πραγματικός– ανάμεσα στη λειτουργία του δημόσιου τομέα Υγείας με τον ιδιωτικό.
Ενόψει των επερχόμενων αλλαγών και του διαλόγου που ξεκινά, χαρακτηριστική είναι η σειρά ερωτημάτων που έθεσε ο καθηγητής καρδιολογίας Λάμπρος Μιχάλης από το Πανεπιστημίο των Ιωαννίνων, σε συνέδριο που έγινε στη Θεσσαλονίκη τον περασμένο μήνα.
Πρόκειται για θεματικές που αφορούν την κατάσταση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, τους προβληματισμούς που υπάρχουν και τα αιτήματα αναβάθμισής του. Δηλαδή όλα όσα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν την επόμενη ημέρα από τη νέα κυβέρνηση και αφού πλέον θα έχει δοκιμαστεί στην πράξη ο τελευταίος νόμος για τις αλλαγές στο ΕΣΥ, ο οποίος δίχασε την επιστημονική κοινότητα.
Οι προβληματισμοί των ειδικών
Ο κ. Μιχάλης, απηχώντας τις επισημάνσεις των ειδικών της δημόσιας υγείας που ζουν από μέσα το σύστημα, ξεχώρισε τα εξής θέματα.
Αδυναμία επιλογής γιατρού
Στο βασικό ερώτημα των ασθενών αν «υπάρχουν καλύτεροι και χειρότεροι γιατροί», η απάντηση είναι «ΝΑΙ αλλά ΓΙΑΤΙ». Οπως καταλήγουν οι ειδικοί ο ένας (υποκειμενικός) λόγος είναι η ανθρώπινη φύση που καθορίζει τα χαρακτηριστικά εκείνα που μπορεί να καθιστά έναν γιατρό ίσως καλύτερο από έναν άλλον της ίδιας βαθμίδας εκπαίδευσης, ο άλλος λόγος (αντικειμενικός) είναι το γεγονός ότι η προπτυχιακή και μεταπτυχιακή εκπαίδευση στην Ελλάδα δεν εξασφαλίζει ομοιογενή υψηλά στάνταρντ από σχολή σε σχολή.
Στο ερώτημα, τελικά, αν μπορεί ο ασθενής να διαλέξει τον καλύτερο γιατρό, η απάντηση είναι «σίγουρα μπορεί να διαλέξει τον γιατρό που του ταιριάζει και υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να διαλέξει καλό γιατρό». Αυτόματα, όμως, ανακύπτει το επόμενο ερώτημα –ειδικά για τη νοσοκομειακή περίθαλψη: αν πρέπει η σχέση του νοσηλευόμενου ασθενούς με τον γιατρό να είναι προσωπική στον σημερινό
τρόπο άσκησης της ιατρικής.
Η απάντηση που κερδίζει τις περισσότερες γνώμες γιατρών είναι:
Εάν προσωπική σχέση γιατρού-ασθενούς σημαίνει ύπαρξη ενός γιατρού που είναι ιατρικά υπεύθυνος για το σύνολο της αντιμετώπισης του ασθενούς κατά την νοσηλεία του, η απάντηση είναι «όχι». Και αυτό γιατί η άσκηση της νοσοκομειακής ιατρικής και η αντιμετώπιση του ασθενούς γίνεται από ομάδα γιατρών (πολλές φορές διαφορετικών ειδικοτήτων). Αυτό σημαίνει ότι ο ασθενής πρέπει να εμπιστευθεί το ΕΣΥ και για να γίνει αυτό θα πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες.
Οι λάθος λόγοι
Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η αδυναμία επιλογής γιατρού δημιουργεί προβληματισμούς και για σωστούς και για λάθος λόγους. Ο πρώτος είναι η έλλειψη στο σύστημα, που αποδίδεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι δεν έχουμε καταφέρει ως κοινωνία στο σύνολό μας να εξασφαλίσουμε πως όλοι οι γιατροί θα είναι υψηλών προδιαγραφών, ενώ αυτή η αβεβαιότητα συνυπάρχει με προβλήματα οργάνωσης του συστήματος.
Τι να αλλάξει στα νοσοκομεία
Για να αντιμετωπιστούν αυτά στην τριτοβάθμια-νοσοκομειακή περίθαλψη είναι αναγκαία τα εξής:
- Δυνατότητα λειτουργίας της κλινικής ως μιας ενιαίας οντότητας με κεντρικό συντονιστή.
- Εξασφάλιση του συντονισμού των διαφόρων γιατρών που πρέπει να ασχοληθούν με τον ίδιο ασθενή από τον συντονιστή ή από εκείνον στον οποίον έχει ανατεθεί η ευθύνη.
- Η αντιμετώπιση της ασθένειας από πολλούς ιατρούς διαφόρων εξειδικεύσεων και ειδικοτήτων.
Οργανωτικά προβλήματα
Τα βασικά οργανωτικά προβλήματα του ΕΣΥ είναι τα εξής:
- Ελλειψη οργανωμένης πρωτοβάθμιας υγείας (άσχετα εάν είναι ιδιωτική ή δημόσια)
- Ελλειψη διασύνδεσης της πρωτοβάθμιας υγείας με τα νοσοκομεία
- Υποχρεωτική ενασχόληση των νοσοκομείων με θέματα πρωτοβάθμιας υγείας
- Λειτουργία Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών, όπου παρατηρείται το φαινόμενο να πηγαίνουν μόνοι τους ασθενείς, χωρίς προηγουμένως να έχουν συμβουλευθεί τον προσωπικό τους γιατρό
- Τρόπος οργάνωσης του συστήματος εφημεριών των Νοσοκομείων (κυρίως Αθήνα – Θεσσαλονίκη)
- Ελλειψη γιατρών
- Μη διακριτοί ρόλοι Δευτεροβάθμιων και Τριτοβάθμιων Νοσοκομείων
Το πρόβλημα της επαρχίας
Μη οριοθετημένος πληθυσμός αναφοράς του κάθε νοσοκομείου. Το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα είναι η αδυναμία πολλών νοσοκομείων του ΕΣΥ να παράσχουν υπηρεσίες υγείας υψηλής τεχνολογίας, ιδίως στην περιφέρεια. Τα παραδείγματα, π.χ. στην καρδιολογία, είναι οι επεμβάσεις στις δομικές καρδιοπάθειες, επεμβάσεις ηλεκτροφυσιολογίας κ.ά.
Υψηλή τεχνολογία και ιατρική εκπαίδευση
Μεγάλο κεφάλαιο για την ποιότητα της δημόσιας υγείας είναι η αδυναμία του υπάρχοντος ιατρικού προσωπικού εξειδικευθεί στις νέες υψηλής τεχνολογίας τεχνικές-επεμβάσεις. Ειδικά για τους καρδιολόγους, η βασική οδός υψηλής επιστημονικής κατάρτισης είναι αμέσως μετά την απόκτηση ειδικότητας να ακολουθηθεί οργανωμένο πρόγραμμα εξειδίκευσης (ουσιαστικά συνέχιση της ειδικότητας), προσπάθεια που προϋποθέτει να υπάρξουν αναγνωρισμένα κέντρα εξειδίκευσης
Πού οφείλεται η έλλειψη γιατρών
Οι βασικοί λόγοι είναι ότι οι προκηρυσσόμενες θέσεις δεν προσφέρουν ικανοποίηση κατά την εργασία, καθώς δεν εξασφαλίζουν –το κυριότερο– ικανοποιητικές αποδοχές και επιστημονική εξέλιξη.
Στο ερώτημα αν είναι χαμηλοί οι μισθοί των γιατρών στην Ελλάδα η απάντηση βρίσκεται στην εξίσωση: «Ο βασικός μισθός του ιατρού είναι ο βασικός μισθός ανειδίκευτου εργάτη επί 1.76»!
Οι χαμηλοί μισθοί των γιατρών αποτελούν παγκόσμιο πρόβλημα, αλλά στην Ελλάδα οι μισθοί των γιατρών είναι χαμηλότεροι σε σχέση με τις Δυτικές χώρες. Το ίδιο αναγκαία είναι η αναβάθμιση των αμοιβών για εξειδικευμένους νοσηλευτές, που αποτελεί προϋπόθεση για την αναβάθμιση παρεχομένων υπηρεσιών υγείας.
Τι άλλαξε με το νέο νόμο 4999 του 2022
Συνοπτικά οι αλλαγές που προώθησε η κυβέρνηση:
- Δυνατότητα ιδιωτικού ιατρείου πέραν του απογευματινού ιατρείου στο νοσοκομείο
- Οι γιατροί του ΕΣΥ εξομοιώνονται με τα μέλη ΔΕΠ, για τα οποία δεν επέρχεται καμία αλλαγή
- Δυνατότητα εργασίας σε ιδιωτικές κλινικές και νοσοκομεία
- Ολοήμερη λειτουργία νοσοκομείων. Αυτό ήταν δυνατό με βάση τον προηγούμενο νόμο, αλλά δεν λειτούργησε λόγω των προϋποθέσεων και αμοιβών που έθετε ο νόμος
- Για τις αμοιβές των γιατρών παραμένει αδιευκρίνιστο ποιος θα πληρώνει (ο ασθενής ή ο ΕΟΠΠΥ;)
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News